Ολόγυμνη μέσα στην μπανιέρα με μια μισοφαγωμένη τούρτα σοκολάτα μπίτερ στο πάτωμα.΄Η βυθισμένη μέσα στη γεμάτη έως πάνω μπανιέρα με φέτες λεμονιού να κοσμούν την επιφάνεια του νερού. Ή στο πάτωμα του μπάνιου με σκισμένα σακουλάκια από πατατάκια και ένα ανοιγμένο μπουκάλι αναψυκτικού επάνω στη λεκάνη της τουαλέτας.
Ακόμη και κοιμώμενη, γυμνή και σε στάση εμβρύου επάνω σε ένα διπλό κρεβάτι διάσπαρτο με μισολιωμένα cupcakes. Και σε αυτή τη νέα σειρά αυτοπροσωπογραφιών της, η αμερικανίδα ζωγράφος Λι Πράις διερευνά μεθοδικά τη σχέση της μέσης γυναίκας με το φαγητό. Στους πίνακές της (όλοι δείγματα ενός θερμιδογόνου αναπαραστατικού ρεαλισμού) φιλοτεχνεί τον εαυτό της (μια συνηθισμένη γυναίκα δηλαδή) που τρώει τα πάντα, συνήθως μόνη, και σε παράταιρα (φιλόξενα, δηλαδή, στην παθολογία) περιβάλλοντα. Μια πινακοθήκη πανομοιότυπων γυναικών που εισπράττουν την τροφή με τους πιο διαφορετικούς τρόπους: σαν απόλαυση, σαν ντροπή, σαν αυτοτιμωρία, σαν ψυχοθεραπεία, σαν την υπέρτατη παραμυθία, απαξίωση ή ηδονή.
Αυτή την τρικυμιώδη σχέση στη ζωή κάθε γυναίκας μελετά εδώ και 20 χρόνια η 47χρονη σήμερα Λι Πράις με έδρα τη Νέα Υόρκη. Οπως εξομολογείται σε πρόσφατη συνέντευξή της στην ιστοσελίδα
www.thedailybeast.com, γενεσιουργός αφορμή του όλου πρότζεκτ ήταν το δικό της εναγώνιο φλερτ με τις διαταραχές της διατροφής (ευτυχώς τίποτε το μη αναστρέψιμο) στα 20 χρόνια της. «Ακόμη και σήμερα, κάτι παραπάνω από 20 χρόνια αργότερα, όπου και να βρίσκομαι είναι εκεί: όταν έχω δυσκολίες στη ζωή μου, αυτός είναι ο τρόπος να τις αντιμετωπίζω» υπογραμμίζει η ίδια. «Οχι στον βαθμό που το έκανα τότε, αλλά, ξέρετε τώρα, πάλι θα αρπάξω ένα μεγάλο Häagen-Dazs χωρίς καν να το σκεφτώ». Η ίδια η καλλιτέχνις αποφαίνεται ότι οι γυναίκες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν το φαγητό όπως οι άνδρες το σεξ. Αλλη ζει «μέσα» στο ψυγείο, άλλη επιλέγει μόνο βιολογικά προϊόντα, κάποιες τρέφονται μόνο με ρυζογκοφρέτες ή σοκολατάκια.
Παράλληλα με τα έργα της Πράις μόλις αφίχθη και η «ανατομική Μπάρμπι» του νεοϋορκέζου καλλιτέχνη Τζέισον Φρίνι. Αυτή τη φορά η πολύπαθη κούκλα της Mattel εμφανίζεται (κατά το ήμισυ) χωρίς το πλαστικό της δέρμα, ώστε να αποκαλύπτονται ο σκελετός και τα σπλάχνα της και ως εκ τούτου το ανατομικώς ανέφικτο της κατασκευής της. Δεν είναι, φυσικά, η πρώτη φορά που η «δημοφιλέστερη γυναίκα προς πώληση στον κόσμο» χρησιμοποιείται για να υπενθυμίσει τη σχέση-τρενάκι-του-τρόμου που έχουν οι γυναίκες με το φαγητό, το σώμα και την αυτοεικόνα τους. Θυμάμαι, για παράδειγμα, την Μπάρμπι που είχε χρησιμοποιήσει ο αμερικανός σκηνοθέτης Τοντ Χέινς στην ταινία του «Superstar», το 1987, για να «υποδυθεί» την Κάρεν Κάρπεντερ, τον ανορεξικό ροκ μύθο της δεκαετίας του ’70. Οπως εξηγούσε τότε ο Χέινς: «Ποια θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα στο σελιλόιντ αυτό που είχα στο μυαλό μου; Μόνο αυτή η κούκλα-πρότυπο ενός “πλαστικού” ιδεώδους σώματος, ο απόλυτος εφιάλτης κάθε γυναίκας».
Προσωπικώς, έχω δει όλη την γκάμα. Γυναίκες που εμφανίζονται εγκρατείς δημοσίως και εν συνεχεία εφορμούν σαν δαιμονισμένες κρυφά στην κατσαρόλα, γυναίκες που όταν έχουν συναισθηματικά προβλήματα δεν τρώνε τίποτε ή «κατεβάζουν» (τις μεταμεσονύχτιες ώρες) όλο το ψυγείο. Εχω ακούσει 25χρονη να τηλεφωνεί σε γαλακτοβιομηχανία να μάθει πόσες θερμίδες έχει το γιαούρτι 0% λιπαρά, έχω ακούσει για «φίλη φίλης» που κάνει διακεκομμένο ύπνο (για να μπορεί σε κάθε μίνι διάλειμμα να «τσιμπάει» κάτι), έχω δει εκείνες που μηρυκάζουν αλλά και τις άλλες που καταβροχθίζουν σαν να μην υπάρχει αύριο, έχω γνωρίσει έγκυο πέντε μηνών που έτρωγε μισό κουλούρι για να μη χαλάσει τη σιλουέτα της. Ολες κοινές θνητές (όπως, άλλωστε, και η Λένα Ντάναμ στην τηλεοπτική σειρά «Girls», που σε κάποιο επεισόδιο «ρίχνεται» σε ένα βάζο πράσινες ελιές), δημιουργούν τη δική τους σχέση με την τροφή.
Η ζωγράφος Λι Πράις επιμένει ότι δεν θέλει να κάνει τις γυναίκες να νιώσουν ενοχικά για τις διατροφικές τους συνήθειες (υπάρχουν, άλλωστε, τόσοι που εστιάζουν εμμονικά σε αυτό, όπως, π.χ., τα τηλεοπτικά σποτ του καλοκαιριού που σε προειδοποιούν: «Σε μία εβδομάδα εκείνος γυρίζει, πότε θα τα χάσεις τα κιλά;»). Οι γυναίκες στους πίνακές της απλώς βιώνουν μακάρια τη σχέση τους (ακόμη και αν έχουν πλήρη επίγνωση ότι είναι παθολογική) με το φαγητό. Δεν θέλουν κανείς να τις κρίνει, να τις οικτίρει ή να τις προστατεύσει. Μόνο να τις παρατηρήσει.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Ιουνίου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ