Την περιμένατε αυτή τη διάκριση; Εχοντας πλέον εμπειρία από αρκετές συμμετοχές σε ξένα κινηματογραφικά φεστιβάλ μπορείτε να μας πείτε αν υπάρχει τρόπος να προβλέψει κανείς μια βράβευση;«Οταν έδωσα ελεύθερο σχέδιο στις Πανελλήνιες, το θέμα που είχε πέσει ήταν ένας σιδερένιος κουβάς πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα. Νόμιζα ότι τον είχα σχεδιάσει πολύ ωραία τον κουβά και την καρέκλα και το έλεγα σε όλους όσους ρώταγαν πώς τα πήγα. Μετά βγήκαν τα αποτελέσματα και είχα πάρει 6. Από τότε δεν ξαναμίλησα ποτέ για οτιδήποτε κάνω ή εμπλέκομαι στη δημιουργία του γιατί κατάλαβα ότι δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις αν αυτό που κάνεις φαίνεται στον άλλο συμπαθητικό ή όχι.Αρα ευτυχώς θεωρώ ότι δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψει κανείς μια βράβευση ή τουλάχιστον δεν γνωρίζω εγώ κάποιο τρόπο. Και δεν σας κρύβω πως αρκετές φορές εκνευρίζομαι με τις σίγουρες και απόλυτες τοποθετήσεις, με τα “έλα μωρέ σιγά μη δεν την παίρνανε την ταινία στο φεστιβάλ” και τα “εντάξει αυτό ήταν αναμενόμενο”. Είναι κάπως σαν να είσαι στο προαύλιο του σχολείου απέναντι από μια μπασκέτα και την ώρα που πας να βαρέσεις ένα σουτ, σε κοιτάει όλο το σχολείο και κάποιος φωνάζει μέσα στ αυτί σου “έλα μωρέ σιγά μη δεν το βάλεις τώρα αυτό το σουτ”. Με λίγα λόγια, όχι δεν την περίμενα αυτή τη διάκριση».
Αν υποθέσουμε ότι ξεκινήσατε να γράφετε το σενάριο του «The Lobster» γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για μεγαλύτερη παραγωγή από εκείνες που είχατε ως τότε συνηθίσει, σάς παρείχε αυτή η σκέψη περισσότερη δημιουργική ελευθερία; Μας έχει καταστρέψει στην Ελλάδα η φράση «πενία τέχνας κατεργάζεται»;«Ας υποθέσουμε καλύτερα ότι ξεκινήσαμε να γράφουμε το “The Lobster”όπως όλες τις προηγούμενες ταινίες χωρίς να ξέρουμε δηλαδή εάν, πότε και πώς θα γίνει. Επίσης να προσθέσω πως μπορεί ο προϋπολογισμός της ταινίας να είναι μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο των ταινιών που κάναμε στην Ελλάδα, όμως πρόκειται ξανά για μιαlow budgetταινία. Αυτό σημαίνει πως πάλι όλα ήταν μετρημένα και ζόρικα. Η διαφορά που για μένα προσωπικά είναι πολύ σημαντική ανάμεσα στο εδώ και στο έξω είναι ότι το σενάριο αναγνωρίζεται σαν μια δουλειά. Σε πληρώνουν για να γράψεις είτε αυτό γίνει ποτέ ταινία είτε όχι. Οπότε ναι, αυτό μπορεί να πει κανείς ότι σου παρέχει μια ασφάλεια, μια αξιοπρέπεια γενικότερα και ότι μάλλον σε κάνει να νιώθεις λίγο πιο ελεύθερος. Οσον αφορά στο αν έχει λογική το να εφευρίσκει κανείς ανορθόδοξους τρόπους για να δημιουργήσει, θεωρώ πως ναι έχει, αλλά μέχρι ενός σημείου. Κι αυτό το σημείο είναι σημαντικό να το γνωρίζουν τόσο οι δημιουργοί όσο και το κράτος και να είναι το ίδιο και για τις δύο πλευρές».
Σας παίδεψε καθόλου το ζήτημα της ξένης γλώσσας, των ηθοποιών από άλλες χώρες; Σας ενδιαφέρει να έχει το σινεμά με το οποίο ασχολείστε εθνική ταυτότητα;«Εγώ γράφω στα ελληνικά. Αρα όταν πρέπει ένα κείμενο να παρουσιαστεί σε άλλη γλώσσα αποστέλλεται στον μεταφραστή και μετά υπάρχει μια επίβλεψη ώστε να γίνουν διορθώσεις ή αλλαγές. Αρα λοιπόν δεν με παίδεψε η γλώσσα, ίσως παίδεψε τον Κυριάκο Καρσερά που έκανε την μετάφραση. Αυτό που κάπως με προβλημάτισε κάποιες στιγμές είναι ότι δεν είχα την σιγουριά για την αισθητική μιας λέξης ή μιας φράσης. Στα ελληνικά ξέρω πια κάπως τι μου αρέσει και τι όχι, τι κουβαλάει η λέξη βράδυ και τι η λέξη νύχτα για παράδειγμα, ποιες φράσεις προτιμώ, ποιες βαριέμαι κ.λπ. Εκεί ήταν σε στιγμές λίγο πιο δύσκολο να αποφασίσω. Μόνο αυτό. Τώρα εμένα προσωπικά δεν με ενδιαφέρει καθόλου η εθνική ταυτότητα. Δεν ξέρω τι σημαίνει επίσης σινεμά με εθνική ταυτότητα. Ο “Επαναστάτης ποπολάρος” ας πούμε είναι σινεμά με εθνική ταυτότητα. Μου αρέσει πολύ να ακούω την ελληνική γλώσσα στις ταινίες που βλέπω, μου αρέσει να βλέπω ελληνικά σπίτια και βουνά και γαϊδούρια που σαν εικόνες μου είναι οικεία αλλά χωρίς το βάρος καμίας ταυτότητας, καμιάς ελληνικότητας. Οι άνθρωποι είναι τόσο τραγικοί παντού που είναι αφελές και εγωιστικό να μιλάς μόνο για την δική σου τραγικότητα».
Κάποιοι θεωρούν ότι οι ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου δεν θα καταφέρουν ποτέ να «κλέψουν την καρδιά» του μέσουΕλληνα. Σας ενοχλεί αυτό; Σας αφορά η εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα;«Οι ταινίες, σε πρώτη φάση, δεν πρέπει να φτιάχνονται για να κλέψουν την καρδιά κάποιου αλλά για να καλμάρουν την καρδιά εκείνου που τις κάνει. Και μετά αν αρέσουν και σε κάποιους μέσους Ελληνες ή μέσους Νορβηγούς είναι OK. Οι ταινίες, τα βιβλία, τα ποιήματα, τα φαγητά, τα κουρέματα, ένας κήπος, οτιδήποτε, έχουν αρχικά στόχο να βοηθήσουν αυτόν που τα φτιάχνει και μετά τους άλλους που τα βλέπουν. Μπορεί να είναι εγωιστικό αλλά δεν πειράζει. Είναι λιγότερο εγωιστικό από το να περιμένεις να αρέσει αυτό που κάνεις σε μια πόλη ή σε μια χώρα. Είναι λάθος να προσπαθείς να φτιάξεις κάτι για να αρέσει σε μια ολόκληρη πόλη ή σε μια χώρα. Είναι σαν τον κουβά και την ψάθινη καρέκλα των Πανελληνίων. Πρέπει να μάθεις να σκιτσάρεις, να το βουλώνεις, να δουλεύεις σκληρά, να τρως σφαλιάρες υπομονετικά και να βρίσκεις δύναμη από τους διπλανούς σου που προσπαθούν κι αυτοί να φτιάξουν τον τσίγκινο κουβά.Η εμπορική επιτυχία σε έναν μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό τους αφορά όλους. Το θέμα είναι να μην αφήνει κανείς να τον κάνει χυδαίο και αντιαισθητικό η προσμονή της οποιασδήποτε επιτυχίας».
Ποιο θα είναι το επόμενο βήμα σας; Σκέφτεστε καθόλου να μετακομίσετε μόνιμα στο εξωτερικό; Εχετε ήδη έτοιμη κάποια ιδέα για ένα κινηματογραφικό σενάριο; «Συζητάμε με τον Γιώργο το επόμενο σενάριο. Δεν σκέφτομαι να μετακομίσω στο εξωτερικό. Γράφω επίσης δυο κείμενα για το θέατρο. Για του χρόνου».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 30 Μαΐου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ