Θεωρητικώς η κτηνοτροφία αποτελεί τη βάση της όποιας παραγωγικής δομής απέμεινε στη χώρα μετά από 6 χρόνια ύφεσης και κατάρρευσης του καταναλωτικού μοντέλου με δανεικά που επικρατούσε προ της κρίσης. Αυτό τουλάχιστον παραδέχονται οι κυβερνώντες και οι αντιπολιτευόμενοι και επιχειρούν να ενισχύσουν λεκτικά τον δοκιμαζόμενο αυτό κλάδο.

Οι κτηνοτρόφοι όμως που είδαν τις τελευταίες ημέρες τις εξισωτικές αποζημιώσεις (αφορά την κτηνοτροφία στις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές) «κουρεμένες» κατά 30%, ενώ την ίδια ώρα κινδυνεύουν να χάσουν το 40% των επιδοτήσεων που θα αποδίδονται με τη νέα ΚΑΠ λόγω προβλημάτων αποτύπωσης των βοσκοτόπων, κουράστηκαν να είναι ακροατές έργων και θεατές λόγων…

Και ως εκ τούτου φέρονται αποφασισμένοι ακόμη και να ιδρύσουν κόμμα και να κατέλθουν στις επερχόμενες ευρωεκλογές ! Η κατάσταση στην κτηνοτροφία, πως περιεγράφηκε σε πανελλαδική σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα την Πέμπτη 17 Οκτωβρίου είναι τραγική. Το 2012 είχαμε μείωση της παραγωγής γάλακτος κατά 30% λόγω του υποσιτισμού των ζώων. Το ζωικό κεφάλαιο μειώνεται αργά αλλά σταθερά, ενώ η έλλειψη ρευστότητας, τα χρέη προς την εφορία και τις τράπεζες έχουν γονατίσει ένα κλάδο που στην κυριολεξία καταρρέει…

Οι πληρωμές από τις γαλακτοβιομηχανίες γίνονται με χρονική καθυστέρηση πολλών μηνών, ανάλογη με εκείνη που γίνεται από τα Σ/Μ προς αυτές, οι τιμές παραγωγού στο γάλα είναι καθηλωμένες επί χρόνια (στα 40 έως 45 λεπτά το κιλό για το αγελαδινό και στα 90 με 95 λεπτά για το πρόβειο) ενώ οι ζωοτροφές είδαν μία άνοδο της τάξης του 100% στο ίδιο χρονικό διάστημα. Οι κτηνοτρόφοι λοιπόν είναι έτοιμοι να τολμήσουν για πρώτη φορά να κατεβάσουν κόμμα που θα εκπροσωπεί τον πιο απαξιωμένο και αφημένο από την πολιτεία στην τύχη του κλάδο…

Στόχος τους να στείλουν και ένα μήνυμα προς τις Βρυξέλλες, ότι για το αλαλούμ με τα βοσκοτόπια δεν ευθύνονται οι ίδιοι αλλά η ελληνική πολιτεία που δεν εδέησε εδώ και 180 χρόνια να υλοποιήσει ένα εθνικό κτηματολόγιο. Ταυτόχρονα επιδιώκουν να τονίσουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει η αποθήκη για τις λίμνες γάλακτος και τα βουνά βούτυρου των Βορείων χωρών, μέσω της δυνατότητας να έρχεται το εισαγόμενο γάλα με τη μορφή σκόνης για να καλύψει την απουσία βούλησης της πολιτείας να προστατεύσει την εγχώρια παραγωγή.

Η ουσία ωστόσο είναι πως η κατάρρευση αυτού του κλάδου μπορεί να σημάνει την απώλεια ενός εθνικού προϊόντος της φέτας που θα μπορούσε να αποτελέσει την κορωνίδα των εξαγωγών για τη χώρα καθώς η παγκόσμια ζήτηση είναι τριπλάσια από την εγχώρια παραγωγή. Τα στοιχεία είναι αμείλικτα: η εγχώρια παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος επαρκεί για 100.000 έως 110.000 τόνους φέτας, εκ των οποίων οι 85.000 καταναλώνονται στη χώρα, ενώ η παγκόσμια ζήτηση είναι 300.000.

Υπενθυμίζεται ότι η προβατοτροφία έχει τον μεγαλύτερο πολλαπλασιαστή στην οικονομία (15), το οποίο σημαίνει πρακτικά πως για κάθε τσοπάνη αντιστοιχούν 14 απασχολούμενοι στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Στο αγελαδινό γάλα, η εγχώρια παραγωγή είναι περί τους 600.000 τόνους ενώ η ζήτηση για τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι περί τους 1,5 εκ. τόνους! Άρα οι εισαγωγές από την Κεντρική και Β. Ευρώπη ανέρχονται σε 900.000 τόνους.

Στο κρέας βέβαια τα πράγματα είναι εξίσου αρνητικά για το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, καθώς το 85% του βόειου εισάγεται από την Ευρώπη, όπως και το 65% του χοιρινού και περίπου το 50% των πουλερικών. Σε γενικές γραμμές η Ελλάδα είναι περισσότερο εξαρτημένη από τα ζωοκομικά προϊόντα της Ευρώπης απ’ ‘ότι από τα βιομηχανικά της προϊόντα 9ιδίως μετά την κρίση όπου η διατροφή αποτελεί την πρώτη και μοναδική ίσως προτεραιότητα του οικογενειακού προγραμματισμού).