Oταν ρωτήθηκε κάποτε πώς θα ήθελε να βλέπει ο κόσμος τη δουλειά του είπε: «Αυστηρή αλλά ταυτόχρονα με πάθος και ανθρωπιά». Ο Εντμουντ ντε Βάαλ αναφερόταν στη βασική ενασχόλησή του, την κεραμική. Σε αυτήν έχει μεγαλουργήσει και μέσω αυτής έχει φτάσει να συγκαταλέγεται στους κορυφαίους κεραμίστες παγκοσμίως, αναμφίβολα ο μεγαλύτερος της πατρίδας του, της Βρετανίας. Προφανώς ερήμην του, όταν αποφάσισε να ασχοληθεί και με τη συγγραφή, οδήγησε το βλέμμα των αναγνωστών του προς μια παρόμοια κατεύθυνση. «Ο λαγός με τα κεχριμπαρένια μάτια» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gema) είχε αποσπάσει θερμές κριτικές στη Βρετανία όταν εμφανίστηκε στα ράφια των βιβλιοπωλείων πριν από τρία χρόνια, ανάλογες με εκείνες που συνήθως εισπράττει για την τέχνη του. Σίγουρα επειδή διακρίνεται από μια ανεπιτήδευτη γραφή, δεδομένου ότι ο Ντε Βάαλ ως συγγραφέας δεν απομακρύνεται από την απλότητα και την καθαρότητα, την αποενοχοποιημένη προσβασιμότητα που διακρίνει την τέχνη του.
Από πέντε χρόνων
Η ιστορία εξάλλου της πρώτης συγγραφικής απόπειράς του αντλεί την έμπνευσή της από την ίδια την κεραμική. Τη μεγάλη αγάπη του 49χρονου Βρετανού, ο οποίος ωθούμενος από μια ανεξήγητη επιθυμία όταν ήταν μόλις πέντε χρόνων είχε ζητήσει επίμονα από τον ιερέα πατέρα του να τον γράψει σε μια τάξη αγγειοπλαστικής. Ακόμη και σήμερα δεν γνωρίζει από πού ήρθε αυτή η παρόρμηση. Η ιστορία της οικογένειάς του, το πλεγμένο κουβάρι της οποίας ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου του, παρέχει ωστόσο κάποιες ενδείξεις για την προέλευση αυτής της εκ πρώτης όψεως αινιγματικής, ασύνειδης έλξης.
Ξεκινάει από την Ιαπωνία του 19ου αιώνα όπου 264 γιαπωνέζικα αγαλματάκια, γνωστά ως νετσούκε –ένα από τα οποία είναι και ο «λαγός» του τίτλου -, θα βρεθούν στην κατοχή του μακρινού απογόνου Ιγκι Εφρούσι, γόνου μιας πλούσιας εβραϊκής οικογένειας εμπόρων από την Οδησσό. Συνεχίζει στο Παρίσι της δεκαετίας του 1870, όπου ο Σαρλ Εφρούσι, πάτρωνας των τεχνών και μάλιστα καλλιτεχνών όπως ο Ντεγκά, ο Ρενουάρ και ο Μανέ, στέλνει την πρωτότυπη αυτή συλλογή στον ξάδελφό του στη Βιέννη. Η επιδρομή των ναζί στο πλούσιο σπίτι της Ringstrasse το 1938 θα είναι καταστροφική, η συλλογή όμως δεν θα λεηλατηθεί γιατί τα κομψά αγαλματάκια –τόσο μικρά ώστε να μπορείς να τα κλείσεις στην παλάμη σου –θα θεωρηθούν άνευ σημασίας. Μια υπηρέτρια θα τα φυλάξει σε ασφαλές μέρος και θα τα παραδώσει στην κόρη του ιδιοκτήτη τους και γιαγιά του μελλοντικού κεραμίστα Εντμουντ ντε Βάαλ, η οποία θα τα στείλει στον αδελφό της στο Τόκιο. Εκεί, στη χώρα προέλευσής τους, όπου θα γυρίσουν έπειτα από περισσότερο από έναν αιώνα, θα τα πρωταντικρίσει ο Ντε Βάαλ σε μια επίσκεψη στο σπίτι του θείου του.
O βρετανικός Τύπος δέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό τη λογοτεχνική απόπειρα του Ντε Βάαλ. Οι «Sunday Times» μάλιστα αποκάλεσαν τον «Λαγό με τα κεχριμπαρένια μάτια» «αριστούργημα». Το βιβλίο έγινε μπεστ σέλερ, κέρδισε βραβεία όπως το Costa Book Awards και ο σεμνός και ντροπαλός Εντμουντ ντε Βαάλ βρέθηκε για άλλη μία φορά να φιγουράρει αδέξια στις σελίδες πολιτισμού των εφημερίδων.
Η αγγλικανική ηθική
Η θέση που κατέχει στον κόσμο της τέχνης της κεραμικής συνέβαλε αναμφίβολα σε αυτή τη θερμότατη υποδοχή. Εργα του, συνήθως σειρές από σχεδόν πανομοιότυπα, επισμαλτωμένα δοχεία σε αποχρώσεις του λευκού, άλλοτε του γαλάζιου ή του γκριζοπράσινου, κοσμούν μουσεία και εκτίθενται σε μεγάλες γκαλερί. Οταν το Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου αποφάσισε να επανασχεδιάσει την πτέρυγα με την κεραμική τέχνη στα μέσα της δεκαετίας του 2000, διέθεσε μια ολόκληρη αίθουσα για τη δουλειά του, για την ακρίβεια ένα ράφι ύψους 18 μέτρων με 450 δοχεία, κυλίνδρους, πινάκια, ένα installation δηλαδή που φέρει τον τίτλο «Signs and Wonders». Η τελευταία έκθεσή του φιλοξενείται στην Gagosian της Νέας Υόρκης, όπου το αμερικανικό κοινό θα έχει για πρώτη φορά την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το έργο του. Οπαδός του μινιμαλισμού προτού η μόδα του επανέλθει δυναμικά τη δεκαετία του ’90, ο Ντε Βάαλ διέγραψε μια εντελώς προσωπική πορεία αλλάζοντας τεχνοτροπίες και στυλ αλλά παραμένοντας σταθερός σε έναν άξονα: τη σκληρή και επίπονη δουλειά. Απ’ ό,τι φαίνεται, το αριστοκρατικό «ντε» στο όνομά του δεν υπερίσχυσε ποτέ στην ανατροφή του. Ο γεννημένος στο Νότιγχαμ Ντε Βάαλ μεγάλωσε εξάλλου μέσα στην αυταπάρνηση σύμφωνα με τις αρχές της αγγλικανικής ηθικής, σε ένα σπίτι χωρίς κεντρική θέρμανση δύο ώρες από το Λονδίνο. Επειτα ο λόγος που είχε βρεθεί στην Ιαπωνία όπου πρωτοείδε τα νετσούκε ήταν για να δουλέψει πάνω στην κεραμική και να γράψει ένα βιβλίο για τον σημαντικότερο βρετανό αγγειοπλάστη Μπέρναρντ Λιτς. Για χάρη της κεραμικής και με το δέλεαρ της μαθητείας δίπλα στον Τζέφρι Γουάτινγκ, μαθητή του Λιτς, δεν αξιοποίησε ποτέ την εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Παρέμενε ωστόσο αφανής ώσπου η σχεδιάστρια μόδας Ντόνα Κάραν είδε σε ένα κατάστημα του Λονδίνου τα κεραμικά του και αποφάσισε να τα αγοράσει όλα, 70 τον αριθμό. Το παράδειγμά της ακολούθησαν ο Ισέι Μιγιάκε, η Μαντόνα και εννοείται ότι τα περιοδικά διακόσμησης έπιασαν στον αέρα τη νέα τάση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται. Η πρώτη ατομική έκθεσή του πραγματοποιήθηκε το 1995. Επιφανείς συλλέκτες όπως ο Ρόναλντ Λόντερ της γνωστής εταιρείας καλλυντικών ή ο Τσαρλς Μόφετ του οίκου δημοπρασιών Sotheby’s θα θεωρούσαν ελλιπή τη συλλογή τους αν δεν είχαν συμπεριλάβει τις κομψές πορσελάνες του. Και όμως μοιάζει σαν να μην επεδίωξε τίποτε απ’ όλα αυτά. «Το πώς γίνονται τα αντικείμενα αλλά και τι απογίνονται είναι η ιστορία της ζωής μου» έχει πει ο ίδιος. Τη ζει λοιπόν, τη διαμορφώνει και ενίοτε την αφηγείται. Ετσι απλά. Λιτά και απέριττα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ