Πρόκειται για μια συζήτηση η οποία δεν ανοίγει για πρώτη φόρα. Εν μέσω της αναταραχής σχετικά με το ψηφιακό (ή μη) μέλλον των media, δύο εκ των σπουδαίων αμερικανών σκηνοθετών της δεκαετίας του ’70 έριξαν τις «ρουκέτες» τους. Πρόσφατα, κατά τη διάρκεια συμποσίου στη σχολή κινηματογράφου του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας, o Τζορτζ Λούκας και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μίλησαν για τη μετεξέλιξη του μέσου. Συγκεκριμένα, ο σκηνοθέτης του «Πολέμου των άστρων» υποστήριξε ότι σύντομα οι μεγάλες παραγωγές, τα ηχηρά μπλοκμπάστερ της οθόνης, πρόκειται να λάβουν χαρακτήρα μεγάλου event-συναυλίας, αθλητικού αγώνα, παράστασης στο Μπρόντγουεϊ… Μάλιστα, διακινδύνευσε την πρόβλεψη ότι το υπόλοιπο, λιγότερο εμπορικό, σινεμά, πρόκειται να «μετακομίσει», με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, στο διόλου συγκροτημένο, αμιγώς ψηφιακό, διαδικτυακό σύμπαν.
Ο Σπίλμπεργκ, μεγαλομανής καθώς είναι, οραματίστηκε με περισσότερη σαφήνεια τη γενναία νέα κατάσταση, επιμένοντας να χρησιμοποιεί τη λέξη «εμπερία»: «Δεν πρόκειται να καταφέρουμε να ενταχθούμε απολύτως στην εμπειρία όσο κοιτάμε ένα παραλληλόγραμμο, είτε πρόκειται για το πανί είτε για οθόνη υπολογιστή. Πρέπει να το ξεφορτωθούμε αυτό και να τοποθετήσουμε τον παίκτη μέσα στην εμπειρία, ώστε, όπου κι αν κοιτάξει, να είναι περιτριγυρισμένος από μια τρισδιάστατη εμπειρία. Αυτό είναι το μέλλον». Στο μέλλον, κατά τον Σπίλμπεργκ, δεν υπάρχουν θεατές, αλλά «παίκτες» και το πανί φαντάζει μια αναγκαία, περιοριστική σύμβαση.
Ενας μετριοπαθής σινεφίλ θα χαρακτήριζε κυνικό τον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται ο Λούκας και ο Σπίλμπεργκ για την τέχνη τους. Ο συλλογισμός διαθέτει στέρεη βάση. Αν ο Τζορτζ Λούκας έπρεπε να σκηνοθετήσει σήμερα το ντεμπούτο του, το θαυμάσιο, εφηβικό «American Graffiti» του 1973, πώς θα τοποθετούσε την παρέα των αποφοίτων προκειμένου οι προβολές να αποκτήσουν χαρακτηριστικά αγώνα ποδοσφαίρου; Θα έπαιζε ο θρυλικός ραδιοφωνικός dj Γούλφμαν Τζακ το ίδιο πρόγραμμα; Αν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ καταπιανόταν σήμερα με τον «Ε.Τ.» τον εξωγήινο, θα θυσίαζε τη συναισθηματική φόρτιση του τέλους προκειμένου να αφήσει τους θεατές-παίκτες να το καθορίσουν με την εικονική παρουσία τους ανάμεσα στα σκηνικά; Αραγε αισθανόταν τόσο ασφυκτικά περιορισμένος από το μέσο το 1981, καθώς ασχολιόταν με τους «Κυνηγούς της χαμένης κιβωτού»; Είναι σαφές ότι τόσο ο Σπίλμπεργκ όσο και ο Λούκας, παρ’ ότι αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος της δημιουργικής ζωής τους στο να συνθέσουν το τέλειο μπλοκμπάστερ, διαθέτουν βλέμμα, γνώση και αγάπη για το σινεμά. Γιατί λένε όλα αυτά τα πράγματα; Τόσο πολύ έχει αλλάξει η εποχή μας;
Κονσόλες και 3D
Η κάλπικη επανάσταση της εικονικής πραγματικότητας έκανε αισθητή την παρουσία της προς τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και η ποπ διάστασή της αποτυπώθηκε με ακρίβεια στη σαχλότατη κωμωδία «Weird Science» του 1985, η οποία προβλήθηκε στην Ελλάδα ως «Ηλεκτρονικό μανούλι». Η ταινία εντάχθηκε σε ένα κινηματογραφικό ρεύμα υπό τον τίτλο «brat pack», το οποίο περιελάμβανε τις αθλιότερες εκ των αθλίων κωμωδίες της εποχής. Οι ήρωες της ταινίας, δύο αγόρια με ανυποχώρητες φουσκοδεντριές (τα υποδύθηκαν ο Μπιλ Πάξτον και ο Αντονι Μάικλ Χολ), ανακαλύπτουν μηχανή η οποία θα «παράξει» την τέλεια γυναίκα, το ηλεκτρονικό μανούλι του τίτλου, με αποτελέσματα τύπου Φρανκενστάιν. Ακολούθησε περίπου μία δεκαετία που στιγματίστηκε από την άνθηση των βιντεογκέιμ και από μια μανία με την εικονική πραγματικότητα. Ο αχός κατακάθισε μόνο με την κυκλοφορία της κονσόλας Virtual Boy το 1995, η οποία φιλοδοξούσε να φέρει σε κάθε εφηβικό δωμάτιο την κοχλάζουσα «επανάσταση»· άντε και μερικές διασκεδαστικές παρτίδες τένις με τον Super Mario. Το Virtual Boy αποτελεί τη μεγαλύτερη εμπορική αποτυχία του κολοσσού των games, Nintendo, ως τις ημέρες μας. Θα ασχολούμασταν ξανά με την ίδια ιστορία το 2006, με την κυκλοφορία της κονσόλας Wii από την ίδια εταιρεία.
Οσο και αν ο Στίβεν Σπίλμπεργκ οραματίζεται τη διακριτική σύγκλιση του εμπορικού σινεμά με τα βιντεογκέιμ, δείχνει αφελής, παραβλέποντας το εξής: κανείς δεν αισθάνεται ότι κάνει κάτι σοβαρό παίζοντας βιντεογκέιμ, ακριβώς επειδή είναι παίκτης, επειδή ορίζει ο ίδιος την έκβαση. Παρ’ όλο που τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μετρούν τρεις δεκαετίες στο προσκήνιο της ποπ κουλτούρας, δεν έχουν αποκτήσει το κύρος της τέχνης, ούτε καν το στάτους του εμπορικού σινεμά ή της ποπ μουσικής. Δεν έχουμε δει κριτικούς, όπως ο συγγραφέας του «Φόβος και παράνοια στο Λας Βέγκας» Χάντερ Σ. Τόμσον να αρθρογραφούν σε περιοδικά για βιντεογκέιμ, όπως έκανε ο Τόμσον στο μουσικό «Rolling Stone». Εκτός από κάποιους μπλόγκερ, οι οποίοι τεστάρουν τις κονσόλες προτού κυκλοφορήσουν, δεν έχουμε συναντήσει έναν κριτικό βιντεογκέιμ με το εκτόπισμα, λόγου χάρη, του Ρότζερ Εμπερτ της «Chicago Sun», ο οποίος κριτικάρει με την ίδια οξυδέρκεια την «Περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι και τους «Μπαμπούλες ΑΕ». Η διαδραστικότητα δεν συνεπάγεται επίδραση.
Το επόμενο σημείο που υπογραμμίζει ο Σπίλμπεργκ ως βασικό στοιχείο τού σινεμά του μέλλοντος είναι η «τρισδιάστατη εμπειρία». Τι συμφορά μάς βρήκε από το 2007, τότε που στο «Beowulf» του Ρόμπερτ Ζεμέκις η Αντζελίνα Τζολί «βγήκε» από το πανί της μεγάλης οθόνης ως τρισδιάστατη, γυμνή δαιμόνισσα! Εκτοτε, το Χόλιγουντ ανακάλυψε εκ νέου, μετά τη δεκαετία του ’60, τη γοητεία της στερεοσκοπικής εικόνας. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, η εκτόξευση της δημοτικότητας του 3D τα τελευταία χρόνια έχει επιστρέψει στο φιλοθέαμον κοινό τόσο επικό χάσιμο χρόνου μετά πονοκεφάλων (βλ. «Avatar» του Τζέιμς Κάμερον), όσο και ενδιαφέρουσες επανεκδόσεις όπως εκείνη του «Χριστουγεννιάτικου εφιάλτη» του Τιμ Μπάρτον, καθώς και σπάνιες ταινίες, όπως το «Hugo» του Μάρτιν Σκορσέζε. Δηλαδή, ό,τι συνέβαινε με τις δύο διαστάσεις.
Είναι σαφές ότι μόνο ο χρόνος μπορεί να κρίνει αποτελεσματικά τις νέες τάσεις και τις προβλέψεις που προηγούνται αυτών. Επιπλέον, ο χρόνος παραμένει αμείλικτος ακόμη και με τους μεγαλομανείς κατοίκους του Χόλιγουντ. Ο Τζορτζ Λούκας εφέτος έκλεισε τα 69, ενώ ο Στίβεν Σπίλμπεργκ τα 66. Φαίνεται ότι η εμμονή τους να καθοδηγήσουν τα πράγματα δεν έχει υποχωρήσει. Μένει να δούμε τι συμβαίνει με την ικανότητά τους.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ