Ο σεισμός που έγινε με το κούρεμα των καταθέσεων προκάλεσε στη νησιωτική χώρα ένα καταστρεπτικό τσουνάμι. Στα πρώτα θύματα συγκαταλέγονται δύο τράπεζες. Η μία καταστράφηκε ολοσχερώς, η άλλη προς το παρόν διασώθηκε, βαριά όμως τραυματισμένη. Επεται το κλείσιμο επιχειρήσεων, η απώλεια θέσεων εργασίας και η εξαθλίωση ενός τμήματος του κυπριακού λαού. Απλοί πολίτες, εταιρείες, οργανισμοί έχασαν τεράστιες περιουσίες.
Τα προβλήματα από την κακοδιαχείριση των δύο μεγάλων τραπεζών έδωσαν την αφορμή στον κ. Σόιμπλε· ο οποίος στηριζόμενος σε μια έκθεση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Πληροφοριών της Γερμανίας (BND) απαίτησε από την κυπριακή κυβέρνηση να συρρικνώσει το τραπεζικό της σύστημα στο 40% του μεγέθους του.
Παρακάμπτοντας τα θέματα που εγείρονται σχετικά με το αν έχει την αρμοδιότητα, η άποψη του φιλελεύθερου κ. Σόιμπλε είναι και επί της ουσίας άστοχη και εντελώς λανθασμένη. Είναι παραδεκτό στην οικονομία της αγοράς ότι το μέγεθος ενός τομέα της οικονομίας, συνεπώς και του τραπεζικού, εξαρτάται από τη ζήτηση για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει. Εκεί μεταφέρονται οι παραγωγικοί συντελεστές, επειδή βρίσκουν καλύτερες αποδόσεις. Το πρόβλημα συνεπώς του τραπεζικού συστήματος δεν βρίσκεται στο μέγεθος, αλλά στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών του.
Ετσι, αντί κατά περίπτωση να λαμβάνονται από τους ισχυρούς πολιτικές αποφάσεις σχετικά με την επικινδυνότητα μιας ή περισσότερων τραπεζών θα ήταν προτιμότερο να προχωρήσει η τραπεζική μεταρρύθμιση του συνόλου του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, ώστε να λειτουργεί με ενιαίους κανόνες, που να παρέχουν ασφάλεια όχι μόνο στους καταθέτες, αλλά και στην ίδια τη βιωσιμότητα των τραπεζών.
Τι χρειάζεται να γίνει;
1) Ενιαία τραπεζική εποπτεία. Η περίπτωση της Κύπρου έδειξε ολοφάνερα ότι η εποπτεία των νομισματικών αρχών απέτυχε παταγωδώς. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο των αποφάσεων της Συνόδου Κορυφής για την ενιαία τραπεζική ένωση, θα πρέπει, τουλάχιστον για τις 600 συστημικές τράπεζες της Ευρώπης, να διαθέτει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, καθώς και τα απαιτούμενα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης κινδύνου.
2) Διαχωρισμός επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών. Είναι καιρός, προτού ξεσπάσει μια δεύτερη χρηματοοικονομική κρίση, να ληφθούν αποφάσεις που να διαχωρίζουν τις κλασικές εργασίες της συγκέντρωσης αποταμιεύσεων και χορήγησης δανείων από τις γεμάτες κινδύνους τοποθετήσεις των επενδυτικών τραπεζών. Ετσι, οι μεν εμπορικές τράπεζες δεν θα χρησιμοποιούν τις καταθέσεις των πολιτών για να χρηματοδοτούν κερδοσκοπικές δραστηριότητες, οι δε επενδυτικές θα προμηθεύονται τα κεφάλαια από επενδυτές που αναλαμβάνουν, λόγω υψηλότερων αποδόσεων, κινδύνους που συνεπάγονται ενίοτε και τη χρεοκοπία.
3) Δημιουργία ταμείου σωτηρίας τραπεζών. Το ταμείο αυτό θα αφορά μόνο τις εμπορικές τράπεζες και θα χρησιμοποιεί κεφάλαια από εισφορές των ίδιων των τραπεζών, ώστε ούτε οι φορολογούμενοι να πληρώνουν τις αστοχίες διοικήσεων και εποπτικών αρχών, αλλά ούτε και οι αποταμιευτές.
Η προώθηση αυτών των ρυθμίσεων το γρηγορότερο δυνατό αποτελεί τη μοναδική εγγύηση για ασφαλείς τράπεζες ώστε και οι καταθέτες να μη χρειάζεται να αξιολογούν οι ίδιοι τις τράπεζες, πράγμα πολύ δύσκολο, αλλά και οι οικονομίες, όπως τώρα της Κύπρου, να μην καταστρέφονται.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ