Αυτοί οι κόσµοι, οι µικροί, οι µεγάλοι, οι αφηµένοι από χέρι θεϊκό να αρµενίζουν στο Αρχιπέλαγος, που τάχθηκε να αφυπνίζει και να ξεσηκώνει τη µαγεία των ταξιδιών και των ανακαλύψεων. Καλυψώ, Λειψώ, ανακάλυψη. Σαν µουσική µοιάζουν αυτές οι λέξεις. Σαν να τις µεταδίδουν τα ηχεία του «Κάλυµνος», το καράβι που φτερουγίζει σαν καλός άγγελος ανάµεσα στα µικρά νησιά που «περισσεύουν» από τις δώδεκα Νότιες Σποράδες, οι Λειψοί, το Αγαθονήσι, οι Αρκοί, το Μαράθι. Κι όλο και ελίσσεται το µικρό καράβι ανάµεσα στο πολύνησο που αναδύεται από τη θάλασσα µεταξύ της µεγάλης Λέρου και των µικρών Λειψών.
Το ταξίδι είναι ανακάλυψη και η ανακάλυψη ταξίδι. Η έκθεση κρασιών από «αφανείς» ελληνικές ποικιλίες αμπελιών ήταν γεμάτη από ανακαλύψεις και ταξίδια. Να, μόλις ακούμπησε στη γλώσσα μου ο γλυκόπιοτος Αποσπερίτης, άρχισα να αρμενίζω πλησίστιος μεταξύ Λέρου και Λειψών. Γλυκό κρασί, από φωκιανά σταφύλια, παραγωγός η Οινοποιητική Λειψών, σε 2.000 φιάλες. «Καλά», με πείραξε φίλος έμπειρος γευσιγνώστης κρασιών, «ό,τι χρειάζεται πάνω από 16 ώρες ταξίδι για να το φτάσεις, το θεωρείς καλό». Βέβαια, έσπευσε να παραδεχτεί ότι το λευκό Αλώνι είναι ένα πολύ καλό κρασί, αλλά δεν είχε και τελείως άδικο στην πρώτη παρατήρησή του. Υπάρχει κάτι που καθαγιάζει τους μικρούς, μακρινούς, ξεχασμένους τόπους. Είναι η αυτονομία τους που τους κάνει αυθεντικά μοναδικούς.
Μου φαίνεται ότι η Θεωρία της Εξέλιξης που εμπνεύστηκε ο Δαρβίνος στα νησιά του αρχιπελάγους των Γκαλάπαγκος κάπου τρέχει παράλληλα και με την εξέλιξη των πολιτισμών στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Οι άνθρωποι των νησιών δεν είδαν ποτέ τη θάλασσα ως σύνορο του μικρόκοσμού τους, αλλά ως λεωφόρο που έκανε τα όριά τους απέραντα, μέχρι την άκρη της Γης. Και πάντα τολμούσαν να ταξιδεύουν πέρα από τις γραμμές των οριζόντων, προς προορισμούς που δεν έβλεπαν, που τους οδηγούσαν εκεί τα αστέρια. Ομως, έτσι ολομόναχοι καθώς ήταν, έπρεπε να είναι αυτάρκεις. Να δίνουν μόνοι τους απαντήσεις σε όλα, να έχουν τον δικό τους, ιδιαίτερο, πολιτισμό για όλα. Να, στον μοναδικό φούρνο των Λειψών, η Αννα και η κόρη της η Ευδοκία πλάθουν και ψήνουν τα δικά τους, εγχώρια, αρτοσκευάσματα. Οι εξαιρετικές τυρόπιτες, λόγου χάρη, είναι μοναδικές γιατί μπαίνει μέσα τους η γεύση του τόπου, το λειψιώτικο τυρί. Και έχουν και ένα κουλούρι για κάθε περίσταση: τις λαμπρόπιτες, τα λαμπροκούλουρα της Μεγάλης Πέμπτης, το τόσο δα λαζαράκι για το Σάββατο του Λαζάρου που το έχουν κρεμασμένο μαζί με τα βάγια, το κουκουβαδάκι, που έλεγαν οι παλιές, μια μικρή αυγούλα που μαζί με μια μεγάλη τυρόπιτα τη στέλνουν το Μεγάλο Σάββατο να λειτουργηθεί και μετά την Ανάσταση κόβουν σταυροειδώς το βαμμένο αβγό και το βάζουν μέσα στον πατσά.
Κανένα νησί δεν είναι ολόιδιο µε το άλλο. Σαν δακτυλικό αποτύπωµα των θεών της στεριάς και της θάλασσας. Είναι νησιά και δεν γεννήθηκαν δίδυµα. Και οι άνθρωποι είναι νησιά. Πλέουν στο πέλαγος της ζωής, µοναχικοί, ιδιαίτεροι, ούτε πολύ κοντά, αλλά ούτε και τόσο µακριά ώστε να µην έχουν ψυχική και οπτική επαφή και να βρίσκουν τον δρόµο τους, τη ρότα τους, όπως οι αρχέγονοι ναυτικοί. Η Αννα και η Ευδοκία ετοιµάζουν στον φούρνο τους τους άρτους για τη χάρη της Αγίας Ζώνης. Ετσι όπως θα κάνουν και για τη µεγάλη κερά τους, την Παναγία του Χάρου. Εκεί πέταξε ο νους µου όταν δοκίµασα το κρασί των Λειψών. Στα αµπέλια γύρω από τη σεβάσµια εκκλησιά, µε φόντο δύο ανεµοδαρµένους φοίνικες και τις γοητευτικά ανθισµένες φραγκοσυκιές. Το κρασί είναι παλιά παράδοση στους Λειψούς και παλιά έφτανε σε µεγάλες ποσότητες στο Βατικανό. Τώρα η επανεκκίνηση έγινε µε 30.000 νέα κλήµατα. Μέσα στον ναό οι αγκαλιές µε τα αµάραντα κρινάκια συνεχίζουν να δείχνουν ζωντανά όλον τον χρόνο, µέχρι να αφιερωθούν ξανά τα φρέσκα.
Ακόµη και η εικόνα της Παναγίας του Χάρου δραπετεύει από τα στερεότυπα της βυζαντινής εικονογραφίας και είναι µοναδική. Στην αγκαλιά της κρατά τον υιό της εσταυρωµένο, νεκρό. Η εικόνα δεν βρίσκεται εδώ στον ναό της, ανάµεσα στα αµπέλια, αλλά στο κέντρο του οικισµού γύρω από το λιµάνι, δίπλα στην ιδιαίτερη Μαύρη Παναγιά. Αυτή η αµφιπρόσωπη εικόνα κατεβαίνει κάθε τόσο από το θρονί της και επισκέπτεται τα σπιτικά των Λειψών µοιράζοντας ευλογία. Ο Αγιος Ιωάννης ο Θεολόγος –µην ξεχνάµε το φορτισµένο γειτόνεµα µε την Πάτµο –δεσπόζει στον οικισµό και επάνω του προβάλλονται οι φιγούρες των ψαράδικων τρεχαντηριών που περνούν σχεδόν έξω από την πόρτα του καθώς βγαίνουν από το λιµάνι. Οι ψαράδες «κρατούν» µε τα πόδια τους το δοιάκι καθώς τα κατευθύνουν προς τα σηµάδια που τρυγούν τα πλούσια ελέη της µητέρας θάλασσας.
Από αυτά τα φρούτα της θάλασσας ο Χρήστος δηµιουργεί ένα ιδιαίτερο γευστικό παζλ, υπό τη µουσική υπόκρουση των κρεµασµένων στην αυλή της Dilaila καλαµιών, επάνω στην αµµουδιά στην Κατσαδιά. Οπωσδήποτε είναι ένα ξεχωριστό ταίριασµα οι εµπειρίες των ταξιδιών του Χρήστου µε την παράδοση του νησιού του, του ταρτάρ τόνου και του χταποδιού καρπάτσο µε το κουνέλι µε δενδρολίβανο ή γιουβέτσι στη γάστρα στον πατροπαράδοτο ξυλόφουρνο. Αλλά και στα φαγητά που κατάγονται από τις ανταλλαγές υπάρχει µέσα τους ο µικρός τόπος. Μάλιστα στο ταρτάρ τόνου υπάρχει και µικροσκοπικός τόπος, αφού σερβίρεται επάνω σε στιφοράδικα άγρια χόρτα που µαζεύουν από τη Σαρακίνα, ένα µικρό κοµµάτι του πολύνησου των Λειψών, στο οποίο ξεχωριστή θέση κατέχει ένα ερηµονήσι, το Μονοδένδρι, που κουβαλά το µονάκριβο δένδρο στην πλάτη του.
Και οι δρόµοι τρέχουν από το λιµάνι προς κάθε κατεύθυνση. Μονοδένδρι, Παναγία Χάρου, Κατσαδιά, λέει η µία. Χοχλακούρα, Ξηρόκαµπος, Τουρκόµνηµα, η άλλη. Πλατύς Γιαλός, Λιεντού, Κάµπος, µια άλλη. Καµάρες, Κοίµηση, Μοσχάτο δείχνει µια ακόµη, η οποία βάζει τον επισκέπτη στην πιο µακρινή διαδροµή, µέχρι τον όρµο απέναντι στην Πάτµο. Και παντού υπάρχουν µεγάλες και µικρές θαλασσινές αγκαλιές, όπως το χαλικοστρωµένο Λιµνάρι πάνω στη διαδροµή προς Μοσχάτο, που καταλήγει στη θέα του Αγαθονησιού, της Σάµου, των Αρκιών, του Μαραθιού, των παραλίων της Μικράς Ασίας. Στον Κάµπο, οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν ένα µνηµείο αυτάρκειας των µικρών κόσµων, ένα παλιό κεραµοποιείο, που έρχονταν καράβια από την Κύπρο και φόρτωναν κεραµίδια για την Πόλη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ