Ζιλ Βενσάν
Ντζεμπέλ – Στους λόφους του Αλγερίου
Μετάφραση Ρίτα Κολαΐτη.
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2014,
σελ. 280, τιμή 12,78 ευρώ

O πόλεμος της Αλγερίας έχει στοιχειώσει τους Γάλλους, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ τους Αμερικανούς. Αυτό συνάγεται από τη συχνή έκδοση νουάρ μυθιστορημάτων που εμπνέονται από το συγκεκριμένο θέμα. Θυμόμαστε την τριλογία Μαύρο Αλγέρι, Κόκκινη Μασσαλία και Μπλε Παρίσι του Μορίς Ατιά, ο οποίος συμπλέκει το κοινωνικό και το ιδιωτικό, το ιστορικό και το προσωπικό, θέτοντας ερωτήματα, μιλώντας για το καλό και το κακό. Στα χνάρια του βαδίζει και ο Ζιλ Βενσάν (1958), εγγονός βουλευτή του Λαϊκού Μετώπου, που για χάρη της λογοτεχνίας εγκατέλειψε τις σπουδές του και κατέφυγε στη Μασσαλία, μαγεμένος από τη νοσηρή ομορφιά της.

Η ιστορία αρχίζει το 1960 στην Καβυλία της Αλγερίας, όπου ο γάλλος στρατιώτης Αντουάν Μπερτιέ ετοιμάζεται να επιστρέψει στην πατρίδα, κοντά στην οικογένειά του. Πριν, όμως, συμμετέχει (στην πραγματικότητα, εξαναγκάζεται να πάρει μέρος) σε σφαγή αμάχων Αλγερινών και στο πλοίο της επιστροφής αυτοκτονεί από τύψεις. Επισήμως, σκοτώθηκε εν τιμή στο πεδίο της μάχης. Σαράντα ένα χρόνια μετά, στη Μασσαλία, η αδελφή του αναθέτει σε έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ, τον Σεμπαστιέν Τουρέν, να ξεδιαλύνει τον θάνατό του. Ξαφνικά οι συμπολεμιστές του Μπερτιέ δολοφονούνται ένας-ένας και η τοπική αστυνομία αναλαμβάνει δράση. Είναι φανερό πως κάποιος θέλει να τους εκδικηθεί ή να τους κλείσει το στόμα. Ναι, αλλά ποιος είναι ο τιμωρός; Ο Τουρέν που αρχικά θεωρείται ύποπτος για τις δολοφονίες συλλαμβάνεται, μα στη συνέχεια συνεργάζεται με την αστυνόμο Αϊσά Σαντιά, η οποία είναι καβυλιανής καταγωγής και γνωρίζει αρκετά για τον πόλεμο της Αλγερίας από τις αφηγήσεις των συγγενών της. Στην υπόθεση αναμειγνύεται και ο λοχαγός Μιρά, ο μέντορας του Μπερτιέ, στρατηγός τώρα, ο οποίος είναι αξιοσέβαστο πρόσωπο που πιθανώς οι αποκαλύψεις θα βλάψουν το καλό του όνομα. Η εξέλιξη της ιστορίας θα είναι δραματική και θα πάρει διαστάσεις αρχαίας τραγωδίας.
Ο Ζιλ Βενσάν, χρησιμοποιώντας ως μότο του βιβλίου του τη φράση του Ζακ Λακάν «Μόνο το φαντασιακό μπορούμε να περιγράψουμε», σκαλίζει το παρελθόν και γράφει ένα εξαίσιο νουάρ που προβληματίζει, καταγγέλλει, μα και τέρπει. Ευθύς εξαρχής, δίνει το μέτρο νοοτροπίας των αξιωματικών του γαλλικού αποικιοκρατικού στρατού: «Στους αραπάδες πρέπει να μιλάς τη μόνη γλώσσα που καταλαβαίνουν, τον βούρδουλα. Τελεία και παύλα». Επίσης, στέκεται αλληλέγγυος στους γάλλους στρατιώτες που στάλθηκαν στην Αλγερία για να πολεμήσουν τους απείθαρχους Αραβες, αφήνοντας πίσω πατεράδες, μανάδες και αδελφές. Η γνώμη του για τον πόλεμο, εκπεφρασμένη από κάποιον ήρωα, είναι ότι αποτελεί «κλιμάκωση μίσους και βίας. Μια βρωμιά δίχως τέλος». Θεωρεί ότι οι νεαροί Γάλλοι που υπηρέτησαν στην Αλγερία γύρισαν στα σπίτια τους σακατεμένοι και ο γαλλικός στρατός βγήκε ατιμασμένος από την άσκοπη περιπέτεια. Επιπλέον, ψυχογραφεί με εξαίσιο τρόπο τους δύο πρωταγωνιστές του, τον ευαίσθητο, αυθάδη, ντόμπρο ντετέκτιβ και την επίμονη και ψυχικά τραυματισμένη αστυνομικό που αναζητεί με πάθος την αλήθεια. Κάτι άλλο που γοητεύει τον αναγνώστη είναι η περιγραφή της Μασσαλίας, ενός μεγάλου λιμανιού που τότε αποτελούσε την είσοδο στη Γαλλία τον βετεράνων του πολέμου, καθώς και των αλγερινών συνεργατών τους που μετανάστευαν για να γλιτώσουν την εκδίκηση των ομοεθνών τους. Δρόμοι, γειτονιές, καφενεία, μπαρ, αποτελούν χώρους δράσης για τους διώκτες εκείνων που επέστρεψαν στην πατρίδα τους ως ήρωες, ενώ ήταν σφαγείς αθώων ανθρώπων. Ασφαλώς, δεν είναι καθόλου τυχαία η κατ’ επανάληψη επιλογή της πόλης ως ντεκόρ νουάρ μυθιστορημάτων, όπως εκείνων του Ζαν-Κλοντ Ιζό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ