«O Καβάφης είναι ο μόνος έλληνας ποιητής που δεν χρειάζεται συστάσεις στο βρετανικό αναγνωστικό κοινό». Αυτή τη θλιβερή αλλά αληθινή διαπίστωση έκανε ο νεοελληνιστής του King’s College του Λονδίνου Ντέιβιντ Ρικς σε εκδήλωση για τον εορτασμό των 150 χρόνων από τη γέννηση του Κ. Π. Καβάφη, που φιλοξένησε ο βρετανός πρέσβης Τζον Κίτμερ στη βρετανική πρεσβευτική κατοικία στην Αθήνα τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου. «Η ελληνική ποιητική παράδοση του 20ού αιώνα είναι πραγματικά πλούσια», είπε ο ομιλητής, αναφερόμενος στον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Αναγνωστάκη, ποιητές που όλοι τους οφείλουν ένα μέρος της ποιητικής παραγωγής τους στην επίδραση του Καβάφη. Ο Καβάφης όμως παραμένει για τους βρετανούς αναγνώστες «η πιο πιθανή είσοδος στην ελληνική ποίηση και το μέτρο σύγκρισης με το οποίο αυτοί οι αναγνώστες αξιολογούν τους ποιητές που ακολούθησαν».
«Είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε πόσοι ποιητές μεγάλου εύρους εθνικοτήτων και ευαισθησιών ανέτρεξαν στο φάντασμα του Καβάφη αναζητώντας βοήθεια στην δική τους ποίηση και ποιητική. Θα αρχίσω από τους νομπελίστες: ο Μοντάλε στα ιταλικά, ο Μίλος στα πολωνικά, ο Μπρόντσκι στα ρωσικά και στα αγγλικά και ο Σέιμους Χίνι στα αγγλικά», θύμισε ο ομιλητής. Είναι τέτοια η επίδρασή του, που μπορεί να στρέψει στην ποίηση ακόμη και τους πεζογράφους σχολίασε ο βρετανός καθηγητής αναφερόμενος στην μόλις εκδοθείσα στα αγγλικά ποιητική συλλογή Ιmagining Αlexandria του Λουί ντε Μπερνιέρ, συγγραφέα του Μαντολίνου του λοχαγού Κορέλι, που αποτίει φόρο τιμής στον αλεξανδρινό ποιητή.
Στη διάλεξή του με τίτλο «Ο Καβάφης στη Βρετανία: ο ποιητής των ποιητών», ο γνωστός μελετητής του Καβάφη, αναφέρθηκε αναλυτικά στην επίδραση του Αλεξανδρινού στους βρετανούς ποιητές. Με οχήματα την Αλεξάνδρεια και τον ομοερωτισμό του Καβάφη γίνεται στο βρετανικό κοινό η δεξίωση του ποιητή, εξήγησε ο Ντέιβιντ Ρικς. Αφενός, η Αλεξάνδρεια αποτελούσε τόπο της βρετανικής εμπειρίας και οι πρώτοι ποιητές που ασχολήθηκαν με τον Καβάφη ήταν εξοικειωμένοι με το περιβάλλον και την πόλη του στην οποία είχαν ζήσει για κάποιο διάστημα: ο Λόρενς Ντάρελ, ο Τζον Χιθ Σταμπς, ο Ντ. Τζ. Ένραϊτ. Αφετέρου, η φρεσκάδα και η υπαινικτικότητα με την οποία εξέφρασε ο Καβάφης το ομοερωτικό συναίσθημα είχε επίσης απήχηση σε ένα κοινό που ήταν εξοικειωμένο με τα στερεότυπα του λεγόμενου «ελληνικού έρωτος» και προτιμούσε αντ’ αυτών να στραφεί σε έναν ζώντα έλληνα ποιητή που εξέφραζε το ομοερωτικό συναίσθημα. «Ο Καβάφης έμελλε να είναι ο μόνος έλληνας ποιητής μετά το τέλος της αρχαιότητας που μπορούν να κατονομάσουν οι περισσότεροι μορφωμένοι αναγνώστες στη Βρετανία – αλλά γιατί να μην είναι; Για τον Ε. Μ. Φόρστερ, για τον Γουίλιαμ Πλόμερ και για πολλούς άλλους συγγραφείς που ακολούθησαν η ικανότητα του Καβάφη να βρει πειστική έκφραση στα ηδονικά του ποιήματα ήταν μια αποκάλυψη».
Πάντως, επισήμανε ο καταξιωμένος νεοελληνιστής, «οι πιο επιτυχημένες ποιητικές συνομιλίες με τον Καβάφη εκπορεύονται από μια εσωτερική ανάγκη των ποιητών να συναντηθούν μαζί του και αντανακλούν έναν υψηλό βαθμό επίγνωσης για τους πολυποίκιλους τρόπους ανάγνωσης, με τις ευκαιρίες και τις παγίδες που παρουσιάζουν» και ο Καβάφης ως αναγνώστης, όπως παρουσιάζεται στα ποιήματά του, «στοιχειώνει πολλές από τις αναγνώσεις του από μετέπειτα ποιητές».
Ο ομιλητής έκλεισε την ομιλία του αναφερόμενος σε τρεις νεότερους βρετανούς ποιητές, στον Φ. Τ. Πρινς (1912-2003), στον Τομ Γκαν (1929-2004) και στον Ντόναλντ Ντέβι (1922-1995), διαβάζοντας ποιήματά τους στα οποία ήταν αντιληπτή η ηχώ του Καβάφη, η διάρκειά του, η απήχησή του και η διαθεσιμότητά του σε διαφορετικές αναγνώσεις και αξιοποιήσεις ακόμη και από ποιητές μη συγγενικής ευαισθησίας.
Στη διάρκεια της βραδιάς, ποιήματα του Καβάφη διάβασε στα ελληνικά η ηθοποιός Μαρίνα Ψάλτη. Οι λυρικοί καλλιτέχνες Κασσάνδρα Δημοπούλου και Φίλιππος Μοδινός απέδωσαν μουσικά ποίηση του Αλεξανδρινού.