Η αποτυχία των τριών μεγάλων του ελληνικού ποδοσφαίρου, Ολυμπιακού, ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκού, στις ευρωπαϊκές αναμετρήσεις τους ήταν τόσο εκκωφαντική όσο και η «ασημαντότητα» των αντιπάλων τους σε Τσάμπιονς Λιγκ και Γιουρόπα Λιγκ. Μάλμε, Γκενγκάν και Εστορίλ φάνταζαν ως μηδαμινά μεγέθη, ανίκανα να πλήξουν τους εκπροσώπους μας στα ευρωπαϊκά κύπελλα αλλά αποδείχθηκαν επαρκείς για να τους προσγειώσουν ανώμαλα.
Δεν είναι η πρώτη φορά, ούτε βέβαια η τελευταία, που οι ισχυροί της Ελλάδας αποδεικνύονται ανίσχυροι απέναντι σε ομάδες χωρίς ευρωπαϊκή εμπειρία και με ελάχιστο «βάρος φανέλας». Και μάλιστα σε στιγμές κατά τις οποίες οι ελληνικές ομάδες ζούσαν στον κόσμο των επιτυχιών.
Ο Ολυμπιακός, παρά το στραβοπάτημα στο Περιστέρι, βρισκόταν ακόμη στα σύννεφα της ιστορικής νίκης επί της Ατλέτικο Μαδρίτης. Ο ΠΑΟΚ κατέγραφε ένα σερί έξι νικών σε Γιουρόπα και Σούπερ Λίγκα και απολάμβανε την πρώτη θέση στο πρωτάθλημα ύστερα από 12 χρόνια. Ο Παναθηναϊκός σημείωσε τρεις σερί νίκες σε πρωτάθλημα και κύπελλο που φάνηκαν να έχουν αναστηλώσει το ηθικό του μετά τα αρχικά στραβοπατήματα.
Σε αυτές όμως τις επιτυχίες βρίσκεται το μυστικό τής… αποτυχίας που ακολούθησε στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα της υπερβολής και του αδυσώπητου επικοινωνιακού πολέμου μεταξύ των ποδοσφαιρικών «παρατάξεων» τα όποια θετικά αποτελέσματα διογκώνονται σε τέτοιον βαθμό ώστε να καλλιεργούν ένα κλίμα αλαζονείας ακόμη και στο εσωτερικό των ομάδων, παρά τις όποιες προσπάθειες των προπονητών να προσγειώσουν τους παίκτες.
Ο οπαδικός, επικοινωνιακός και διοικητικός περίγυρος για τους δικούς τους ιδιοτελείς σκοπούς πολλαπλασιάζει την όποια επιτυχία της ομάδας με τελικό αποτέλεσμα να καθιστά ακόμη και τους παίκτες ομήρους αυτής της λογικής. Αντί της ταπεινότητας και της μετριοφροσύνης έπειτα από κάθε πρόσκαιρη διάκριση επικρατούν ο ναρκισσισμός, η αποθέωση των πλεονεκτημάτων που κρύβουν τις αδυναμίες, η αλαζονεία του «επιτυχημένου». Ο σίγουρος δρόμος για την αποτυχία…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



