Θεωρείται ένας από τους πιο εξέχοντες ιστορικούς της διανοητικής ιστορίας και πατριάρχης της αμερικανικής ιστορίας της ιστοριογραφίας. Γνωστός στην Ελλάδα από τα βιβλία του «Νέες κατευθύνσεις στην ευρωπαϊκή ιστοριογραφία» (εκδ. Γνώση) και «Η ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα» (εκδ. Νεφέλη), ο Γκέοργκ Ιγκερς, όπως σημειώνει σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα, γεννήθηκε «στο Αμβούργο τον Δεκέμβριο του 1926 σε μια εβραϊκή οικογένεια ως Γκέοργκ Γκέρσον Ιγκερσχαϊμ (το επώνυμό μου άλλαξε σε Ιγκερς παρά τη θέλησή μου από τους σπόνσορες της οικογένειάς μας όταν μεταναστεύσαμε στις ΗΠΑ)». Διέφυγε από τη ναζιστική Γερμανία το 1938, σπούδασε στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμμετείχε δραστήρια στο κίνημα των πολιτικών δικαιωμάτων, δίδαξε για σχεδόν έξι δεκαετίες. Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπάφαλο σήμερα, λίγο προτού έρθει στην Αθήνα ως κεντρικός ομιλητής του συνεδρίου «Η ιστοριογραφία του 20ού αιώνα» (από τις 18 ως τις 20 Ιουνίου στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών), μιλάει για τις τροπές της Ιστορίας, την αναζήτηση μιας παγκόσμιας ιστοριογραφίας και το απρόβλεπτο της εξέλιξής της.
Η απαρχή
Μια πρόγευση ακριβώς της ομιλίας του τού ζητάμε ως έναυσμα για τη δική μας συζήτηση. «Η διάλεξή μου αποτελεί μια προσπάθεια κριτικής αποτίμησης της ιστοριογραφίας του 20ού και του πρώιμου 21ου αιώνα σε παγκόσμια προοπτική» λέει ο Ιγκερς. «Ξεκινώ με την παραδοχή ότι η επαγγελματοποίηση της Ιστορίας ως ακαδημαϊκής πειθαρχίας επέφερε έναν θεμελιώδη μετασχηματισμό σε σχέση με το πώς γραφόταν από τα χρόνια της κλασικής αρχαιότητας. Πλέον οι ιστορικοί υποβάλλονταν σε επαγγελματική εκπαίδευση και συνδέονταν με ακαδημαϊκά ιδρύματα. Τα θεμέλια της επαγγελματικής ιστοριογραφίας τέθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Λέοπολντ φον Ράνκε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και αυτό απέβη το πρότυπο κριτικής εξέτασης πρωτογενών πηγών παγκοσμίως. Στην πορεία του 20ού αιώνα η Ιστορία μετακινήθηκε σταδιακά από ένα στενά γεγονοτολογικό πολιτικό αφήγημα προς ένα άλλο που ανέλυε τις κοινωνικές δομές και τις διαδικασίες των μεταβολών».
Προτού κανείς μιλήσει για γραμμική πρόοδο της ιστορικής επιστήμης ο Γκέοργκ Ιγκερς σπεύδει να οριοθετήσει προσεκτικά τους καρπούς του επαγγελματισμού. «Κατά πόσον η επαγγελματική ιστοριογραφία έφερε μαζί της κέρδη ή ζημιές αναφορικά με τη γνώση του παρελθόντος; Κέρδος προφανώς ήταν οι αυστηρότερες μεθοδολογικές αρχές που συνέβαλαν σε μια πιο αξιόπιστη ανασύστασή του. Η επαγγελματοποίηση σήμανε όμως τον αποκλεισμό των γυναικών, των Εβραίων και των εθνικών μειονοτήτων όχι μόνο από τη συμμετοχή τους στα ακαδημαϊκά ιδρύματα αλλά και από το να καταστούν αντικείμενο έρευνας των ιστορικών σπουδών».
«Πολιτισμική στροφή»
Δεν ήταν αυτή η μοναδική κρίσιμη καμπή στο πώς οι ιστορικοί προσλαμβάνουν το αντικείμενό τους. «Ενας εκ βάθρων αναπροσανατολισμός, σε σημείο που θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για «επανάσταση», έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1960. Στο υπόβαθρο αυτών των αλλαγών βρίσκονταν οι ριζικές μεταβολές σε πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο που χαρακτήρισαν την περίοδο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την παρακμή της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή, την αποαποικιοποίηση, την ανάδυση των κινημάτων διαμαρτυρίας του φεμινισμού, των εθνικών μειονοτήτων, των φοιτητών. Επήλθε η λεγόμενη «πολιτισμική στροφή». Απορριπτέα κρίθηκε πλέον όχι μόνο η προηγούμενη έμφαση στην πολιτική ιστορία αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνικής, του μαρξισμού συμπεριλαμβανομένου, προς όφελος της εστίασης στους πολιτισμικούς παράγοντες. Ακολούθησε μια τεράστια επέκταση του ιστορικού ορίζοντα σε εντελώς νέες περιοχές όπως η συλλογική μνήμη. Υπήρξε ενδιαφέρον για μια «ιστορία από τα κάτω» που ενσωμάτωνε τις εμπειρίες ζωής των κοινών ανθρώπων. Σημαντικό τμήμα των προσεγγίσεων αυτών ασκούσε κριτική σε πολιτικές και οικονομικές πτυχές του κατεστημένου και στην κυρίαρχη κουλτούρα γενικότερα».
Πέντε δεκαετίες μετά ο Ιγκερς αποτιμά θετικά την ιστορική κοσμογονία της δεκαετίας του ’60, χωρίς όμως να αποκρύψει συγκεκριμένες επιφυλάξεις. «Η πολιτισμική στροφή ορθώς υπέδειξε τα όρια της παλαιότερης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας, τα ξεπέρασε όμως με τον πλήρη εξοβελισμό τους. Πολύ συχνά αγνοήθηκε το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περίγραμμα της κουλτούρας, ενώ κάποιοι διατύπωσαν ακραίες μεταμοντέρνες θέσεις που θεωρούσαν κάθε ιστορική αφήγηση ως «λεκτική μυθοπλασία». Προσωπικά τάσσομαι υπέρ της αναζήτησης ισορροπίας μεταξύ κοινωνικών και πολιτισμικών προσεγγίσεων, έχοντας κατά νου τα όρια αλλά και την ανάγκη συνδυασμού τους σε μια ιστορική πρόταση που να αναμετρείται με την πραγματικότητα ενός ολοένα και πιο παγκοσμιοποιημένου κόσμου».
Ποιος ήταν ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης στη σκέψη των ιστορικών για το πώς κάνουν Ιστορία; «Οι ιστορικοί, σε αντίθεση με τους οικονομολόγους, καταπιάστηκαν με την παγκοσμιοποίηση ως ιστορικό πρόβλημα σχετικά αργά» διαπιστώνει. «Στα τέλη του 20ού αιώνα οικονομικοί θεωρητικοί επηρεασμένοι από τον μαρξισμό, όπως οι Αντρε Γκούντερ Φρανκ και Ιμάνουελ Βάλενσταϊν, μελέτησαν τον αντίκτυπο του δυτικού καπιταλισμού στον λιγότερο εκβιομηχανισμένο κόσμο χωρίς να δώσουν μεγάλη προσοχή στις κοινωνικές και πολιτισμικές πτυχές του ζητήματος. Οσο για την ιστορία της ιστοριογραφίας, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες που ασχολήθηκαν με συγκεκριμένες μη δυτικές εθνικές ιστορικές παραδόσεις, όλες ορίζονταν από τον δυτικό προσανατολισμό. Η πρώτη παγκόσμια ιστορία της ιστοριογραφίας ήταν εκείνη του Μάρκους Φέλκελ το 2006. Ακολούθησε το δικό μας έργο με τίτλο «Global History of Modern Historiography» σε συνεργασία με τους Κ. Εντουαρντ Γουόνγκ και Σουπρίγια Μούκερτζι (σ.σ.: εκδίδεται προσεχώς στα ελληνικά), το βιβλίο «Global History of Historiography» του Ντάνιελ Γουλφ το 2011 και η πεντάτομη «History of Historical Writing» του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης το 2011-2012. Αν θέλετε όμως ένα παράδειγμα για το πόσο μακριά βρισκόμαστε από έναν πραγματικά παγκόσμιο ιστορικό λόγο, αρκεί να σας πω πως δεκατρείς φορές περισσότερα έργα μεταφράζονται σήμερα από τα κινεζικά στα αγγλικά από ό,τι από τα κινεζικά στα αγγλικά. Οι κινέζοι μελετητές επομένως τελούν όλο και περισσότερο εν γνώσει του διεθνούς διαλόγου, ενώ η πλειονότητα των δυτικών ομολόγων τους συνεχίζει να αγνοεί τη μη δυτική γραμματεία».
Η ιστοριογραφία σήμερα
«Δεν μπορώ να πω προς τα πού βαδίζει η ιστοριογραφία στον 21ο αιώνα» απαντά ο Γκέοργκ Ιγκερς στην ερώτηση για το αν υπάρχει σήμερα μια αίσθηση για νέες κατευθύνσεις της. «Θα εξαρτηθεί φυσικά από τις γενικότερες πολιτικές εξελίξεις, οι οποίες είναι απρόβλεπτες. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε φέρει έναν μεγάλο βαθμό αισιοδοξίας τη δεκαετία του 1990, το είδος εκείνο της αυτοπεποίθησης που έκανε τον Φράνσις Φουκουγιάμα να προβλέπει ότι ο κόσμος θα κινούνταν σταδιακά προς το αμερικανικό πρότυπο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το τέλος του πολέμου. Το μόνο τμήμα των προβλέψεών του που αντέχει σήμερα είναι η πεποίθησή του ότι τα παραπάνω θα συνοδεύονταν από την κατίσχυση της ελεύθερης αγοράς, με άλλα λόγια της καπιταλιστικής οικονομίας. Πράγματι ο καπιταλισμός κατίσχυσε, κατά κανόνα όμως συμβαδίζει με αυταρχικές, όχι δημοκρατικές κυβερνήσεις. Το 1989 δεν όρισε μόνο το τέλος του Ψυχρού Πολέμου αλλά και τη σφαγή της πλατείας Τιανανμέν, η οποία στην Κίνα αποδείχθηκε ορόσημο του τέλους του δημοκρατικού κινήματος και των απαρχών της οικονομικής απογείωσης. Ο 21ος αιώνας βλέπει εκατομμύρια προσφύγων να αναζητούν διέξοδο διαφυγής από τον πόλεμο, τη φτώχεια, την καταπίεση. Το μέλλον δεν προοιωνίζεται λαμπρό. Ολα τα παραπάνω θα επηρεάσουν οπωσδήποτε την πρόσληψη της Ιστορίας. Σε έναν κόσμο γεμάτο αβεβαιότητες η ιστοριογραφία μπορεί να κινηθεί προς απρόβλεπτες κατευθύνσεις».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ