«Όπως έστρωσες (τραπέζι) θα κοιμηθείς». Κάπως έτσι θα μπορούσε να είναι ο τίτλος μιας νέας μελέτης ειδικών της Σχολής Ιατρικής Πέλερμαν στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας η οποία για πρώτη φορά δείχνει πως το τι τρώμε επιδρά στα μοτίβα του ύπνου μας. Συγκεκριμένα οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ορισμένα θρεπτικά στοιχεία παίζουν ρόλο στη διάρκεια του νυχτερινού ύπνου καθώς και ότι τα άτομα που καταναλώνουν ποικιλία τροφών – δείκτης καλής διατροφής – παρουσιάζουν και τα πιο υγιή μοτίβα ύπνου.
Με βάση μεγάλη αμερικανική μελέτη
Η νέα μελέτη που δημοσιεύεται on-line πριν τη δημοσίευσή της στο επιστημονικό περιοδικό «Appetite» βασίστηκε σε ανάλυση στοιχείων της εθνικής μελέτης National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) η οποία έλαβε χώρα στις ΗΠΑ το 2007-2008 με χρηματοδότηση των Κέντρων για τον Ελεγχο και την Πρόληψη των Ασθενειών (CDC). Στη μελέτη NHANES περιλαμβάνονταν ερωτήματα σχετικά με τη δημογραφία, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, τη διατροφή και την υγεία των συμμετεχόντων (το δείγμα ήταν έτσι επιλεγμένο ώστε να αντιπροσωπεύει τον αμερικανικό πληθυσμό όλων των ηλικιών και κάθε δημογραφικού status).
Στο πλαίσιο της καινούργιας μελέτης στο «Appetite» οι επιστήμονες από την Πενσυλβάνια επικεντρώθηκαν σε απαντήσεις που έδωσαν οι συμμετέχοντες στη NHANES σχετικά με τις συνήθειες του ύπνου τους. Οι ερευνητές χώρισαν με βάση αυτές τις απαντήσεις τους εθελοντές σε τρεις ομάδες: σε αυτούς που είχαν πολύ μικρή διάρκεια ύπνου κάθε νύχτα (λιγότερο από 5 ώρες), σε όσους είχαν μικρή διάρκεια ύπνου (5-6 ώρες), σε όσους είχαν κανονική διάρκεια ύπνου (7-8 ώρες) και σε εκείνους που είχαν μεγάλη διάρκεια ύπνου (9 ή περισσότερες ώρες).
Αναλυτικές πληροφορίες για τη διατροφή
Παράλληλα στο πλαίσιο της NHANES οι συμμετέχοντες έδωσαν αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με την καθημερινή διατροφή τους (από το πόσες θερμίδες λάμβαναν ημερησίως ως το πόσο νερό κατανάλωναν αλλά και ποια ακριβώς «συστατικά» περιείχε το κάθε γεύμα τους). Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας χρησιμοποίησαν στην ανάλυσή τους και αυτά τα στοιχεία.
Είδαν τελικώς ότι η συνολική ημερήσια πρόσληψη θερμίδων διέφερε σημαντικά μεταξύ των τεσσάρων ομάδων. Συγκεκριμένα τα άτομα που κοιμούνταν λίγο κατανάλωναν και τις περισσότερες θερμίδες ημερησίως – δεύτεροι στην κατάταξη έρχονταν όσοι κοιμούνταν 7-8 ώρες, ενώ ακολουθούσαν εκείνοι που κοιμούνταν πολύ λίγο και τελευταίοι ήταν εκείνοι που κοιμούνταν πολύ.
Ποικιλία πρόσληψης θρεπτικών συστατικών στον… κανονικό ύπνο
Η ποικιλία πρόσληψης θρεπτικών συστατικών ήταν η μεγαλύτερη σε όσους κοιμούνταν 7-8 ώρες και η μικρότερη σε όσους κοιμούνταν λιγότερο από 5 ώρες. Διαφορές στην κατανάλωση διαφορετικών στοιχείων παρατηρήθηκαν μεταξύ των ομάδων σε ό,τι αφορούσε μια μεγάλη γκάμα θρεπτικών συστατικών συμπεριλαμβανομένων πρωτεϊνών, υδατανθράκων, βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων.
Συγχρόνως οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι η πολύ μικρή διάρκεια ύπνου συνδεόταν με μικρότερη κατανάλωση νερού βρύσης, λυκοπενίου (της φυσικής χρωστικής που χαρίζει σε φρούτα και λαχανικά το κόκκινο χρώμα τους) και υδατανθράκων. Η μικρή διάρκεια ύπνου συνδεόταν με μικρότερη πρόσληψη βιταμίνης C, νερού, σεληνίου (περιέχεται σε ξηρούς καρπούς, στο κρέας και στα όστρακα) αλλά και με μεγαλύτερη πρόσληψη λουτεΐνης και ζεαξανθίνης (περιέχονται αμφότερες στα πράσινα φυλλώδη λαχανικά). Η μεγάλη διάρκεια ύπνου φάνηκε να συνδέεται με μικρότερη πρόσληψη θεοβρομίνης (περιέχεται στη σοκολάτα και στο τσάι), δωδεκανοϊκού οξέος (κορεσμένο λίπος), χολίνης (περιέχεται μεταξύ άλλων στα αβγά και στα λιπαρά κρέατα) και υδατανθράκων καθώς και με μεγαλύτερη κατανάλωση αλκοόλ.
Σε αναζήτηση του ιδανικού «μείγματος» τροφών για όνειρα γλυκά
«Συνολικά οι άνθρωποι που κοιμούνται 7-8 ώρες κάθε νύχτα διαφέρουν σε ό,τι αφορά το διατροφικό προφίλ τους από εκείνους που κοιμούνται περισσότερο ή λιγότερο. Ανακαλύψαμε ακόμη ότι τόσο η μικρή όσο και η μεγάλη διάρκεια ύπνου συνδέονται με κατανάλωση μικρότερης ποικιλίας τροφών» ανέφερε ο δρ Μάικλ Γκράντνερ από το Κέντρο για τον Υπνο και την Κιρκαδική Νευροβιολογία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και προσέθεσε: «Αυτό που ακόμη δεν γνωρίζουμε είναι το αν κάποιος που άλλαζε τα διατροφικά μοτίβα του θα κατάφερνε να αλλάξει και τα μοτίβα του ύπνου του. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πεδίο το οποίο πρέπει να εξερευνήσουμε καθώς ο ελάχιστος ύπνος έχει συνδεθεί με αύξηση του βάρους, με παχυσαρκία, με διαβήτη και καρδιαγγειακά νοσήματα. Παράλληλα γνωρίζουμε ότι και τα άτομα που κοιμούνται πάρα πολύ τη νύχτα αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων υγείας. Εάν καταφέρουμε να εντοπίσουμε το ιδανικό ‘μείγμα’ θρεπτικών στοιχείων και θερμίδων για την προαγωγή του καλού ύπνου, τότε θα μπορούμε να κάνουμε ένα μεγάλο βήμα στη μάχη με την παχυσαρκία και άλλους μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου».