Καθώς τα τζιτζίκια κάνουν το ρέιβ πάρτι τους στους δρόμους, καθώς η επιφανειακή κουβέντα βρίσκεται μεταξύ συναυλιών στο Σύνταγμα, συναυλιών στη Μύκονο και παραθερισμό διάσημων κορμιών σε νησιά των Κυκλάδων, καθώς η Αθήνα αδειάζει, αλλά όχι όπως παλιά, όχι μαζικά, αλλά τμηματικά, συντεταγμένα, σαν σύστημα εκκένωσης αεροσκάφους, η συνωμοσία της σιωπής του καλοκαιριού ξεκινά. Αυτή η κοινή ομολογία χαλάρωσης και παύσης των πάντων ακόμη και αν δεν εφαρμόζεται πλήρως, υπονοείται. Μόνο που όποιος ξέρει από ταινίες γεμάτες σασπένς, γνωρίζει καλά πως όσο πιο ήρεμα είναι τα πράγματα στην επιφάνεια, τόσο επικίνδυνα είναι στην πραγματικότητα.
Ενας απλός παρατηρητής θα έλεγε πως η Ελλάδα βαριέται. Οπως το διάσημο –για την ανακρίβειά του –editorial της εφημερίδας «Le Monde», στο οποίο στις 15 Μαρτίου του 1968 ο γάλλος δημοσιογράφος Πιερ Βιασόν έγραφε λίγο πριν από τον Μάη του ’68: «H Γαλλία βαριέται, η νεολαία βαριέται. Και τίποτα δεν φαίνεται να ενοχλεί την ηρεμία». Ο ελληνικός Μάης δεν είναι εφικτός, αλλά η Ελλάδα τον Ιούλιο βαριόταν πολύ.
Η Ελλάδα βαριέται και να διαβάσει ειδήσεις όπως η ακόλουθη: «Αθώοι όλων των κατηγοριών κρίθηκαν από το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Πάτρας ο επιχειρηματίας που κατηγορείτο για την υπόθεση της επίθεσης εναντίον των μεταναστών τον Απρίλιο του 2013 στη Νέα Μανωλάδα, καθώς και ο ένας επιστάτης της επιχείρησης. Στα μαλακά οι άλλοι δύο επιστάτες, που αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την έφεση. Μια μέρα πριν, η εισαγγελέας της έδρας, Διονυσία Παπαδοπούλου, είχε ζητήσει την ενοχή και των τεσσάρων κατηγορουμένων». Διαβάζοντας την είδηση, ο κουρασμένος παρατηρητής θυμόταν κάπως αμυδρά πως στις 17 Απριλίου του 2013, δύο επιστάτες, σύμφωνα με τους δικαστές και τους ενόρκους, αποφάσισαν μόνοι τους, με δική τους πρωτοβουλία και ευθύνη, να πυροβολήσουν 28 μετανάστες εργάτες που εκείνη την ημέρα διαμαρτύρονταν για την καθημερινότητά τους, τις αμοιβές τους και τις συνθήκες εργασίας τους. Ο παρατηρητής μπορεί να θυμηθεί πως ύστερα από εκείνο το περιστατικό οι πωλήσεις φράουλας και μαρμελάδας Μανωλάδας όχι μόνο δεν επηρεάστηκαν, αλλά παρέμειναν στα ίδια ακριβώς επίπεδα σε όλα τα μεγάλα σουπερμάρκετ της Ελλάδας. Και μετά την ετυμηγορία αθώωσης της κοινωνίας που βαρέθηκε να αλλάξει αγοραστικές συνήθειες και το δικαστήριο επικύρωσε οριστικά και επίσημα πως τα τσιφλίκια μπορούν να ενεργούν υπεράνω του νόμου. Αρκεί να μην το παρακάνουμε την επόμενη φορά, να μη γράφει όλη η Ελλάδα για εμάς ντροπής πράγματα.
Η Ελλάδα βαριέται να ασχοληθεί με όλα αυτά που την ενοχλούν. Την προηγούμενη εβδομάδα, μέσα στη βαθιά βαρεμάρα, δόθηκε εντολή από τον εισαγγελέα του Ναυτοδικείου Πειραιά να τεθεί στο αρχείο ο φάκελος της υπόθεσης του ναυαγίου στο Φαρμακονήσι κλείνοντας τη δικαστική διερεύνηση των τυχόν ευθυνών ανδρών του Λιμενικού Σώματος για το ναυάγιο, κατά το οποίο έχασαν τη ζωή τους οκτώ παιδιά και τρεις γυναίκες από το Αφγανιστάν.
Η Ελλάδα βαριέται να ασχοληθεί με τα προβλήματά της, προτιμά να μισεί όσους είναι πιο πλούσιοι από αυτήν και διασκεδάζουν στη Μύκονο, να μαλώνει για όσους είναι πιο φτωχοί από αυτήν, όπως οι καθαρίστριες σε μια άλλη συναυλία των ημερών, με τη Χαρούλα Αλεξίου στο Σύνταγμα, τον ιδανικό συμβολισμό για μια βαρετή μίνι διαμάχη στα social media λίγο πριν από τις διακοπές.
Η Ελλάδα ξεκάθαρα βαριέται και να ασχοληθεί με την επικίνδυνη γειτονιά της, με το χάος στη Συρία, με τον βομβαρδισμό στη Γάζα, με τον ψυχρό πόλεμο του Βλαντίμιρ Πούτιν και την αστάθεια στην Ουκρανία. Με όλα αυτά τα κουραστικά γεωπολιτικά που μοιάζουν τόσο βαρετά μέσα στο καλοκαίρι.
Η επικαιρότητα, βαριά και αχώνευτη, σε συνδυασμό με το θέρος, τα τζιτζίκια, την όλο και πιο χονδροκομμένη ρητορική των πολιτικών που κάνει τον δέκτη να ακούει το πιο εξωφρενικό πράγμα («Υβρις να ασχολούμαστε με τις καθαρίστριες», κυβερνητική εκπρόσωπος Σοφία Βούλτεψη) ατάραχος, κουρασμένος, ανόρεχτος.
Η Ελλάδα βαριέται και φεύγει για διακοπές. Θα ανησυχήσει από Σεπτέμβριο. Ισως.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Αυγούστου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ