Εμείς τα καλοκαίρια τα περνούσαμε «στο πλοίο του μπαμπά μου». Το οποίο στην πραγματικότητα ήταν το πλοίο όπου εργαζόταν ο πατέρας μου ως καπετάνιος. Εξισώνοντας ή ταυτίζοντας, όμως, την ειδικότητά του με εκείνη του πλοιοκτήτη και παρουσιάζοντάς τον όχι ως… κάπτεν Iγκλο, αλλά ως Αριστοτέλη Ωνάση, προσέθετα λάμψη στην ιστορία της οικογένειάς μου και έκανα εντύπωση στους κύκλους των συμμαθητών μου. «Το πλοίο του μπαμπά μου», λοιπόν, ήταν άλλοτε φορτηγό, άλλοτε πετρελαιοφόρο, από εκείνα τα τεράστια που ταξιδεύουν στους ωκεανούς και μοιάζουν με πολιτείες ολόκληρες. Είχε απύθμενα αμπάρια ή δεξαμενές, μεγάλους κοινόχρηστους χώρους, σαλόνια, τραπεζαρίες, playrooms, ιατρείο, ενίοτε και γυμναστήριο. Είχε και δεκάδες καμπίνες για τους ναυτικούς που αποτελούσαν κάθε φορά το πλήρωμά του –30, 40 ή και περισσότερους άνδρες (τότε ακόμη οι γυναίκες δεν είχαν θέση στο εμπορικό ναυτικό) από όλα τα μέρη του κόσμου.
Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους, στον βαφτισμένο στις φουρτούνες των ωκεανών μικρόκοσμό τους, ο οποίος περιείχε συμπυκνωμένα όλα τα καλά αλλά και όλα τα κακά μιας κοινωνίας, πέρασα αρκετά καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων. Εκεί έμαθα, χωρίς καλά καλά να καταλάβω πώς –κάπου ανάμεσα στο παιχνίδι μου στο κατάστρωμα και στις βραδινές βεγκέρες στο μεγάλο σαλόνι, απέναντι από το βίντεο που έπαιζε ταινίες της Φίνος Φιλμ -, αυτό που σήμερα πασχίζει η ελληνική κοινωνία να καταλάβει, με δραματικό συχνά τρόπο: ότι η συμβίωση διαφορετικών πολιτισμών δεν είναι ούτε τόσο απίθανο ούτε τόσο τρομερό πράγμα. Αντιθέτως, μπορεί να είναι ακόμη και κέρδος.
Η αλήθεια είναι ότι «στο πλοίο του μπαμπά μου» κανείς δεν είχε χρόνο για αντιπαλότητες, αψιμαχίες και καβγάδες. Οχι επειδή δεν υπήρχαν διαφορές για να επιλυθούν, αλλά κυρίως επειδή δεν υπήρχε χρόνος για κάτι τέτοιο. Η πίεση της καθημερινότητας αποσπούσε την προσοχή από το επουσιώδες και σε ανάγκαζε να στραφείς στην ουσία των πραγμάτων και να πράξεις αναλόγως. Ολοι, από τους σπουδασμένους αξιωματικούς της γέφυρας μέχρι τους αναλφάβητους ναύτες που περνούσαν τη ζωή τους κρυμμένοι στα βάθη του μηχανοστασίου, έστεκαν το ίδιο αδύναμοι απέναντι σε μια σχεδόν μόνιμα θυμωμένη θάλασσα η οποία μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους καταπιεί, όλοι ήταν απορροφημένοι από τον αγώνα τους για επιβίωση –τη δική τους και των οικογενειών τους, οι οποίες περίμεναν κάθε μήνα τα χρήματα που θα τους έστελναν για να τα βγάλουν πέρα. Και ήταν αυτός ο αγώνας που τους ένωνε. Που τους υποχρέωνε να ξεπεράσουν διαφωνίες και έχθρες οι οποίες μπορεί να προέρχονταν από το… διαφορετικό χρώμα δέρματος, από την καταγωγή τους, ή από το ξερό τους το κεφάλι, και να επικεντρωθούν στον κοινό σκοπό: την ασφαλή και αίσια κατάληξη του κάθε μπάρκου. Για την επίτευξη του οποίου ο ένας είχε ανάγκη τον άλλον. Ακόμη και αν δεν γίνονταν όλοι φίλοι μεταξύ τους, ήταν άπαντες απαραίτητοι ως ομάδα που έπρεπε να λειτουργήσει αρμονικά.
Κυκλοφορώντας ανάμεσά τους από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και μέχρι τα μέσα περίπου της εφηβείας μου, ποτέ δεν άκουσα ρατσιστικό σχόλιο σαν αυτά που ακούω τώρα. Ποτέ δεν είδα κάποιον από το πλήρωμα να μπαίνει στο περιθώριο εξαιτίας του χρώματος, της καταγωγής, της γλώσσας που μιλούσε. Ποτέ δεν ένιωσα την έχθρα, τον φόβο, την αντιπάθεια που αισθάνομαι τώρα στην ατμόσφαιρα γύρω μου. Δεν περιγράφω, βεβαίως, μια κοινωνία αγίων: και διαφορές υπήρξαν, και καβγαδάκια ξεσπούσαν πότε πότε, και κάθε μπάρκο είχε το μαύρο (μεταφορικά) πρόβατό του που συχνά έπρεπε οι άλλοι να βάλουν στη θέση του. Ομως τελικά κάτι γινόταν και τα πάντα λειτουργούσαν όπως έπρεπε –αυτό και με την πολύτιμη συνεισφορά του καπετάνιου που δεν άφηνε τίποτε στην τύχη, που παρακολουθούσε τα πάντα και έθετε όρια.
Μέσα σε αυτή την πολυπολιτισμική κοινωνία μεγάλωσα, με Ελληνες, Πολωνούς, Πορτορικανούς, Αφρικανούς και Αραβες να εργάζονται δίπλα δίπλα, να συγκατοικούν, να μοιράζονται το ίδιο φαγητό, να παρακολουθούν τις ίδιες ταινίες (με την Αλίκη Βουγιουκλάκη), να παίζουν τάβλι, σκάκι και πόκα, να μας βγάζουν βόλτα, εμένα και την αδελφή μου, στα λιμάνια, να μας αγοράζουν δώρα, να στήνουν για εμάς αυτοσχέδιες κούνιες στο κατάστρωμα και να μας δείχνουν φωτογραφίες των δικών τους παιδιών, που αν τα γνωρίζαμε, έλεγαν, θα κάναμε καλή παρέα. Τότε δεν είχα καταλάβει πόσο σημαντικό ρόλο έπαιζε η συναναστροφή μου μαζί τους στον τρόπο με τον οποίο θα αντιλαμβανόμουν στη συνέχεια τον κόσμο που με περιβάλλει, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο θα επιχειρούσα να οργανώσω τη ζωή μου.
Σήμερα αισθάνομαι ότι με την… προϋπηρεσία μου στο εμπορικό ναυτικό, και έπειτα από τόσες φουρτούνες που έχω δει να αντιμετωπίζουν επιτυχώς τα πολυεθνικά πληρώματά του, έχω πάρει πολύτιμα μαθήματα. Τα ανακαλώ στις νέες εθνικοπατριωτικές φουρτούνες. Οσο και αν η εμπιστοσύνη μου προς τους καπετάνιους που κυβερνούν το δικό μας πλοίο είναι μάλλον κλονισμένη (το πολυεθνικό πλήρωμα από μόνο του τι να σου κάνει;) θέλω να πιστεύω ότι μπορούμε να τις ξεπεράσουμε, όπως τις ξεπέρασε «το πλοίο του μπαμπά μου».
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ