Το μακρινό 1955 ο μακαρίτης πια Αντζελο Μοράτι πρωτοστατούσε στη μεγάλη αντεπίθεση της ιταλικής Ιντερ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την καθιέρωσή της στην ελίτ του παγκόσμιου ποδοσφαίρου σε επίπεδο συλλόγων. Η ομάδα συνέχισε να αποτελεί ιδιοκτησία της οικογένειας και μετά τον θάνατό του το 1981, ωστόσο ο γιος του κ. Μάσιμο Μοράτι άργησε να εξελιχθεί σε ηγέτη, καθώς ανέλαβε την καθοδήγησή της ως πρόεδρος το 1998, έπειτα από αρκετά χρόνια ξηρασίας και συνεχιζόμενης παρακμής για τους Νερατζούρι. Αποδείχθηκε εξίσου ικανός και επιτυχημένος, επανέφερε την Ιντερ στην ελίτ, όμως ενώ όλοι περίμεναν ότι την ποδοσφαιρική περιουσία θα κληρονομούσαν κάποια (ή όλα) από τα πέντε παιδιά του, ο 68χρονος μεγιστάνας προτίμησε να πουλήσει την Ιντερ, ανοίγοντας για πρώτη φορά τα ιταλικά σύνορα της μπάλας σε εξ Ανατολών επενδυτικά κεφάλαια!

Ο ιδιοκτήτης της επόμενης ημέρας για την Ιντερ ονομάζεται Ερικ Τοχίρ, κατάγεται από την Ινδονησία και είναι πολυπράγμων στα αθλητικά δρώμενα (ειδικότερα των ΗΠΑ), καθώς ως περιουσιακά στοιχεία του λογίζονται επίσης η ποδοσφαιρική ομάδα DC Γιουνάιτεντ και οι θρυλικοί Φιλαδέλφεια Σίξερς του ΝΒΑ. Ωστόσο, όπως ο ίδιος έσπευσε να υπογραμμίσει, «το όνειρό μου ήταν πάντοτε η Ιντερ, είμαι ένας από τους 11 εκατομμύρια πιστούς οπαδούς της στην Ινδονησία».Πώς βρέθηκαν άραγε τόσοι Τιφόζι σε ένα νησιωτικό σύμπλεγμα που επιπλέει στα νερά της Νοτιοανατολικής Ασίας; θα ρωτούσε κάποιος δύσπιστος. Ισως και να ισχύει, αν αναλογιστεί κανείς ότι στο συγκεκριμένο κομμάτι του πλανήτη κατοικούν περίπου 240 εκατομμύρια άνθρωποι και όσοι εξ αυτών αγαπούν το ποδόσφαιρο δεν πρέπει να ενθουσιάζονται και ιδιαίτερα με την ποιότητα της υπανάπτυκτης τοπικής λίγκας.

Και βέβαια ο κ. Τοχίρ θα έχει κάνει τις έρευνές του προτού ενεργήσει για να παραβιάσει το ιταλικό άβατο και να γίνει ο πρώτος προερχόμενος εξ Ανατολής ισχυρός μεγαλομέτοχος ομάδας που αγωνίζεται στη Serie A στην ιστορία του Καμπιονάτο. Είχε προηγηθεί το «μπάσιμο» του Αμερικανού (με ιταλικές ρίζες) κ. Τόμας ντι Μπενεντέτο, ο οποίος απέκτησε το 67% των μετοχών της Ρόμα, ωστόσο όταν μια οικογένεια τόσο αγαπητή στο φίλαθλο κοινό και με συνεχή παρουσία που αγγίζει τα 60 χρόνια στον ίδιο σύλλογο αποχωρεί από το πάλκο του ποδοσφαίρου, τα συμπεράσματα είναι πιο βαθιά:

«Τίποτε δεν θα είναι όπως την προηγούμενη ημέρα στο Κάλτσιο μετά την επίτευξη αυτής της συμφωνίας»
έγραψε η «Gazzetta dello Sport» εν όψει της οριστικής μεταβίβασης (διότι στην παρούσα φάση οι δύο πλευρές έχουν δώσει μόνο χέρια) της πλειοψηφίας των μετοχών της Ιντερ στον δισεκατομμυριούχο κ. Τοχίρ, ο οποίος, εκτός από εταιρείες-κολοσσούς στον χώρο του αυτοκινήτου, δραστηριοποιείται και στα media της χώρας του.
Για να βάλει… χέρι στην Ιντερ, θα χρειαστεί να καταβάλει 300 εκατ. ευρώ, ποσό που ακούγεται αστρονομικό αλλά απέχει πάρα πολύ από το περίπου 1,5 δισ. ευρώ που δαπάνησε ο κ. Μοράτι κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του (δηλαδή από το 1998 και εντεύθεν). Μάλιστα ο Ιταλός παρουσιάζεται αρνητικός στο ενδεχόμενο να παραμείνει στην προεδρία της Ιντερ, όπως επιθυμούν οι οπαδοί της ομάδας, καθώς αναγνωρίζουν το έργο και την προσφορά του.
Αγγλοι, οι πρώτοι διδάξαντες


Η «εισβολή» του ινδονήσιου μεγιστάνα στο Κάλτσιο αποτελεί ένα νέο αλλά και πολύ σημαντικό επεισόδιο στο σίριαλ της εξ Ανατολής επέλασης στο υψηλού επιπέδου ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Αραβες, Ρώσοι, Ινδοί, ακόμη και Μαλαισιανοί έχουν ήδη αποκτήσει σπουδαίες ή μικρομεσαίες ομάδες κορυφαίων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, γεγονός που αποδεικνύει την αυξανόμενη οικονομική ισχύ των εξ Ανατολής μεγιστάνων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης.
Αυτό που συμβαίνει τις τελευταίες ημέρες στον ιταλικό ποδοσφαιρικό κόσμο είναι πλέον μια πλήρως αποδεκτή, μη αναστρέψιμη και μάλλον επιθυμητή λύση για τον αντίστοιχο της Αγγλίας. Εκεί πλέον ολοένα και λιγοστεύουν οι ομάδες που έχουν γηγενείς ιδιοκτήτες, καθώς πλέον δεν πρόκειται για ξαφνικό φαινόμενο ή καινούργια μόδα.
Η κατάκτηση της Πρέμιερ Λιγκ από ξένους επενδυτές εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που έχουν αγοράσει ομάδες μικρότερων κατηγοριών. Κοντολογίς, αν γίνει μια σούμα των συλλόγων που έχουν περάσει σε ξένη κατοχή, η Αγγλία θα μπορούσε να έχει ένα ξεχωριστό πρωτάθλημα μόνο με τέτοιους! Ας σταθούμε όμως σε αυτούς που έρχονται εξ Ανατολών…
Προσέξτε: Τέσσερις ομάδες της Πρέμιερ Λιγκ ελέγχονται πολυμετοχικά από μεγιστάνες οι οποίοι κατάγονται από χώρες της ευρύτερης Ανατολής, ενώ μικρότερη διείσδυση υπάρχει σε μία. Ο Ρώσος κ. Ρομάν Αμπράμοβιτς έχει στην κατοχή του το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της Τσέλσι, ενώ ο σεΐχης Μανσούρ μπιν Ζαγέντ αλ Ναϊάν είναι ο επικεφαλής του fund από τα Αραβικά Εμιράτα που αγόρασε τη Μάντσεστερ Σίτι. Ο Αιγύπτιος κ. Ασέμ Αλάμ είναι ο ιδιοκτήτης της Χαλ, ο κ. Βινσέντ Ταν από τη Μαλαισία είναι το αφεντικό της Κάρντιφ, ενώ ποσοστό 29,9% επί του συνόλου μετοχών της Αρσεναλ ανήκει στον ουζμπέκο κροίσο κ. Αλισερ Ουζμάνοφ.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι μόλις 6 ομάδες της κατηγορίας (Τότεναμ, Γουέστ Μπρομ, Στόουκ, Κρίσταλ Πάλας, Εβερτον και Νιούκαστλ) ανήκουν αποκλειστικά σε αγγλικές εταιρείες, ενώ σε άλλες 6 ομάδες επενδύονται τα τελευταία χρόνια αμερικανικά κεφάλαια! Η καταγραφή συνεχίζεται στις μικρότερες κατηγορίες, όπου συναντά κανείς ζάπλουτους ανθρώπους οι οποίοι ονειρεύονται το χρυσάφι, τη φήμη και τη δόξα της Πρέμιερ Λιγκ.
Στην (δεύτερη τη τάξη κατηγορία της Αγγλίας) Τσάμπιονσιπ, ο μεγαλομέτοχος της Μπέρμπιγχαμ (Κάρσον Γέουνγκ) είναι από το Χονγκ Κονγκ, η ιδιοκτήτρια εταιρεία της Μπλάκμπερν εδρεύει στην Ινδία, ο δεύτερος ισχυρός μέτοχος της Μπλάκπουλ είναι Λετονός (κ. Βαλέρι Μπελόκον), ο κάτοχος του 50% της Μπουρνμάουθ είναι Ρώσος (κ. Μαξίμ Ντεμίν), η θρυλική Λιντς έχει περάσει στην ιδιοκτησία ομίλου από το Μπαχρέιν, η Λέστερ ανήκει σε Ταϊλανδούς, η άλλοτε τεράστια Νότιγχαμ Φόρεστ σε επιχειρηματικό γκρουπ από το Κουβέιτ, η Νότιγχαμ Φόρεστ (κατά 33%) στον Ινδό κ. Λάκσμι Μίταλ, ενώ κάτοχος του 51% της Ρέντινγκ είναι ο Ρώσος κ. Αντον Ζινγκαρέβιτς.
Μάλαγα, Μονακό και Παρί Σεν Ζερμέν


Το καλοκαίρι του 2010 η ισπανική Μάλαγα αποφάσισε να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο και να ανοίξει τις πύλες της για την έλευση του σεΐχη Αμπντουλάχ μπιν Νάσερ αλ Θάνι, ο οποίος παραμένει ως σήμερα ιδιοκτήτης της παρά το γεγονός ότι το πάντρεμα δεν λειτούργησε ιδιαίτερα καλά λόγω δημιουργίας νέων χρεών από υπερσπατάλη. Στη Γαλλία πάντως τα ανατολικά κεφάλαια φαίνεται ότι αποδίδουν καλύτερα, καθώς η Μονακό του Ρώσου (ιδιοκτήτη του ελληνικού νησιού Σκορπιός) κ. Ντμίτρι Ριμπολόβλεφ και η Παρί Σεν Ζερμέν του Νάσερ αλ Κελαϊφί από το Κατάρ βαδίζουν σε μονοπάτι επανάκαμψης και αναμένεται (λόγω πλούτου) να (ξανα)γίνουν σύντομα διεκδικήτριες ευρωπαϊκών τίτλων, μονοπωλώντας το εγχώριο ενδιαφέρον.
Πιο χαμηλά, στην Α’ Αγγλίας (την αντίστοιχη Γ’ Εθνική της Ελλάδας, αλλά αμιγώς επαγγελματική κατηγορία) συναντά κανείς τον μοναχικό καβαλάρη πρίγκιπα Αμπντουλάχ μπιν Μοχάμεντ Αμπντουλαζίζ αλ Σαούντ (τον κανονικό, όχι εκείνον που παρουσίασε ο κ. Βλάσης Τσάκας). Είναι Σαουδάραβας και κατέχει το 50% της άλλοτε ισχυρής Σέφιλντ Γιουνάιτεντ.

Μπουντεσλίγκα
Το απόρθητο οχυρό

Στη Γερμανία τώρα, εκεί όπου το ποδόσφαιρο επιδιώκει να ζει με ίδια κεφάλαια, διατηρείται το παραδοσιακό μοντέλο. Οι ομάδες προστατεύονται από την πώληση σε ξένους επενδυτές χάρη στους νόμους περί ιδιοκτησίας και ασφαλώς από την οικονομική υγεία τους που οφείλεται και στη θαυμαστή πληρότητα των γηπέδων στους αγώνες της Μπουντσελίγκα (είναι η πιο υψηλή σε όλη την Ευρώπη και αυξάνεται από το 2000 κατά 5% κάθε χρόνο) η οποία αποτρέπει τα γερμανικά αφεντικά από σκέψεις πώλησης!
Η Εθνική Γερμανίας τα τελευταία τρία χρόνια βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις ισχυρότερες ομάδες του κόσμου στη βαθμολογία της FIFA και υποδεικνύει στην Αγγλία τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί εδώ και δεκαετίες να χτίσει ένα ισχυρό και ανταγωνιστικό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Οι γερμανικοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι προσπαθούν να προσελκύσουν με κάθε τρόπο τους φιλάθλους ούτως ώστε αυτοί να συμμετάσχουν σε διαδικασίες που αφορούν τη διοίκηση της ομάδας και προσπαθούν να απέχουν (πλην της Μπάγερν Μονάχου) από αγορές «γαλαξιακών» αστέρων του ποδοσφαίρου, δίνοντας έμφαση στα εγχώρια ταλέντα και στη μεθοδική και στοχευμένη δουλειά στις μικρές ηλικίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ