Επειτα από έναν χρόνο στην ανεργία ο Σεζάρ Μάικες κατάφερε να βρει δουλειά σε ένα εργοστάσιο κατασκευής πλακιδίων στην Αλκόρα, μια μικρή ισπανική πόλη στα παράλια της Μεσογείου. Πρόκειται για θέση προϊσταμένου, μάλιστα, αφού επιβλέπει 63 εργαζομένους σε τρεις γραμμές παραγωγής. Ο ηλικίας 46 ετών Καστιλιάνος παίρνει τον μισό μισθό από αυτόν που έπαιρνε στην κεραμοποιία όπου εργαζόταν μέχρι να απολυθεί το 2013: από τις 4.000 ευρώ μηνιαίως έπεσε στις 2.000. Δηλώνει ικανοποιημένος που ξαναβρήκε δουλειά, έχει όμως επίγνωση ότι δεν πρόκειται ο ίδιος και η οικογένειά του να ανακτήσουν το παλαιό επίπεδο ζωής τους. Αναφέρει, για παράδειγμα, ότι εφέτος ματαίωσαν τις διακοπές τους διότι τα 1.000 ευρώ που θα έπρεπε να δαπανήσουν θα τα δώσουν για να επισκευάσουν το κιβώτιο ταχυτήτων στο ηλικίας 13 ετών VW Polo τους…
Η ανεργία παραμένει στο 24%


«Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι συνηθίζουν να αναφέρουν την επιστροφή της Ισπανίας στην ανάπτυξη ως παράδειγμα προς μίμηση, ως success story. Αλλά πολλοί Ισπανοί δεν έχουν αισθανθεί κάποια ανάκαμψη στα οικονομικά τους. Το ΑΕΠ αναπτύσσεται με ετήσιο ρυθμό 2,7%, αλλά η ανεργία παραμένει κοντά στο 24%. Και όσοι ξαναβρίσκουν εργασία, αυτή είναι είτε προσωρινή είτε μερικής απασχόλησης είτε κακοπληρωμένη. Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, εξάλλου, το 97% των Ισπανών κρίνουν την οικονομική τους κατάσταση ως κακή και σε ένα ποσοστό που ξεπερνά το 40% υποστηρίζουν ότι δεν έχουν χρήματα στην άκρη για να καλύψουν μια έκτακτη δαπάνη –είναι η περίπτωση του Σεζάρ Μάικες» έγραφε την περασμένη Πέμπτη η «Wall Street Journal». Σε εκτενές πρωτοσέλιδο ρεπορτάζ της αμερικανικής οικονομικής εφημερίδας για την οικονομική κατάσταση στην Ισπανία και δευτερευόντως στις άλλες χώρες του Νότου της ευρωζώνης (η Ελλάδα εξαιρείται ως ξεχωριστή περίπτωση) που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση και δυσκολεύονται περισσότερο να την ξεπεράσουν, τίθεται εν αμφιβόλω η πολιτική τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των θεωρουμένων ως πιο «δυσλειτουργικών» και «δυσκίνητων» οικονομιών. Κι αυτό επειδή δεν δημιουργούνται συνθήκες τόνωσης της εσωτερικής ζήτησης. Θα έλεγε κανείς ότι η τάση είναι να υιοθετηθεί στον ευρωπαϊκό Νότο το γερμανικό μοντέλο, με τη διαφορά ότι η γερμανική παραγωγή είναι πιο ποιοτική και δύσκολα ανταγωνίσιμη στις διεθνείς αγορές.
Τόνωση των εξαγωγών


Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το ισπανικό success story, ο συντάκτης της «WSJ» Κρίστοφερ Μπιορκ υποστηρίζει ότι η σκοπούμενη οικονομική ανάκαμψη του ευρωπαϊκού Νότου επιδιώκεται διά της τόνωσης των εξαγωγών μέσα από ένα πρόγραμμα μείωσης του εργατικού κόστους και απορρύθμισης των αγορών εργασίας, που όμως δημιουργεί κοινωνίες που αποδύονται σε έναν μεταξύ τους αγώνα δρόμου προς τη φτωχοποίηση για να μη χάσουν την ανταγωνιστικότητά τους, δίχως όμως να ελπίζουν να ανταγωνιστούν ποτέ άλλες χώρες, εντός και εκτός Ευρώπης, με ασύγκριτα χαμηλότερο εργατικό κόστος.
Η πτώση του εργατικού κόστους και η μείωση των εργοδοτικών εισφορών έχουν δώσει ανάσα στις επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού Νότου. Οι εξαγωγές συμβάλλουν πλέον στη διαμόρφωση του ισπανικού ΑΕΠ κατά 33% ενώ πριν από την κρίση συνέβαλλαν κατά 26% (έκτοτε βέβαια έχει συρρικνωθεί κατά 4,4% και το ΑΕΠ). Αλλά όταν πέφτουν τα εισοδήματα των οικογενειών ενώ τα χρέη τους παραμένουν σταθερά, οι επιχειρήσεις πρέπει να στηρίζονται όλο και περισσότερο στις εξαγωγές για να διατηρούν τον τζίρο τους, κάτι που δεν είναι δυνατόν να διαρκέσει εσαεί. Διότι το αποτέλεσμα θα είναι η παγίδευση σε έναν φαύλο κύκλο συρρίκνωσης της αγοραστικής δύναμης του εργατικού δυναμικού που θα διατηρεί ανταγωνιστικές τις εξαγωγές αλλά θα διογκώνει το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος και θα βυθίζει τις οικονομίες στον αποπληθωρισμό, εξελίξεις που λειτουργούν ως αντικίνητρα για την ανάπτυξη.

«Στην Ισπανία το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος αθροιστικά είναι ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο φθάνοντας σχεδόν στο 300% του ΑΕΠ. Το ήμισυ του χρέους αυτού το διακρατούν ξένοι πιστωτές, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι πολύ ευάλωτη στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών»
γράφουν οι «WSJ». Αναλόγως ευάλωτες είναι και οι επιχειρήσεις, μια και η αύξηση των εξαγωγών μοιάζει πεπερασμένη. Οσο για τους εργαζομένους… «μισές δουλειές, μισές ζωές», όπως λέει ο κεραμοποιός Σεζάρ Μάικες.

Αγορά εργασίας
«Μισές δουλειές» βρίσκουν οι Ισπανοί μετά την κρίση

Η ισπανική αγορά εργασίας άρχισε να δίνει δείγματα βελτίωσης ήδη από το 2014. Μέσα σε ένα μόλις έτος δημιουργήθηκαν 433.900 νέες θέσεις εργασίας και το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε –για πρώτη φορά τα τελευταία επτά χρόνια –σε 23,7%. Τα μεγέθη συνέχισαν να έχουν θετικό πρόσημο και το πρώτο τρίμηνο της τρέχουσας χρονιάς.
Ωστόσο, σύμφωνα με το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (CES) της χώρας, υπολείπονται ακόμη αρκετά να γίνουν προκειμένου να μπορεί κανείς να μιλήσει για ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και ανάπτυξη της απασχόλησης. Οι παθογένειες που προϋπήρχαν αλλά και οι επιπτώσεις της ύφεσης και των μέτρων που ελήφθησαν για την καταπολέμησή της έχουν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ισπανική αγορά εργασίας.
Η πρώτη εργασιακή μεταρρύθμιση που εφάρμοσε το 2012 η κυβέρνηση του Ραχόι προέβλεπε σκληρά μέτρα όπως περιορισμούς στο κόστος εργασίας, διευκόλυνση των απολύσεων, πριμοδότηση της μερικής απασχόλησης. Ο πρόεδρος του CES Μάρκος Πένια μιλώντας στην ισπανική εφημερίδα «El Pais» κάνει λόγο για «κατάρρευση της εργασίας που οδήγησε στην αύξηση της κοινωνικής ανισότητας και παράλληλα προώθησε την ανάπτυξη των εναλλακτικών (αλλά ενδεχομένως όχι τόσο ωφέλιμων για τους εργαζομένους) μορφών απασχόλησης».
Η γαλλίδα δημοσιογράφος Μαρίν Ραμπρό της «Les Figaro» σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο της ότι «το 90% των συμβάσεων απασχόλησης που υπεγράφησαν τον Μάρτιο στην Ισπανία αφορούσε συμβάσεις ορισμένου χρόνου και στο ήμισυ εξ αυτών ο χρόνος απασχόλησης ήταν έως τρεις μήνες». Τα πρόσφατα στοιχεία του CES επιβεβαιώνουν τη δύσκολη εργασιακή πραγματικότητα της Ισπανίας. Για παράδειγμα, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2014 το ποσοστό των εργαζομένων με προσωρινή απασχόληση είχε αυξηθεί κατά 1,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του προηγούμενου έτους, από 21,9% σε 23,1%. Η ανοδική τάση συνεχίστηκε και το πρώτο τρίμηνο του 2015 όπου το ποσοστό ανήλθε σε 23,6%.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ