ΤΟ ΒΗΜΑ – Le Monde
Η ρωσική οικονομία αργεί να ανάψει, κάπως σαν την ολυμπιακή φλόγα που έσβησε τέσσερις φορές την Δευτέρα 7 και την Τρίτη 8 Οκτωβρίου, καθώς άρχιζε το ταξίδι της των 65.000 χιλιομέτρων σε όλη τη χώρα εν όψει των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στο Σότσι.
Οι επιδόσεις της Ρωσίας είναι τόσο απογοητευτικές που, στις αρχές του Οκτωβρίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναγκάστηκε να αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις του για τον ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης από 3,4% σε 1,5% .
Στο μεταξύ έχει αλλάξει και ο επίσημος λόγος της κυβέρνησης. Προσεκτικός κατά το πρώτο εξάμηνο, έχει γίνει κινδυνολογικός το δεύτερο. Η χώρα «πρέπει να προετοιμάζεται για δύσκολες αποφάσεις», γιατί ο κινητήρας της ανάπτυξης δεν παίρνει μπρος, εξήγησε ο πρωθυπουργός Ντμίτρι Μεντβέντεφ.
Ο πρωθυπουργός θρηνεί επειδή οι επενδυτές φοβούνται την Ρωσία. «Εχουν μια εντελώς κατανοητή έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς μας, στους νόμους, και στα δικαστήριά μας», έγραψε ο Μεντβέντεφ σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου στην οικονομική εφημερίδα Vedomosti.
Για να ξεπεραστεί η κρίση, υπάρχουν, σύμφωνα με τον ίδιο, δύο λύσεις: η απελευθέρωση της οικονομίας από την εξάρτηση από τις πρώτες ύλες, και η μείωση του ρόλου του κράτους.
Η βιομηχανική παραγωγή είναι μηδενική για τους τελευταίους οκτώ μήνες (έναντι 3,2 % για την ίδια περίοδο το 2012). Τα ρωσικά προϊόντα δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό που επιβάλλει η προσχώρηση της Μόσχας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Και οι μισθοί αυξάνονται ταχύτερα από την παραγωγικότητα.
Οπως είχε υποσχεθεί ο Βλαντίμιρ Πούτιν, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκαν σημαντικά (έως τα 500.000 ρούβλια, ή 11.600 ευρώ για έναν υπουργό), καθώς και οι μισθοί των στρατιωτικών, των αστυνομικών και όσων εργάζονται στο «στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα».
Στην Ρωσία, 58 εκατομμύρια άνθρωποι, ή το 40 % του πληθυσμού, εξαρτώνται για το εισόδημά τους από το κράτος.
Η ανάπτυξη σώζεται από την κατανάλωση των νοικοκυριών ( +3,8 % από τον Ιανουάριο έως τον Αύγουστο) και από την διόγκωση του καταναλωτικού δανεισμού ( +32 % τον τελευταίο χρόνο), αλλά το 70% των τροφίμων που καταναλώνονται είναι εισαγόμενα.
Αλλη απογοήτευση; Η ανάκαμψη των επενδύσεων δεν έχει πραγματοποιηθεί. Σε ετήσια βάση, οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 3,9% τον Αύγουστο, το χειρότερο αποτέλεσμα από τον Φεβρουάριο του 2010. Ο Μεντβέντεφ έχει δίκιο, οι επενδυτές δεν έχουν καμμία εμπιστοσύνη. Ούτε οι Ρώσοι, γιατί δεν αποταμιεύουν.
Στο άλλο άκρο της κοινωνικής κλίμακας, οι ολιγάρχες και οι υψηλά ιστάμενοι αξιωματούχοι αγοράζουν ακίνητα στο εξωτερικό, τοποθετούν τα χρήματά τους σε offshore εταιρείες, και στέλνουν τα παιδιά τους στα καλύτερα σχολεία στο Λονδίνο ή στη Βοστώνη.
Στις ανισότητες, η Ρωσία είναι πρωταθλήτρια. Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση από την επενδυτική τράπεζα Credit Suisse, το 35% του πλούτου συγκεντρώνεται στα χέρια μιας πολύ μικρής ομάδας. Εκατόν δέκα άνθρωποι κατέχουν 420 δισ. δολ. ενώ το 93,7 % του πληθυσμού ζει με ένα εισόδημα μικρότερο από 10.000 δολάρια (7.400 ευρώ) ετησίως.
Σίγουρα τα πράγματα είναι καλύτερα σε σχέση με το 2000, όταν το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν 1.650 δολάρια τον χρόνο. Αλλά αυτό το μεγάλο χάσμα της ανισότητας δείχνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζουν οι φατρίες.
Οπως στη δεκαετία του 1990, μια πολύ μικρή παρέα νέμεται τα κέρδη. Το μόνο που έχει αλλάξει είναι τα ονόματα των ολιγαρχών και η γεωγραφική τους προέλευση. Οι «βαρόνοι» του Μπορίς Γιέλτσιν έδωσαν την θέση τους στον στενό κύκλο των ανθρώπων του Πούτιν. Τώρα οι ολιγάρχες έρχονται από την Αγία Πετρούπολη, την γενέτειρα του επικεφαλής του Κρεμλίνου. Αυτή η φατρία λειτουργεί σε κλειστό κύκλωμα, με εσωτερικές διαμάχες ακατανόητες για τους κοινούς θνητούς.
Και παρά τις ελκυστικές παραμέτρους – κανένα δημόσιο έλλειμμα, χαμηλό δημόσιο χρέος (10 % του ΑΕΠ), πολιτική σταθερότητα με τον Πούτιν στο τιμόνι μέχρι το 2018 – η Ρωσία εξακολουθεί να πασχίζει για να προσελκύσει επενδύσεις για τον εκσυγχρονισμό της απαρχαιωμένης βιομηχανικής βάσης της.