«Γεια σας, είμαι ο Τζον. Πώς σας φαίνεται το μικρό μου σπιτικό;». Η υποδοχή είναι ταιριαστή. Ο πρέσβης –με το χαρακτηριστικό βρετανικό χιούμορ –μας καλωσόρισε στο ψηλοτάβανο μέγαρο του 1932 επί της Λουκιανού, με ένα πλατύ, φιλικό χαμόγελο και σε άπταιστα ελληνικά.
Οταν ο Τζον Κίτμερ ήταν ακόμη παιδί, επέλεξε ο ίδιος ένα συγκεκριμένο σχολείο στο οποίο διδασκόταν η αρχαία ελληνική γλώσσα. Την αγάπη του για την Ελλάδα τού την κληροδότησε ο πατέρας του, ο οποίος επισκεπτόταν τακτικά τη χώρα μας ως επιχειρηματίας και επιστρέφοντας έφερνε δώρο στον γιο του περικεφαλαίες του Λεωνίδα και βιβλία μυθολογίας.
Αργότερα ο Τζον Κίτμερ ακολούθησε κλασικές σπουδές στην Οξφόρδη, εξού και πλούσιο λεξιλόγιό του και η ελληνική προφορά. Λάτρης της ζωγραφικής και της ποίησης, ξεκινά από μια εικαστική ξενάγηση, συστήνοντας τα έργα τέχνης κάθε δωματίου και προσπαθώντας να μεταδώσει το δέος που του προκαλούν. Περιγραφές που ζωντανεύουν τη μαγεία κάθε πίνακα και αφήνουν περιθώριο για να τρυπώσουν ελληνικές λέξεις με σαφείς λυρικές καταβολές –καθόλου περίεργο, μια και η διατριβή του αφορά την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου.
Ο βρετανός πρέσβης δείχνει ιδιαίτερα ευτυχής που βρίσκεται στην Ελλάδα και μένει σε αυτή την ιστορική κατοικία. Ηταν, άλλωστε, τακτικός επισκέπτης της χώρας μας και των ελληνικών νησιών από τα 14 του χρόνια. Εχοντας υπηρετήσει σε διάφορες θέσεις της βρετανικής κυβέρνησης, ο Τζον Κίτμερ δεν θα μπορούσε –όπως παραδέχεται –να προσδοκά καλύτερο ξεκίνημα για τη διπλωματική του καριέρα από τον διορισμό του στην Ελλάδα, όπου και εγκαταστάθηκε με τον σύζυγό του Ντέιβιντ Μπέιτς στις αρχές του 2013.
Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς να προσαρμοστείτε στην Αθήνα τη δεδομένη κοινωνικοοικονομική συγκυρία; «Δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Επισκέπτομαι την Αθήνα τακτικά από το 1984 και γνωρίζω την πόλη καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη εκτός Αγγλίας. Το πιο παράξενο πράγμα ήταν ότι έπρεπε να συνηθίσω να ζω σε ένα κτίριο με μέτρα ασφαλείας και να έχω οδηγό στις μετακινήσεις μου στην πόλη. Σε όλες τις προηγούμενες επισκέψεις μου στην Αθήνα είχα μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων. Είμαι ενθουσιασμένος που τελικά μου δίνεται η ευκαιρία να ζήσω εδώ. Φυσικά, αυτή είναι μια δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα και ο ενθουσιασμός μου μετριάστηκε κάπως από την ανησυχία σχετικά με την οικονομική, πολιτική και κοινωνική κατάσταση της χώρας. Τα πράγματα είναι δύσκολα εδώ, ειδικά για όσους επηρεάζονται άμεσα από την επιχειρηματική κρίση και την ανεργία. Αλλά διακρίνω μια διαδικασία σταθεροποίησης, η οποία με κάνει να ελπίζω για την ελληνική ανάκαμψη».
Τι περιλαμβάνει μια ιδανική ημέρα στην Αθήνα απαλλαγμένη από επαγγελματικές υποχρεώσεις; «Απολαμβάνω ιδιαίτερα το κέντρο της Αθήνας. Μια τέλεια ημέρα ξεκινά με καφέ σε ένα από τα αγαπημένα μου στέκια στην πλατεία Κολωνακίου και συνεχίζεται στα βιβλιοπωλεία –στον Ιανό ή στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Μπορεί να ανάψω ένα κεράκι σε κάποιο από τα βυζαντινά εκκλησάκια, να επισκεφθώ ένα μουσείο, να ρεμβάσω σε κάποιον αρχαιολογικό χώρο και να δειπνήσω μετά κάπου στο Μοναστηράκι ή στο Θησείο. Λατρεύω τον ρυθμό και τον παλμό της πόλης. Ομως, λόγω δουλειάς, μπορώ να το ζήσω πραγματικά μόνο τα Σαββατοκύριακα, τότε που αρχίζω την ημέρα μου διαβάζοντας εφημερίδες μαζί με έναν σκέτο ελληνικό καφέ. Ετσι πρέπει να ξεκινάει μια ημέρα στην Αθήνα».
Τι διαφοροποιεί την Αθήνα από άλλες –ευρωπαϊκές ή μη –πόλεις τις οποίες έχετε επισκεφθεί; «Οποιος θέλει να καταλάβει την Αθήνα θα πρέπει να πάει πρώτα στην κορυφή του Λυκαβηττού και να δει την περιοχή από ψηλά. Η πόλη διαμορφώθηκε από τα βουνά, τη θάλασσα και τα δύο ποτάμια που από την αρχαιότητα διασχίζουν την πεδιάδα (πλέον, κυρίως υπογείως). Από εκεί, η σύγχρονη Αθήνα ξεχειλίζει από ζωή η οποία εκτυλίσσεται ανάμεσα σε αρχαία μνημεία: τον Ιερό Βράχο, την Αρχαία Αγορά. Δεν υπάρχει τίποτε σαν αυτό το θέαμα οπουδήποτε αλλού».
Πόσο ιδιωτική μπορεί να είναι η ζωή ενός πρέσβη; Σας ενοχλεί να ασχολούνται με την προσωπική σας ζωή; «Οι πρέσβεις είναι δημόσια πρόσωπα, είναι λοιπόν σημαντικό να φαίνονται. Είναι η δουλειά μου να εκφράζομαι δημοσίως. Ελπίζω να το κάνω με τρόπο που εξυπηρετεί τα κοινά συμφέροντα Ελλήνων και Βρετανών, τις εμπειρίες που μας ενώνουν. Είναι ένα σπουδαίο προνόμιο. Η απώλεια της ιδιωτικότητας αποτελεί, ασφαλώς, ένα μικρό τίμημα που πρέπει κανείς να πληρώσει».
Πόσο επηρεάζει η ιδιαιτερότητα της δουλειάς σας τη σημασία και την αξία της κατοικίας; Πώς κάτι τόσο προσωπικό μπορεί να εμπεριέχει την έννοια του εφήμερου; «Η κατοικία αυτή είναι ένα ιστορικό κτίριο. Δουλειά μου είναι να του δώσω ζωή. Θέλω οι Ελληνες και οι Βρετανοί όχι μόνο να είμαστε υπερήφανοι που έχουμε διατηρήσει το υπέροχο αρχοντικό του Ελευθερίου Βενιζέλου, αλλά και να αισθανόμαστε ότι με τις εκδηλώσεις και τις συναντήσεις που οργανώνονται εδώ εκφράζουμε όπως πρέπει τις σύγχρονες σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και Ελλάδας. Φυσικά, το να ζει κανείς στο σπίτι του μεγαλύτερου έλληνα πολιτικού του 20ού αιώνα είναι τιμή. Εχουμε μια εξαιρετική φωτογραφία και ένα σύγχρονο πορτρέτο του Βενιζέλου στην κατοικία. Ντρέπομαι, ωστόσο, που δεν έχουμε ακόμη κάποια φωτογραφία ή πίνακα που να απεικονίζει την Ελενα Σκυλίτση-Βενιζέλου, την τόσο σημαντική αυτή γυναίκα που συνέλαβε την ιδέα και χρηματοδότησε την ανέγερσή της».
Ποια αντικείμενα στην κατοικία εκφράζουν την προσωπική σας διακοσμητική και αισθητική ματιά; «Ο χώρος του σπιτιού στον οποίο νιώθω πολύ άνετα είναι το δωμάτιο μελέτης. Αυτό με εκφράζει περισσότερο. Εκεί περιβάλλομαι από τα βιβλία μου για τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία, τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, από τη συλλογή μου με θρησκευτικά βιβλία και από ενθύμια των φοιτητικών μου χρόνων και της καριέρας μου. Στον τοίχο κρέμεται ένα υπέροχο έργο ζωγραφικής του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα το οποίο λατρεύω. Η ομορφιά του, σε συνδυασμό με όσα γνωρίζω για το τι σήμαινε ο καλλιτέχνης για την Ελλάδα, με γεμίζει ταπεινότητα κάθε φορά που το κοιτάζω».
Με αφορμή την εκστρατεία Holiday Hangover της πρεσβείας, θεωρείτε ότι φταίει το κλίμα της Ελλάδας για τους «ταραξίες» τουρίστες ή ο πιο αυστηρός τρόπος ζωής των ξένων, ο οποίος βρίσκει διέξοδο και εκτονώνεται στα ελληνικά νησιά; «Ο νεανικός τουρισμός είναι πολύ σημαντικός για την οικονομία των ελληνικών νησιών και είναι, σε γενικές γραμμές, ένας θετικός παράγοντας στις σχέσεις μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ελλάδας. Πολλοί από τους μόνιμους λάτρεις της Ελλάδας είχαν φτάσει πρώτη φορά εδώ ως έφηβοι, γνωρίζοντας πολύ λίγα για τη χώρα. Ο τουρισμός των νέων λειτουργεί καλύτερα όταν όλοι συνεργάζονται: τα τουριστικά γραφεία, οι τουριστικοί αντιπρόσωποι, οι ιδιοκτήτες των μπαρ, οι ξενοδόχοι, η τοπική αστυνομία και οι τοπικές αρχές. Μέσα από την εκστρατεία Holiday Hangover η πρεσβεία επιτελεί το έργο της προσπαθώντας να ενθαρρύνει την υπεύθυνη συμπεριφορά. Σύντομα θα οργανώσουμε ένα συνέδριο για τον νεανικό τουρισμό, προκειμένου να αποτιμήσουμε την εφετινή τουριστική περίοδο».
Ποια είναι η γνώμη που έχετε διαμορφώσει για τους Ελληνες; «Δεν μου αρέσουν οι γενικεύσεις. Υπάρχουν περίπου 11 εκατομμύρια Ελληνες. Αυτό σημαίνει 11 εκατομμύρια διαφορετικές, μοναδικές προσωπικότητες».
Με εξαίρεση την Ακρόπολη, ποια εικόνα της Ελλάδας θα αξιοποιούσατε προκειμένου να την προωθήσετε στο εξωτερικό; «Είναι αδύνατο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση! Εξαρτάται από τον σκοπό και το κοινό στο οποίο απευθύνεται μια εκστρατεία. Η Ελλάδα διαθέτει μια τεράστια ποικιλία από όμορφα τοπία σε χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές, κτίρια, τέχνη και πολιτισμό. Θα έπρεπε, λοιπόν, να είναι ένα φωτομοντάζ».
Μια ιστορική κατοικία
Δύο χρόνια χρειάστηκαν (1930-1932) για να αποπερατωθεί το νεοκλασικό μέγαρο στον αριθμό 2 της οδού Λουκιανού σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά, για λογαριασμό της Ελενας Σκυλίτση-Βενιζέλου. Η δεύτερη σύζυγος του Ελευθερίου Βενιζέλου έλαβε και χρηματοδότησε αυτή την πρωτοβουλία καθώς ο κρητικός πολιτικός δεν διέθετε ιδιόκτητη κατοικία στην Αθήνα. Τελικώς η αρχική επιθυμία της Ελενας Βενιζέλου για ένα ζεστό σπιτικό προσαρμόστηκε αναγκαστικά στα δημόσια καθήκοντα και στις πολιτικές δραστηριότητες του Βενιζέλου – οι αίθουσες υποδοχής, οι σάλες χορού, τα αυστηρά γραφεία και τα μεγάλα σαλόνια έσφυζαν από ζωή, αλλά δεν απέπνεαν οικιακή θαλπωρή.
Επιπλέον, η διαμονή του ζεύγους Βενιζέλου στο μέγαρο της Λουκιανού συνέπεσε με μια σειρά στενόχωρων πολιτικών εξελίξεων: εκλογική ήττα το 1932, απόπειρα δολοφονίας το 1933, αποτυχημένο κίνημα το 1935. Μετά τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 18 Μαρτίου του 1936 στο Παρίσι, η σύζυγός του πούλησε την κατοικία στη βρετανική κυβέρνηση έναντι 46.000 αγγλικών λιρών. Εκτοτε στεγαζόταν εκεί η βρετανική πρεσβεία, ενώ από το 1960 ο χώρος χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως πρεσβευτική κατοικία. Το συμβόλαιο υπεγράφη στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 και πρώτος ένοικος ήταν ο τότε βρετανός πρέσβης Σίντνεϊ Γουότερλου, μαζί με την οικογένειά του. Τόσο ο ίδιος όσο και όλοι όσοι ακολούθησαν τόνιζαν πόσο ιδανικά υπηρετεί το μέγαρο αυτό την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή ενός πρέσβη.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ