Θέλουν και οι Γερμανοί το Γερμανό τους. Έναν προπονητή της εθνικής ενδεκάδας, ο οποίος, όπως στο Μουντιάλ, ξέρει να δίνει λύσεις στα πιο απροσδόκητα προβλήματα.
Όχι παλιού τύπου, όπως ο Ότο Ρεχάγκελ, ο οποίος εκπροσωπεί τις λεγόμενες γερμανικές δευτερεύουσες αρετές (επιμέλεια, επιμονή, υπακοή, τάξη, και πάει λέγοντας), οι οποίες αποσκοπούν στη νίκη, χωρίς να έχουν όμως ηθικό υπόβαθρο (γι αυτό και μπορούν να χρησιμοποιηθούν, όπως είπε κάποτε ο Όσκαρ Λαφονταίν, και για την κατασκευή στρατοπέδων συγκέντρωσης).
Αλλά μοντέρνας κοπής, όπως ο Γιόαχιμ «Γιόγκι» Λεβ, ο οποίος, χωρίς να είναι μεγάλος ηθικολόγος, εκφράζει μια νέα ηθική του ποδοσφαίρου: Εκείνη που αποβλέπει στο κέρδισμα ενός παιχνιδιού, όχι στη νίκη, η οποία εμπεριέχει πάντα την (συμβολική) εξόντωση του αντιπάλου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το πρώτο που έκανε μετά το απίστευτο 7-1 της ομάδας του επί της Βραζιλίας, ήταν να εκφράσει το σεβασμό του προς τους βραζιλιάνους παίκτες – επιχειρώντας έτσι να απαλύνει το νέο, δεύτερο μεγάλο ψυχικό τραύμα τους μετά την ιστορική ήττα τους από την Ουρουγουάη το 1950.
Όμως κακά τα ψέματα: Το Μουντιάλ 2014 σήμανε τέλος εποχής για τη βραζιλιάνικη σχολή ποδοσφαίρου, που κυριαρχούσε παγκοσμίως για 70 σχεδόν χρόνια.
Ταυτόχρονα επέβαλε μια «αλλαγή παραδείγματος», όπως λένε οι επιστημολόγοι: Ένα νέο τύπο παιχνιδιού, όπως τον διδάσκει ο Λεβ – συλλογικό, αντί για ατομικό, στο οποίο κυριαρχούν οι ντίβες, «φάσεις» (το σύνολο μιας σειράς μεταβιβάσεων της μπάλας, που επιμηκύνει ανάλογα την ένταση), αντί για ντρίμπλες (οι οποίες προκαλούν μόνο στιγμιαία αγαλλίαση).
Το γερμανικό ποδόσφαιρο έχει βέβαια μεγάλη προϊστορία. Αυτό φαίνεται και από τα τρία παγκόσμια κύπελλα (τα «τρία αστέρια», όπως λέγονται τελευταία) που κέρδισε στο παρελθόν: το 1954, το 1974 και το 1990. Όμως καμιά από αυτές τις επιτυχίες δεν έφτασε για να το κάνει διεθνές υπόδειγμα. Το αντίθετο μάλιστα: Από τα μέσα της δεκαετίας του 90 έγινε παράδειγμα προς αποφυγή. Το σήμα κατατεθέν του έγινε το «πάντσερ»: παίκτες-μηχανάκια, που έπαιζαν άχαρη μπάλα. Στο τέλος έπαψαν και να κερδίζουν – άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, πήραν το πάνω χέρι. Το Μουντιάλ, που κέρδισε η τελευταία το 2002, ήταν και μια καταδίκη των «πάντσερ».
Η στροφή επήλθε όταν οι Γερμανοί, θορυβημένοι από τη στασιμότητά τους, άρχισαν να μελετούν το πετυχημένο γαλλικό παράδειγμα, που συμπυκνωνόταν στο πρόσωπο ενός Γάλλου αλγερινής καταγωγής, του Ζινεντίν «Ζιζί» Ζιντάν.
Και από αυτό έμαθαν δυο θεμελιώδη πράγματα: Πρώτον, ότι πρέπει να κάνουν δουλειά στη βάση, να εισάγουν δηλαδή τη διδασκαλία του ποδοσφαίρου στα σχολεία και να δημιουργήσουν φυτώρια νέων παικτών στις μεγάλες ομάδες. Και δεύτερον, να αξιοποιήσουν τα ταλέντα των εμιγκρέδων, των Τούρκων και όχι μόνο. Το τελευταίο ήταν αδιανόητο στη μέχρι τότε εν πολλοίς ξενοφοβική Συνομοσπονδία Γερμανικού Ποδοσφαίρου DFB.
Ο Θεός τους έστειλε και έναν ανοιχτόμυαλο προπονητή, τον Γιούργκεν Κλίνσμαν, ο οποίος, έχοντας εργασθεί προηγουμένως στο εξωτερικό, μεταξύ άλλων και με ομάδες εμιγκρέδων στις Ηνωμένες Πολιτείες, άρχιζε να εφαρμόζει τις πιο εξελιγμένες μεθόδους στην στρατολόγηση, προπόνηση και ενσωμάτωση των παικτών. Έτσι προέκυψε ένα ποδοσφαιρικό «θαύμα» που έχει το πρόσωπο και των μεταναστών της δεύτερης και τρίτης γενιάς: Μέσουτ Όζιλ, Σάμυ Κεντίρα, Ζέρομ Μποατένγκ, Σκόντραν Μουστάφι, Λούκας Ποντόλσκι, Μίροσλαβ Κλόζε και πάει λέγοντας.
Ο «Γιόγκι» Λεβ ήταν ήδη το 2006 βοηθός προπονητής του Κλίνσμαν. Από τότε, όπως λέει ο ίδιος, έβαλε τις βάσεις για τη νίκη – προωθώντας ακόμη περισσότερο τα νέα ταλέντα από τις τάξεις των εμιγκρέδων και προσθέτοντας έτσι στην ηθική του ποδοσφαίρου και τον αγώνα κατά της ξενοφοβίας.
Τα στατιστικά δεδομένα αποδεικνύουν τις πρώτες ημέρες της νέας ημερολογιακής μέτρησης στη Γερμανία (εκείνης: «μετά τα τρία αστέρια») με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο, ότι η τελική επικράτηση της γερμανικής Εθνικής οφείλεται στην υπεροχή της σε όλα τα αμφισβητούμενα πεδία – κατοχή της μπάλας, πάσες, αλλαγή ρυθμού, ατομικές μονομαχίες, κ.ο.κ.
Όμως παρόμοια μηνύματα εξέπεμπε και το πλήθος. Όποιος έχει μάτια βλέπει: Ήδη το 2006, στο public view (τη δημόσια τηλεθέαση) μπροστά στην Πύλη του Βραδεμβούργου στο Βερολίνο, όποτε νικούσε η Γερμανία, τα περισσότερα άτομα, που κάθονταν στους ώμους κάποιου άλλου, ήταν νεαρές γυναίκες. Το αντίθετο συνέβη όταν η Γερμανία έχασε εναντίον της Ιταλίας. Εκείνοι που θρονιάζονταν τότε σε ξένους ώμους, και δη γυναικείους, ήταν κυρίως άντρες. Και το ίδιο επαναλήφθηκε το 2010, όταν η γερμανική Εθνική ηττήθηκε στο φινάλε κατά της Ισπανίας. Το 2014 δεν υπήρξε επανάληψη. Οι γυναίκες παρέμειναν μέχρι το τέλος στους ώμους των αντρών.
Αν αυτό θα ξαναγίνει το 2018 στο Μουντιάλ της Ρωσίας, είναι αβέβαιο. Βέβαιο είναι όμως ότι η «γερμανική» σχολή της μπάλας έχει μέλλον. Πολλοί διεθνείς προπονητές φαίνονται πρόθυμοι να τη μιμηθούν. Ήδη η βραζιλιανή συνομοσπονδία ποδοσφαίρου προσκάλεσε γερμανούς ειδικούς για την ποδοσφαιρική ανασυγκρότηση της χώρας.
Ανοικτό είναι επίσης το θέμα, για το πώς θα επιδράσει η κατάκτηση του Μουντιάλ στην ίδια τη Γερμανία. Το οικονομικό κλίμα της χώρας θα βελτιωθεί, βεβαιώνει ο γνωστός οικονομολόγος Τόμας Στραουπχάαρ. Το ίδιος και η αίσθηση ευφορίας στο κοινό, προσθέτουν διάφοροι κοινωνιολόγοι, οι οποίοι διαπιστώνουν όμως και μια προσωρινή έξαρση του εθνικισμού. Άδηλες είναι, αντίθετα, οι επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Η Άνγκελα Μέρκελ δεν φαίνεται πάντως να έχει «καβαλήσει το καλάμι». Οι σχετικές δηλώσεις της εξέφραζαν χαρά και υπερηφάνεια για την εθνική ομάδα, όχι όμως κάποια νέα γερμανική υπεροψία.
Αυτή η αυτοσυγκράτηση δεν δημιουργεί μια νέα πολιτική ηθική, απλώς αποφεύγει την ανήθικη εκμετάλλευση ενός αθλητικού γεγονότος από τους πολιτικούς. Εξάλλου ούτε και η ποδοσφαιρική ηθική του Λεβ είναι άψογη. Η αχίλλειος πτέρνα της είναι ότι υποτάσσει τη μπάλα στην επαγγελματική λογική, ήτοι εκείνη του κέρδους (του αγωνιστικού, χρηματικού και εθνικού) αφήνοντας στο περιθώριο την ουσία της: το καθαυτό παιχνίδι και την ανόθευτη ομορφιά, που προκύπτει από αυτό.
Αλλά έστω και κουτσουρεμένη, τέτοια ηθική είναι ασύγκριτα ανώτερη από εκείνη, που στοχεύει στη νοερή εκμηδένιση του αντιπάλου και αποδέχεται την ξενοφοβία. Είναι η ηθική που μετατρέπει τον ποδοσφαιρικό αγώνα ως «κατάσταση διαρκούς εκτάκτου ανάγκης» (Τόμας Αλκεμάγιερ) σε αισθητικό γεγονός, το οποίο απολαμβάνουν όχι μόνο οι «επιζώντες» – οι νικητές. Και επιβεβαιώνει τη ρήση του Μπιλ Σάνκλι, ότι «η μπάλα δεν είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Είναι κάτι πολύ περισσότερο».