Με γρήγορους ρυθμούς συνεχίστηκε και τον Σεπτέμβριο η αποκλιμάκωση των αποδόσεων στις προθεσμιακές καταθέσεις, τα μέσα επιτόκια των οποίων κινούνται πλέον κάτω από το 3%. Η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης το καλοκαίρι, η βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η καλυτέρευση των μακροοικονομικών προοπτικών της χώρας και ο μικρότερος ανταγωνισμός μετά το μπαράζ συγχωνεύσεων και εξαγορών των προηγούμενων μηνών διευκολύνουν την προσπάθεια των διοικήσεων των τραπεζών για μείωση του κόστους άντλησης ρευστότητας από τους καταθέτες. Οι περικοπές στα επιτόκια πλέον εφαρμόζονται σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση, με αποτέλεσμα τα περισσότερα προγράμματα να προσφέρουν αποδόσεις που κινούνται σε επίπεδα χαμηλότερα κατά 50% σε σχέση με τα υψηλά της περυσινής χρονιάς.

Στην πλειονότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων η κλίση της καμπύλης επιτοκίων έχει μετατραπεί σε αρνητική. Ειδικότερα, τα ελκυστικότερα προγράμματα είναι διάρκειας έως και 3 μηνών και όσο αυξάνεται ο χρόνος δέσμευσης των χρημάτων τόσο μειώνεται η απόδοση. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα των εκτιμήσεων των τραπεζών για περαιτέρω μείωση των αποδόσεων, ώστε το αργότερο έως και το τέλος του 2014 να έχουν επανέλθει σε βιώσιμα για τον κλάδο επίπεδα. Στόχος αποτελεί η εξομοίωσή τους με τα αντίστοιχα προγράμματα που διατίθενται στην Πορτογαλία ή στην Ισπανία, όπου η «οροφή» στην ανταμοιβή των καταθετών βρίσκεται λίγο πάνω από το 2%. Βέβαια, η πορεία αυτή θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, όπως η κατάσταση της οικονομίας, η πορεία των τραπεζών και η πολιτική σταθερότητα στη χώρα.
Εκτός από τη μείωση των αποδόσεων, οι τράπεζες έχουν προχωρήσει και στην κατάργηση διάφορων προνομιακών όρων που είχαν τεθεί σε ισχύ με κύριο στόχο την ανακοπή των εκροών τους δύσκολους μήνες του 2012. Στο πλαίσιο αυτό έχουν αποσύρει προγράμματα που εκτός από το υψηλό επιτόκιο προσέφεραν στους πελάτες ελευθερίες οι οποίες θύμιζαν περισσότερο λογαριασμούς ταμιευτηρίου παρά καταθέσεις προσυμφωνημένης διάρκειας. Για παράδειγμα, δεν ήταν λίγα τα προϊόντα που παρείχαν πέρυσι την ευχέρεια στον καταθέτη να προχωρήσει σε ανάληψη των κεφαλαίων του χωρίς ποινή οποτεδήποτε, σαν να πρόκειται για πρόγραμμα πρώτης ζήτησης.
Πλέον η δυνατότητα πρόωρης λήξης της προθεσμιακής παρέχεται σε κάποια προϊόντα μόνο την ημέρα καταβολής των τόκων (π.χ. ανά μήνα, δίμηνο, τρίμηνο κτλ.). Εκτός από τον περιορισμό των παραπάνω διευκολύνσεων, οι περισσότερες τράπεζες έχουν προχωρήσει στην κατάργηση των λογαριασμών προθεσμίας διάρκειας άνω των 12 μηνών. Μέχρι πρόσφατα, οι καταθέτες μπορούσαν με σχετική άνεση λόγω της μεγάλης προσφοράς προϊόντων να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε μία κατάθεση ακόμη και δύο ετών, «κλειδώνοντας» ένα υψηλό επιτόκιο για αυτό το διάστημα. Πλέον, τα προγράμματα με αυτή την περίοδο ωρίμασης είναι μετρημένα στα «δάχτυλα του ενός χεριού» και οι αποδόσεις τους πολύ χαμηλές.
Πώς να επιλεγεί η διάρκεια της κατάθεσης
Οι προβλέψεις για το κόστος χρήματος και η μεγιστοποίηση των τόκων

Η προοπτική περαιτέρω μείωσης των επιτοκίων δημιουργεί ένα δίλημμα στους καταθέτες που έχουν σήμερα χρήματα «ανοιχτά» και αναζητούν έναν προθεσμιακό λογαριασμό για την εξασφάλιση ενός εισοδήματος για τους επόμενους μήνες. Οι επιλογές τους έχουν πλέον περιοριστεί σε σχέση με όσα ίσχυαν λίγους μόλις μήνες νωρίτερα.
Συγκεκριμένα, οι πελάτες των τραπεζών έχουν να επιλέξουν μεταξύ προϊόντων μεγαλύτερης διάρκειας αλλά χαμηλότερης απόδοσης και των πλέον βραχυπρόθεσμων προγραμμάτων, τα επιτόκια των οποίων είναι σαφώς υψηλότερα. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ρίσκο απώλειας τόκων, αν οι εξελίξεις δεν επιβεβαιώσουν τις προσδοκίες του πελάτη για την πορεία των επιτοκίων.
Για παράδειγμα, νοικοκυριό με καταθέσεις 100.000 ευρώ έχει να επιλέξει μεταξύ μιας προθεσμιακής κατάθεσης 3μηνης διάρκειας με επιτόκιο 3% και ενός ετήσιου προϊόντος με απόδοση 2,50%. Εκ πρώτης όψεως το τρίμηνο πρόγραμμα φαντάζει πιο ελκυστικό. Είναι όμως η καλύτερη επιλογή; Ασφαλής απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, καθώς αυτό προϋποθέτει να γνωρίζουμε σήμερα την ακριβή πορεία των επιτοκίων τους επόμενους μήνες.
Εκτίμηση για το κόστος

Η απόφαση θα πρέπει να ληφθεί βάσει των εκτιμήσεων του καταθέτη για το πώς θα μεταβληθούν τα επιτόκια στην εγχώρια αγορά, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια το πτωτικό «κανάλι» στο οποίο έχουν εισέλθει. Δεδομένα πάντως θα πρέπει να θεωρούνται τα εξής: Αν επιλεγεί το πιο βραχυπρόθεσμο προϊόν, ο καταθέτης θα κληθεί ύστερα από τρεις μήνες να επαναδιαπραγματευθεί το επιτόκιό του, σε αντίθεση με το ετήσιο προϊόν που διασφαλίζει μια σίγουρη απόδοση για έναν χρόνο.
Αν προτιμηθεί το δωδεκάμηνο προϊόν, είναι βέβαιο ότι τους πρώτους τρεις μήνες ο πελάτης χάνει 50 μονάδες βάσης, λόγω της διαφοράς επιτοκίου που υπάρχει μεταξύ της ετήσιας και της τρίμηνης κατάθεσης. Αν οι αποδόσεις κατά τη διάρκεια του επόμενου 12μήνου παραμείνουν στα τρέχοντα επίπεδα ή αυξηθούν, ο καταθέτης θα χάσει, καθώς θα έχει δεσμευθεί σε ένα προϊόν με χαμηλό επιτόκιο.
Αντιθέτως, αν τα επιτόκια κινηθούν πτωτικά και μετά τους τρεις μήνες έχουν υποχωρήσει κάτω από το 2,50%, ο καταθέτης θα κερδίσει διότι θα έχει «κλειδώσει» μια υψηλότερη απόδοση σε σχέση με τα νέα προϊόντα που θα είναι διαθέσιμα το επόμενο διάστημα στην αγορά.
Η πρόωρη ανάληψη

Από την άλλη πλευρά, αν επιλεγεί μια κατάθεση μικρότερης διάρκειας, π.χ. τριών μηνών, ο αποταμιευτής θα χάσει εφόσον τα επιτόκια κινηθούν πτωτικά. Σε αυτή την περίπτωση μετά την πάροδο του τριμήνου οι αποδόσεις που θα μπορεί να «κλειδώσει» θα είναι σαφώς χαμηλότερες από τις σημερινές, ενδεχομένως και χειρότερες από αυτές που του προσφέρει σήμερα το 12μηνο προϊόν. Αν όμως τα επιτόκια δεν υποχωρήσουν σε αυτό το τρίμηνο πολύ, τότε θα μπορεί να «ξανακλείσει» τα χρήματά του με μια ικανοποιητική απόδοση.
Σε κάθε περίπτωση κρίσιμη παράμετρο για τη «διόρθωση» της απόφασης που θα ληφθεί σήμερα, εφόσον τα πράγματα σε σχέση με τα επιτόκια δεν εξελιχθούν βάσει των εκτιμήσεων/προσδοκιών του καταθέτη, αποτελεί η δυνατότητα ανέξοδης πρόωρης ανάληψης των κεφαλαίων.
Εφόσον ο αποταμιευτής μπορεί χωρίς ποινή να «σπάσει» μια ενεργή προθεσμιακή, του παρέχεται η ευχέρεια να προσαρμόσει τη στρατηγική του στα νέα δεδομένα ανέξοδα.
Ετσι, αν επιλέξει την τρίμηνη προθεσμιακή και τα επιτόκια εμφανίσουν έντονα πτωτικές τάσεις, θα μπορεί να τη λήξει πρόωρα επιλέγοντας μια κατάθεση μεγαλύτερης διάρκειας, ώστε να «κλειδώσει» για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο ένα υψηλό επιτόκιο.
Από την άλλη πλευρά, αν προτιμηθεί μια 12μηνη κατάθεση και οι προοπτικές για τα επιτόκια μεταβληθούν σε σταθερές ή ανοδικές, ο καταθέτης θα μπορεί να μεταπηδήσει σε ένα άλλο προϊόν, το οποίο θα του εξασφαλίζει μια υψηλότερη απόδοση.
Υποχωρούν οι αποδόσεις
Η πτωτική πορεία των επιτοκίων αποτυπώνεται και στα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Σύμφωνα με αυτά, το μέσο επιτόκιο των νέων προθεσμιακών καταθέσεων με διάρκεια ως και ένα έτος υποχώρησε τον περασμένο Αύγουστο σε προ μνημονίου επίπεδα, διαμορφούμενο σε χαμηλό 40 μηνών, και συγκεκριμένα στο 3,28%.
Τάσεις υποχώρησης καταγράφουν και οι αποδόσεις των λογαριασμών πρώτης ζήτησης, οι οποίες επίσης διαμορφώθηκαν στο αποκορύφωμα της κρίσης σε ιστορικά υψηλά. Από τα μέσα του περασμένου καλοκαιριού ωστόσο ξεκίνησαν οι πρώτες περικοπές και συνεχίστηκαν τον Σεπτέμβριο, με την εφαρμογή νέων μειώσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ