Την προτελευταία ημέρα του Ιανουαρίου, η εφημερίδα «El Pais» αποκάλυψε την υπόθεση. Ο πηχυαίος πρωτοσέλιδος τίτλος προλόγιζε: «Τα μυστικά έγγραφα του Μπάρθενας». Πράγματι, οι αναγνώστες είχαν την ευκαιρία να εξαγάγουν ενδιαφέροντα συμπεράσματα από τα ντοκουμέντα του Λουίς Μπάρθενας, πρώην υπεύθυνου οικονομικών του ισπανικού Λαϊκού Κόμματος, έγγραφα που αφορούσαν την περίοδο από το 1999 ως το 2009. Τα συγκεκριμένα ντοκουμέντα εμφάνιζαν τον πρόεδρο του κόμματος και σημερινό ισπανό πρωθυπουργό, Μαριάνο Ραχόι, καθώς και τη γενική γραμματέα του κόμματος, Μαρία Ντολόρες ντε Κοσπεδάλ, να λαμβάνουν «μπόνους» (ύψους 25.200 ευρώ επί έντεκα χρόνια για τον Ραχόι) στους μισθούς τους από κονδύλια που περιγράφονται ως «μαύρα». Επιπλέον, οι αποκαλύψεις υποδεικνύουν δωρεές στο κόμμα από επιχειρηματίες και εργολάβους με αμφιλεγόμενη φήμη, καθώς και παροχές σε μέλη του κόμματος, δίχως να διευκρινίζεται ο λόγος για τον οποίο δόθηκαν. Επίσης, κονδύλια που διατέθηκαν για συναλλαγές με περιγραφές όπως «τα κοστούμια του Μαριάνο», «οι γραβάτες του Μαριάνο». Η ισπανική κοινή γνώμη εμφανίζεται εξαγριωμένη από τις πρόσφατες αποκαλύψεις, οι οποίες, αν και δεν μαρτυρούν υπεξαίρεση αστρονομικών ποσών, υπογραμμίζουν ένα διόλου αμελητέο ηθικό ζήτημα. Οι σχετικές διαδηλώσεις κατά του σημερινού ισπανού πρωθυπουργού στη Μαδρίτη και σε άλλες ισπανικές πόλεις αποτελούν ρουτίνα, ενώ η αντιπολίτευση εκμεταλλεύεται πολιτικά το ζήτημα.
Θα ήταν ευχής έργον να μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει την αδυναμία του Μαριάνο Ραχόι στα «ακριβά κοστούμια» μεμονωμένο φαινόμενο. Θα ήταν ίσως παρήγορο αν μπορούσε κάποιος να εντάξει το συγκεκριμένο σύμπτωμα διαφθοράς στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κρίσης του «άτακτου» Νότου, στις νοοτροπίες οι οποίες «μας έφεραν ως εδώ» ή ακόμη και σε εκείνες τις οποίες «γέννησε η κρίση». Ωστόσο, αντίστοιχα ευρωπαϊκά σκάνδαλα που αφορούν κορυφαίους πολιτειακούς παράγοντες (συχνά προέδρους ή πρωθυπουργούς) και εκτυλίσσονται το τελευταίο διάστημα σε όλη την περιφέρεια της Ενωμένης Ευρώπης μαρτυρούν μια κατάσταση με ακόμη βαθύτερες ρίζες.
Ο δήμαρχος Ζακ Σιράκ
Στις 7 Μαρτίου του 2011, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας, Ζακ Σιράκ, δικάστηκε με την κατηγορία της διαφθοράς. Ηταν ο αμέσως επόμενος γάλλος πρόεδρος που αντιμετώπισε αντίστοιχες κατηγορίες από την εποχή του Φιλίπ Πετέν, ο οποίος παρέδωσε τη χώρα και συνεργάστηκε με τη ναζιστική Γερμανία. Η υπόθεση του Σιράκ δεν είχε τόσο βαρύγδουπη αφετηρία, δεν αφορούσε καν τη θητεία του ως προέδρου. Ως δήμαρχος του Παρισιού από το 1977 ως το 1995, κατηγορήθηκε ότι διατηρούσε 28 κομματικούς φίλους ως αργόμισθους του δήμου σε ανύπαρκτες θέσεις εργασίας. Με την ίδια κατηγορία, ο τωρινός υπουργός εξωτερικών της Γαλλίας, Αλέν Ζυπέ, είχε καταδικαστεί με ποινή 14μηνης φυλάκισης το 2004. Η καταδικαστική απόφαση του τέως προέδρου της Γαλλίας εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2011 και συνοδευόταν από ποινή φυλάκισης δύο ετών. Ο ίδιος δεν παρευρέθη στη δίκη του, καθώς οι γιατροί του έκριναν ότι τα νευρολογικά προβλήματα του είχαν προκαλέσει βλάβη στη μνήμη του.
Οι καμπάνιες του Σαρκοζί
Ο Σιράκ δεν ήταν ο μοναδικός πρόεδρος του οποίου το όνομα ενεπλάκη σε ηχηρό σκάνδαλο. Ο Νικολά Σαρκοζί από τον Ιούλιο του 2010 έχει εμπλακεί στην υπόθεση Μπετανκούρ, όταν η πρώην λογίστρια της Λιλιάν Μπετανκούρ, μεγαλομετόχου της L’Οréal και, σύμφωνα με δημοσιεύματα, «πλουσιότερης γυναίκας στη Γαλλία», κατηγόρησε τον Νικολά Σαρκοζί και το στέλεχος του UMP, Ερίκ Βερτ, ότι είχαν εισπράξει παρανόμως ενισχύσεις για τις προεκλογικές καμπάνιες τους το 2007. Αφότου η γαλλική δίωξη οικονομικού εγκλήματος προέβη σε έρευνες στην οικία του Νικολά Σαρκοζί και της Κάρλα Μπρούνι, καθώς και σε ακρόαση της Λιλιάν Μπετανκούρ, η υπόθεση έφτασε ασφαλώς ως το δικαστήριο. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας κατέθεσε στο δικαστικό μέγαρο του Μπορντό για πιθανή παράνομη χρηματοδότηση του κόμματός του, είτε μέσω του Βερτ είτε απευθείας, έπειτα από επισκέψεις στην οικία Μπετανκούρ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα του γαλλικού Τύπου, δεν αποκλείεται ο Σαρκοζί, ο οποίος έχει πλέον αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική, να τεθεί υπό το καθεστώς του «επικουρούμενου μάρτυρα», ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα σε αυτό του απλού μάρτυρα και του κατηγορουμένου.
Η υπόθεση Μπετανκούρ δεν αποτελεί το μοναδικό πρόβλημα του γάλλου πρώην προέδρου: Ετερος γάλλος δικαστής έχει στα χέρια του τον φάκελο της «Υπόθεσης Καράτσι». Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης εξετάζονται τα συμβόλαια Agosta για την πώληση υποβρυχίων στο Πακιστάν και «Sawari II» για τη μεταβίβαση φρεγατών στη Σαουδική Αραβία που ολοκληρώθηκαν το 1994. Οι υποψίες για μίζες είναι υπαρκτές και βαρύνουν τον ίδιο τον Σαρκοζί ως κορυφαίο στέλεχος της προεκλογικής εκστρατείας του 1995 και υπεύθυνο για τον προϋπολογισμό της, οπότε εικάζεται ότι εξαργυρώθηκε το ποσό της «προμήθειας». Την κατάστασή του δυσχεραίνει το συμπέρασμα της αστυνομίας του Λουξεμβούργου τον Ιανουάριο του 2010 ότι η δημιουργία της εταιρείας Heine, όπου διοχετεύτηκε το ποσό, έγινε έπειτα από συμφωνία με τον μετέπειτα νικητή των εκλογών και πρωθυπουργό, Εντουάρ Μπαλαντίρ, και τον τότε υπουργό Οικονομικών: τον Νικολά Σαρκοζί.
Ο σύμβουλος του Ντέιβιντ Κάμερον
Η ιδιότητα του συμβούλου επικοινωνίας του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον δεν ήταν η μοναδική που κατείχε ο Αντι Κόλσον το 2007. Ηταν επίσης και δημοσιογράφος, διευθυντής της σκανδαλοθηρικής εφημερίδας του Ρούπερτ Μέρντοκ, «News of the World». Η εφημερίδα έπαψε να κυκλοφορεί τον Ιούλιο του 2011 υπό τη σκιά του τρομερού σκανδάλου των υποκλοπών συνομιλιών προσωπικοτήτων της βρετανικής δημόσιας σφαίρας προκειμένου να «εξασφαλίζει» την ύλη της. Ηδη από τον Ιούνιο του 2010 είχε επιβεβαιωθεί από τους αρμόδιους ότι ο μισθός του Κόλσον – περί τις 140.000 στερλίνες ετησίως – ήταν ο μεγαλύτερος ανάμεσα σε εκείνους των ειδικών συμβούλων της βρετανικής κυβέρνησης. Ωστόσο, τον επόμενο Ιανουάριο παραιτήθηκε από τη θέση του στη «News of the World», ενώ το αμέσως επόμενο καλοκαίρι συνελήφθη και ανακρίθηκε για την εμπλοκή του στην υπόθεση των υποκλοπών. Καθώς ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Εντ Μίλιμπαντ, ανέβασε τους τόνους σχετικά με το ζήτημα, ο Κάμερον υπερασπίστηκε πλήρως τον σύμβουλό του, σημειώνοντας ότι έδωσε «συνειδητά δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον που “τα θαλάσσωσε”». Εφέτος το καλοκαίρι, ο Κάμερον δήλωσε ενώπιον του κοινοβουλίου μεταμέλεια για την απόφασή του να προσλάβει τον Κόλσον.
Οι πολλές ζωές του Μπερλουσκόνι
Είναι ασαφές το αν τα σκάνδαλα στα οποία έχει εμπλακεί το όνομα του Σίλβιο Μπερλουσκόνι είναι λιγότερα ή περισσότερα από τα επιτεύγματά του ως προέδρου της Ιταλίας. Πέρα από εκείνα τα οποία σχετίζονται με διάφορες αποχρώσεις του ροζ – έχοντας ασφαλώς ως επίκεντρο τα πάρτι «μπούνγκα μπούνγκα» – οι κατηγορίες οι οποίες έχουν βαρύνει κατά καιρούς τον ιταλό πολιτικό καλύπτουν ευρύ φάσμα ανομίας: συναλλαγές με τη Μαφία, ψευδείς δηλώσεις οικονομικών στοιχείων, φοροδιαφυγή, διαφθορά και δωροδοκία αστυνομικών και δικαστών. Εξαιτίας μεταγενέστερων των κατηγοριών – «φωτογραφικών», σημειώνουν πολλοί – νομοθετικών ρυθμίσεων των κυβερνήσεών του, πολλές από τις υποθέσεις δεν έχουν φτάσει ως το τέλος τους. Ωστόσο, η διακυβέρνηση του «Papi Silvio» έχει να επιδείξει μια πρωτόγνωρη πινακοθήκη σκανδάλων.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 2009, η ιταλική Δικαιοσύνη κατέληξε στο ότι ο Ντέιβιντ Μιλς, βρετανός δικηγόρος και συνήγορος του Μπερλουσκόνι κατά τη δεκαετία του ’90, βρέθηκε ένοχος για αποδοχή δώρου ύψους 400.000 λιρών Αγγλίας από τον Μπερλουσκόνι, με ποινή φυλάκισης τεσσεράμισι ετών. Ωστόσο, έναν χρόνο αργότερα, το δικαστήριο αποφάσισε ότι η το αδίκημα δεν αφορούσε το 2000, αλλά το 1999, άρα είχε παραγραφεί. Επομένως, ο Μιλς εξαναγκάστηκε σε καταβολή αποζημίωσης ύψους 250.000 ευρώ προς το προεδρικό γραφείο για συκοφαντική δυσφήμιση.
Τον περασμένο Φεβρουάριο, οι εισαγγελικές αρχές του Μιλάνου μήνυσαν τον Μπερλουσκόνι για κατάχρηση της εξουσίας του. Το 2005, η ιταλική εφημερίδα «Il Giornale», η οποία εκδίδεται από τον αδελφό του Μπερλουσκόνι, Πάολο, δημοσίευσε συνομιλίες, προϊόντα υποκλοπής μεταξύ του διοικητή της Τράπεζας της Ιταλίας, Αντόνιο Φάτσιο, στελεχών του fund Unipol και του κεντροαριστερού πολιτικού Πιέρο Φασίνο. Σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο, η δημοσίευση υπήρξε η αιτία να ματαιωθεί η εξαγορά της τράπεζας Banca Nazionale del Lavoro από τη Unipol. Στην κατάθεσή του πριν από έναν χρόνο, ο Μπερλουσκόνι αρνήθηκε ότι γνώριζε οτιδήποτε σχετικά με την υπόθεση.
Με τις κατηγορίες για σεξ με την ανήλικη χορεύτρια Καρίμ Ελ Μαρούγκ, το 2010, να έχουν μεσολαβήσει, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι καταδικάστηκε τον περασμένο Οκτώβριο σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών για διαφορετικό λόγο: για φοροδιαφυγή και καταβολή προστίμου ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ. Οι κατηγορίες αφορούσαν την εξαγορά τηλεοπτικών δικαιωμάτων προβολής αμερικανικών ταινιών μέσω offshore εταιρειών σε διόλου ανταγωνιστικές τιμές. Ο Μπερλουσκόνι έχει το δικαίωμα να μην εκτίσει την ποινή του, ώσπου να εκδικαστούν οι δύο εφέσεις τις οποίες δικαιούται να ασκήσει. Ηδη έχει ασκήσει την πρώτη, καθώς η ένταση της προεκλογικής εκστρατείας του κλιμακώνεται ενόψει της αναμέτρησης του Απριλίου.
Ο ύποπτος Σλοβένος
Οι καταγγελίες των σλοβενικών εφημερίδων περί διακοπών του πρωθυπουργού της χώρας, Γιάνεζ Γιάνσα, στην Κάλυμνο με έξοδα του κρατικού προϋπολογισμού, το περασμένο καλοκαίρι, δεν αποτελούσαν παρά ένα μικρό ιντερλούδιο γύρω από το αμφιλεγόμενο πρόσωπο του σλοβένου πολιτικού. Ηδη βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη η υπόθεση «Patria», στην οποία τον ενέπλεξε ο φινλανδικός Τύπος. Σύμφωνα με τα στοιχεία, η φινλανδική βιομηχανία όπλων Patria δωροδόκησε σλοβένους πολιτικούς κατά τη διάρκεια της θητείας του προκειμένου να εξασφαλίσει προμήθεια θωρακισμένων οχημάτων στον σλοβενικό στρατό.
Ωστόσο, πριν από λίγες ημέρες, μετά τη δημοσίευση του πορίσματος της σλοβενικής επιτροπής για την καταπολέμηση της διαφθοράς, η κατάσταση γύρω από τον πρωθυπουργό της χώρας έγινε περισσότερο πιεστική. Σύμφωνα με την έκθεση, ο Γιάνσα υπέπεσε σε πολλές παρατυπίες σχετικά με τις δηλώσεις της περιουσίας του. Επιπλέον, η αγορά ενός ακινήτου του εμμέσως συγχρηματοδοτήθηκε από κατασκευαστική εταιρεία, ανάδοχο δημοσίων έργων. Επίσης, η ίδια έκθεση έδειξε ότι τα έξοδά του υπερέβαιναν τα έσοδα και τις καταθέσεις του κατά τουλάχιστον 200.000 ευρώ. Το αποτέλεσμα της δημοσίευσης των στοιχείων ήταν κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού να άρουν την υποστήριξή τους στο πρόσωπο του.
Δεν είναι σαφές τι είναι εκείνο που έχει οδηγήσει τους κορυφαίους εκλεγμένους αντιπροσώπους των ευρωπαίων πολιτών στο να εμπλέκονται σε τόσο ηχηρά σκάνδαλα. Ωστόσο, η εικόνα της πάντοτε «καθαρής» Ευρωπαϊκής Ενωσης με την αδυναμία στην εφαρμογή της αρχής της διαφάνειας έχει πλέον κηλιδωθεί.