Οι (υπερ)συντηρητικοί δεν αρκούνται μόνο στη δημοσιονομική λιτότητα. Επιδιώκουν και σφιχτή νομισματική πολιτική. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τα νομισματικά γεράκια της υφηλίου. Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), τράπεζα των κεντρικών τραπεζών, στέλνει ξεκάθαρο μήνυμα. Η εκτεταμένη περίοδος των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων πρέπει να τελειώνει γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος… πληθωρισμού!
Για τους τραπεζίτες ο πληθωρισμός ήταν πάντα ο υπ’ αριθμόν 1 κίνδυνος. Οπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Τρισέ, «μοναδική βελόνα στην πυξίδα της ΕΚΤ είναι ο πληθωρισμός». Εκ κατασκευής τα εμπειρικά μοντέλα των κεντρικών τραπεζών είχαν ως στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Γι’ αυτό και στην παρούσα κρίση αχρηστεύτηκαν εντελώς. Δικαίως τα παρομοίασαν με τη γραμμή Μαζινό. Λάθος Θερμοπύλες εφύλαττε ο Τρισέ όταν ανέβαζε τα επιτόκια.
Δεν επρόκειτο να περάσει από ‘κεί ο εχθρός. Γιατί εχθρός δεν ήταν και δεν είναι ο πληθωρισμός αλλά ο αντιπληθωρισμός (deflation), η παρατεταμένη μείωση του γενικού επιπέδου τιμών. Για τους γνώστες της οικονομικής ιστορίας ο αρνητικός πληθωρισμός είναι πιο επικίνδυνος από τον πληθωρισμό και καταπολεμάται πολύ δυσκολότερα από τη στιγμή που εγκατασταθεί. Η προσδοκία ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να μειώνονται κάνει τους καταναλωτές να αναβάλλουν διαρκώς τις αγορές τους, γεγονός που βυθίζει την οικονομία στην ύφεση. Ρωτήστε τους Ιάπωνες που εδώ και δύο δεκαετίες προσπαθούν ανεπιτυχώς να καταπολεμήσουν το φαινόμενο αυτό. Πρόκειται για πραγματική γάγγραινα, αν λάβουμε υπόψη ότι εκτός από την ύφεση διογκώνει και την πραγματική αξία του χρέους.
Σήμερα ο πληθωρισμός δεν συνιστά απειλή. Τουναντίον, ένας ελεγχόμενος πληθωρισμός της τάξεως του 5% θα διευκολύνει την ανάκαμψη και θα ροκανίσει το χρέος. Τον συνιστούν κεϊνσιανοί αλλά και συντηρητικοί οικονομολόγοι. Το δε ΔΝΤ θεωρεί ότι η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να αντισταθμίζεται από νομισματική επέκταση για να καταπολεμηθούν η ύφεση και η ανεργία.
Ο ίδιος ο Φρίντμαν στο βιβλίο του Νομισματική ιστορία των ΗΠΑ (1963) ισχυρίστηκε ότι η Fed προκάλεσε (!) τη Μεγάλη Υφεση της περιόδου 1929-33 με την περιοριστική νομισματική πολιτική της (αύξησε τα επιτόκια αντί να τα μειώσει). Το 1996 μάλιστα συμβούλεψε την κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας να αγοράσει απεριόριστα ομόλογα του ιαπωνικού Δημοσίου (quantitative easing) για να συμβάλει στην καταπολέμηση της ύφεσης. Αρα οι Γερμανοί που προσπαθούν απεγνωσμένα να εμποδίσουν τον Ντράγκι να ασκήσει επιθετική νομισματική πολιτική δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Είναι υπερσυντηρητικοί. Τι σημαίνει όμως η προτροπή της BIS να αυξηθούν άμεσα τα επιτόκια; Ο,τι χειρότερο για την ανάκαμψη. Στη δημοσιονομική λιτότητα θα προστεθεί και η νομισματική. Ευτυχώς που ο Ντράγκι αντιστέκεται.
Τελευταία πάντως εμφανίζονται απαισιόδοξες θεωρίες –γαρνιρισμένες με οικολογικές πινελιές –που διατείνονται ότι η αέναη στασιμότητα (secular stagnation), η υψηλή ανεργία και η έρπουσα παραγωγικότητα θα είναι το new normal του καπιταλισμού. Κακώς όμως ανησυχούμε. Η χρηματοοικονομική σφαίρα ευημερεί. Οι αμετανόητοι «μάγοι» των αγορών επανήλθαν δριμύτεροι. Λύση όμως δεν είναι η αύξηση των επιτοκίων αλλά ο αυστηρότερος έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο κ. Γιώργος Δουράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ