Ο Μάικλ Τζόρνταν καπνίζει. Καπνίζει πούρα, όλο και πιο πολύ, όλο και λιγότερο απολαυστικά, όλο και πιο νευρικά. Είναι 50 χρόνων και λίγων ημερών, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα στις βίλες του, μετακινείται με ένα Learjet που έχει σχεδιαστεί για να μοιάζει με αθλητικό παπούτσι και καπνίζει. Το κάνει την ώρα που βλέπει μπάσκετ, κάποιους πιτσιρικάδες να γράφουν τη δική τους ιστορία. Και εκνευρίζεται.

Με αφορμή τα γενέθλιά του, το ESPN δημοσίευσε ένα ανθρώπινο, εξονυχιστικό, ψυχολογικό προφίλ του μεγαλύτερου μπασκετμπολίστα όλων των εποχών. Και έδειξε πίσω από τις γραμμές, τη μελαγχολία που έρχεται μετά την ακμή. Τη δυσκολία τού να αποδεχθεί πως είναι θνητός, πως έχει μυωπία – αρνείται να βάλει γυαλιά – πως ο Κόμπι Μπράιαντ ή ο Λεμπρόν Τζέιμς μπορεί στο μέλλον να συγκρίνονται μαζί του, πως τελικά μάλλον θα γεράσει, κάτι που όπως έλεγε στη μητέρα του παλιά «πίστευα πως δεν θα γίνει ποτέ». Ηταν τέτοια η επιτυχία του, τέτοια η κορύφωση της καριέρας του, τέτοια η αποθέωση, τόση η αρτιότητα του κορμιού του, που «δεν μπορούσα να με φανταστώ ηλικιωμένο». Λογικό και ίσως αναμενόμενο. Δεν είναι εύκολο να φανταστείς τη φθορά. Πόσω μάλλον αν δεν έρθει τόσο φυσικά, όπως στον ίδιο τον Τζόρνταν, αλλά από τη μια μέρα στην άλλη, σε μια εκκωφαντική πτώση. Οπως σε κάποιους άλλους. Αυτούς που έβγαλαν το φωτοστέφανο και πέρασαν από το βάθρο, στο βάραθρο. Δεν είναι και λίγοι.

Προ ημερών, ο ποδηλάτης Λανς Αρμστρονγκ εμφανίστηκε στην αμερικανική τηλεόραση και μπροστά στην Οπρα Γουίνφρεϊ άφησε ένα καυτό δάκρυ να κυλήσει ζητώντας συγγνώμη επειδή έπαιρνε αναβολικά. Η έννοια της συγγνώμης ποτέ δεν έχει ξεχειλώσει τόσο όσο αυτή η περίπτωση: Εκανε κάτι που, όπως είπε, «δεν ήταν εξαπάτηση. Επαιρνα αναβολικά για να εξασφαλίσω ισονομία στο παιχνίδι. Δεν θα μπορούσα να κερδίσω διαφορετικά. Οχι σε αυτή τη γενιά. Αλλά δεν είμαι εδώ για να μιλήσω για τους άλλους…». Στην ουσία μάς είπε πως όλοι παίρνουν αναβολικά και οι δικές του 7 νίκες στον Γύρο της Γαλλίας, ένα μοναδικό αθλητικό επίτευγμα, ήταν αποτέλεσμα αθλητικής ανωτερότητας: ήταν πρώτος, μεταξύ άλλων, ντοπαρισμένων.

Κυνικά και λογιστικά, δεν έχει άδικο. Αλλά το θυμήθηκε αργά. Εζησε απολαμβάνοντας τα θετικά της παγκόσμιας αθλητικής υποκρισίας και «εκτελέστηκε» αθλητικά από την ίδια την υποκρισία. Το να ζητάει τώρα να μιλήσουμε για τη σωτηρία της ψυχής, είναι λίγο αργά: με αυτή, δεν πουλιούνται βραχιολάκια.

Τουλάχιστον η δική του περίπτωση, το ντοπάρισμα, το εμπόριο αναβολικών, το ψέμα και τα κίτρινα βραχιόλια της προσπάθειας αφορούν σε μεγάλο βαθμό το αθλητικό δίκαιο και το θρυμμάτισμα της υστεροφημίας του. Στην περίπτωση του Οσκαρ Πιστόριους τα πράγματα είναι πολύ πιο σκοτεινά.

Πριν από λίγο καιρό, ένας δημοσιογράφος που έζησε λίγες ημέρες δίπλα στον Νοτιοαφρικανό που ήταν μόλις 11 μηνών όταν έχασε τα πόδια του και μετέπειτα εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους αθλητές του κόσμου, ανταγωνιζόμενος ακόμη και τους αρτιμελείς, έγραφε πως πρόκειται για έναν adrenaline freak. Εναν τύπο εθισμένο στην αδρεναλίνη. Εναν άνθρωπο που, προφανώς για να καλύψει το κενό της αναπηρίας του, έπαιζε χόκεϊ, ράγκμπι, κρίκετ, έτρεχε με το σκάφος του (το 2009 έπεσε σε κώμα, ύστερα από σοβαρό ατύχημα στη θάλασσα), οδηγούσε αυτοκίνητα πολύ πάνω από τα ανθρώπινα όρια και πυροβολούσε στόχους. Ενας αεικίνητος, νευρικός τύπος που ούρλιαζε στη φύση πόσο λάθος είχε κάνει που τον έκανε έτσι. Δεν είναι σαφές αν αυτό το λάιφσταϊλ οδήγησε στη δολοφονία της κοπέλας του (προφανώς βοηθάει το να έχεις πέντε όπλα δίπλα στο κρεβάτι), αλλά η συγκεκριμένη – παραπάνω από κινηματογραφική – ιστορία έδειξε πως τα όρια της θεοποίησης των αθλητών πρέπει να τα επανεξετάσουμε προτού η Ιστορία μάς φέρει σε δύσκολη θέση.

Στην Ελλάδα έχουμε και συγκεκριμένη εμπειρία. Το πέρασμα του Κώστα Κεντέρη μέσα σε λίγες ημέρες από απόλυτο αθλητικό είδωλο, όνομα αεροπλάνου, πλοίου, διαφημιστικό υλικό και αθλητή που θα ανάψει την ολυμπιακή δάδα σε φυγόδικο κατηγορούμενο, η (εκνευριστικά) εκκωφαντική σιωπή του τόσα χρόνια, η δίκη με την οποία δικαιώθηκε μεν – χωρίς καν να παραστεί δε – για το περιβόητο ατύχημα της μοτοσικλέτας, έχει κάνει το ελληνικό κοινό κυνικό και υποψιασμένο σε μεγέθη που ξεφουσκώνουν μέσα σε μια κακιά στιγμή.

Οπότε ο Μάικλ Τζόρνταν κακώς καπνίζει με τόση νευρικότητα. Είναι από τους τυχερούς: Το πέρασμά του από αυτή τη ζωή δεν θα είναι σιωπηλό και αθόρυβο όπως των περισσότερων ανθρώπων. Το μόνο που έχει να αντιμετωπίσει είναι το αναπόφευκτο γήρας. Τι να πούμε και οι υπόλοιποι.