Πόσο αλήθεια επιδερμικά μας αγγίζουν κάποιες ειδήσεις, δυο αράδες όλες κι όλες, “Σε ιδιόχειρο σημείωμα που άφησε, ο αυτόχειρας εξήγησε ότι έβαλε τέλος στη ζωή του εξαιτίας των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε.” Και ήταν σαράντα χρονών, νέος άνθρωπος, σίγουρα και πριν δεν έλειπαν τα οικονομικά προβλήματα, αλλά κάπως, με κάποιο τρόπο μπορούσες να τα αντιμετωπίσεις, να τα φέρεις βόλτα που λένε, να το τραινάρεις, να μπορέσεις αύριο – μεθαύριο να το καβαλήσεις, να το ξεπεράσεις, σήμερα έχεις “αδυνατίσει” πολύ, μα πάρα πολύ, και δεν αντιμετωπίζεται, σ’ αντιμετωπίζει αυτό, σε βάζει από κάτω και δεν έχεις από πού να κρατηθείς, δεν σ’ αφήνει ούτε να ανασάνεις, κάπως έτσι θολώνεις και δεν βλέπεις τίποτε μπροστά σου. Ανοίγεις την τηλεόραση, χωρίς πολύ-πολύ να το καταλάβεις. γιατί, να κάνεις κουβέντα, να συζητήσεις, τι να πεις; όλα πια έχουν χάσει το νόημά τους. η δουλειά είναι μια ανάμνηση, η παρέα; δεν θυμάσαι ούτε τα πρόσωπα τους, πώς να θυμηθείς τους έρωτές σου, που σε συντρόφευαν στην εφηβεία σου, και μετά, τα χρόνια της χειραφέτησής σου.
Προσπαθείς να θυμηθείς τις ξέγνοιαστες μέρες των διακοπών σου, σε κείνο το νησί, που καθόσουν με τη γεμάτη σου αγκαλιά για να θαυμάσεις το ηλιοβασίλεμα, και το πρωί την ανατολή. θα’ ρθουν ποτέ ξανά αυτές οι μέρες; μονολογάς. μπα, είναι τόσο μα τόσο μακριά, που ούτε καν ακούγονται, έχουν σκεπαστεί απ’ τη σκόνη, τι άλλο αλήθεια σου έχει μείνει, τι μπορεί να σε ζεστάνει….
Προς διαθεσιμότητα δεκατρείς χιλιάδες υπάλληλοι, η είδηση σε επαναφέρει, ο παρουσιαστής με σταθερή φωνή, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, σαν να μην σημαίνει τίποτε, με καρφωμένο το βλέμμα στην κάμερα, νοιώθεις να σε κοιτάει κατάματα και αντιλαμβάνεσαι τις τρίχες σου να τεντώνονται, εκεί που έφτασε το πράγμα, λες, τι άλλο έχεις να φοβηθείς. απορείς, με την αναλγησία. ακόμη, σκέφτεσαι, δεν είναι αρκετές τόσες θυσίες, δεν έφτασε τόσο δάκρυ, δεν έχουνε κάτι κοινό με μας, και δεν είναι δεκατρείς, είναι πενήντα δυο χιλιάδες, ίσως και παραπάνω….