«Την ώρα αυτή του δειλινού τ’ Ανάπλι φέρνουμε στο νου» σιγομουρμουρίζει ο Γιώργος Σκαλενάκης. Ο σκηνοθέτης δεν θυμάται ποιος το έχει πει αλλά του αρέσει να το επαναλαμβάνει. Και ξέρει τι λέει. Τέσσερις ταινίες του –από τις καλύτερές του –είναι γυρισμένες εξ ολοκλήρου ή εν μέρει στην Αργολίδα, κυρίως στο Ναύπλιο. «Ημουν δεμένος με την πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνισμού, του νεοελληνικού κράτους» λέει σήμερα. «Παιδί της ξενιτιάς καθώς ήμουν έβλεπα στο Ναύπλιο όλα αυτά που μαθαίναμε στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, όλα αυτά τα περιέκλειε αυτή η περιοχή της Ελλάδας. Εσκυψα πάνω από το Ναύπλιο, το προσκύνησα». Συν τοις άλλοις, είναι και μια παραδοσιακή, ρομαντική αλλά και γραφική περιοχή –«picturesque» την αποκαλεί ο σκηνοθέτης.
Ο Σκαλενάκης γεννήθηκε στο Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου στις 17 Μαΐου 1926 και σπούδασε κινηματογράφο στην Πράγα. Εκεί γύρισε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, τα «Μπλουζ της Πράγας» (τη χαρακτηρίζει «ψυχολογικό τζαζ μιούζικαλ»). Το όνειρό του όμως ήταν να επιστρέψει κάποια στιγμή στην Ελλάδα και να κάνει εδώ σινεμά. «Η Ελλάδα είναι ένας ευλογημένος τόπος γιατί περιβάλλεται από θάλασσα» λέει μνημονεύοντας τον νομπελίστα ποιητή Ντέρεκ Γουόρκοτ, ο οποίος έλεγε ότι «ο ρυθμός της «Οδύσσειας» είναι ο ρυθμός των κουπιών». Ο Σκαλενάκης επέστρεψε στην Ελλάδα πριν από ακριβώς 48 χρόνια, στις 22 Αυγούστου 1965, και μερικούς μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 1966, άρχισε να γυρίζει την πρώτη ελληνική ταινία του, τις «Διπλοπενιές», που μαζί με το «Αχ, αυτή η γυναίκα μου!» υπήρξαν οι μεγαλύτερες επιτυχίες του.

«Βρήκα το ρωμαίικο στο Ναύπλιο»
Το Ναύπλιο ήταν η πόλη που είχε χαραχθεί στην ψυχή του: «Βρήκα το ρωμαίικο στο Ναύπλιο. Ο,τι σύγχρονο ρωμαίικο υπάρχει περνά μέσα από αυτή την πόλη». Θυμάται ότι τα γυρίσματα άρχιζαν στις 5 το πρωί μόνο και μόνο για να δοθεί η ατμόσφαιρα. «Ακουγόταν μόνο το «μπλουπ!» που έκαναν τα κεφαλόπουλα». Μα και τι εικόνες μπορούσαν να βγουν μέσα από τα σκαλοπάτια της ανάβασης της Ελενας Ναθαναήλ στο Παλαμήδι στην «Ντάμα σπαθί» (1966), την πρώτη ταινία που γύρισε στο Ναύπλιο. Για εκείνον ήταν «μια ανάβαση προς τις νοερές πηγές του φωτός, μια απελευθέρωση αυτής της κοπέλας». Κάπως έτσι άλλωστε ο Σκαλενάκης έβλεπε γενικότερα την απελευθέρωση της ελληνικής κοινωνίας. «Αν δεν απελευθερώναμε τη μάνα μας, την αδελφή μας ή την αρραβωνιαστικιά μας, δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για απελευθέρωση».
Και γιατί η ανάβαση στα συγκεκριμένα σκαλιά; «Γιατί είναι μια παλικαρίσια ανάβαση» απαντά. «Από τη σύμβαση στην ανάταση». Ο Σκαλενάκης «είδε» τους τρεις κύκλους της πλατείας της 25ης Μαρτίου ως μια αλληγορική διάσταση της ιστορίας που ήθελε να αφηγηθεί. Οι τρεις κύκλοι μετουσιώνονται σε μια γυναίκα (Ελενα Ναθαναήλ) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άντρες (Θόδωρος Ρουμπάνης, ο σύζυγος –Σπύρος Φωκάς, ο εραστής). Ποιος μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή με την Ελενα να βγαίνει από την πισίνα του ξενοδοχείου «Αμφιτρύων» και να αγκαλιάζει τον άντρα της ενώ ταυτόχρονα ρίχνει κλεφτές ματιές στον εραστή πάνω στο δωμάτιο που κλείνει την κουρτίνα από ζήλια; Ο φακός του Ανδρέα Αναστασιάδη κατέγραψε σχεδόν όλο τον γύρο της παραλίας της Αρβανιτιάς, που ξεκινά από τις Μπανιέρες και καταλήγει στην πλαζ.
Επιχείρηση… Αργολίδα
Το γεγονός ότι ο Σκαλενάκης δεν μπορούσε να «ξεκολλήσει» από την Αργολίδα φαίνεται από τις δύο ταινίες που ακολούθησαν την «Ντάμα σπαθί» και είχαν επίσης ως «σκηνικό» το Ναύπλιο. Πρόκειται για μία από τις διασημότερες δημιουργίες του, την «Επιχείρηση Απόλλων», που είχε επίσης γυρίσματα στην Κέρκυρα (εδώ μάλιστα κάνει την πρώτη εμφάνισή του στον κινηματογράφο ο Διονύσης Φωτόπουλος ως ενδυματολόγος), και το δράμα εποχής «Βυζαντινή ραψωδία». Και οι δύο ήταν παραγωγές του 1968 και θα είχαν προβληθεί μάλιστα στο Φεστιβάλ Καννών εκείνης της χρονιάς αν το Φεστιβάλ δεν είχε διακοπεί λόγω των πολιτικών αναταραχών του ιστορικού Μάη.
Πρώτη γυρίστηκε η «Επιχείρηση Απόλλων», η ιστορία ενός γερμανού πρίγκιπα (Τόμας Φριτς) ο οποίος κατά τη διάρκεια των διακοπών του στην Ελλάδα ερωτεύεται μια ελληνίδα ξεναγό (Ελενα Ναθαναήλ). Το φιλμ είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένο στον δρόμο και στη φύση. «Δεν υπάρχει ούτε ένα εσωτερικό γύρισμα» θυμάται ο Σκαλενάκης, «εκτός αν υπολογίσεις το εσωτερικό του πούλμαν». Από τα γυρίσματα του «Απόλλωνα» δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο χώρος του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου, όπου μάλιστα ο Σκαλενάκης είδε τότε την Κατίνα Παξινού να κάνει πρόβες ως Κλυταιμνήστρα μαζί με τον Αλέξη Μινωτή. «Με το που την είδα θέλησα να τη σκηνοθετήσω» λέει. Το κατάφερε στο «Νησί της Αφροδίτης», που αποτελεί τη μοναδική συμμετοχή της Παξινού σε ελληνική κινηματογραφική παραγωγή, ενώ υπήρξε η τελευταία που σκηνοθέτησε ο Σκαλενάκης.
Την ίδια χρονιά με την «Επιχείρηση Απόλλων» ο Σκαλενάκης γύρισε τη «Βυζαντινή ραψωδία», μια ταινία Βυζαντίου γυρισμένη στο Παλαμήδι. «Το Παλαμήδι είναι πολύ περιποιημένο και έχει βυζαντινές γωνίες γιατί υπάρχουν και μπαϊράκια από την οθωμανική περίοδο» εξηγεί ο σκηνοθέτης. Η ταινία γυρίστηκε χειμώνα και το γεγονός ότι ο Σκαλενάκης δεν χρησιμοποίησε το κάστρο της Μεθώνης (όπως αρχικώς σκεφτόταν) οφείλεται στο ότι βρισκόταν πολύ μακριά από την Αθήνα, όπου οι ηθοποιοί έπρεπε να επιστρέφουν καθημερινά για τις θεατρικές υποχρεώσεις τους.
Προτελευταία ταινία του ήταν το «Θυμήσου αγάπη μου», παραγωγής 1968-1969, που επίσης γυρίστηκε σε περιοχές του Ναυπλίου. Η Μπέττυ Αρβανίτη υποδύεται τη σύζυγο του μεγαλοβιομηχάνου Κώστα Καρρά. Κατά τη διάρκεια μιας κρουαζιέρας στο Ναύπλιο αναθυμάται τον φοιτητικό της έρωτα με τον Γιώργο Τζώρτζη που μόλις αποφυλακίστηκε από τις φυλακές του Ναυπλίου. «Αν αυτή η ταινία γυριζόταν μετά την εποχή του Πολυτεχνείου, θα ήταν μια μεγάλη ταινία» λέει ο σκηνοθέτης αναφερόμενος στην πολιτική χροιά της ταινίας, η οποία λογοκρίθηκε από το τότε δικτατορικό καθεστώς.
Ο ρυθμός της ποίησης
Χωρίς την ελληνική ποίηση ο Γιώργος Σκαλενάκης δεν θα μπορούσε να είχε κάνει τίποτε ως κινηματογραφιστής. Ο σκηνοθέτης αναφέρεται στον Καβάφη ο οποίος «μιλούσε για τον ελληνικό ρυθμό» αλλά και στον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Ρίτσο, στον Γκάτσο. «Κυκλοφορούσα πάντα με ένα βιβλίο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στο μυαλό μου» λέει, «γιατί ανά πάσα στιγμή, η ποίηση του Λαπαθιώτη μπορούσε να με βοηθήσει να γράψω ένα σενάριο με ρυθμό».



ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ