Το θέμα της αποπληρωμής των χρεών των χωρών αποτελεί ταμπού της εποχής. Είναι παράδοξο ότι τόσο στα διάφορα κέντρα οικονομικών μελετών όπως και στα προγράμματα κυβερνήσεων και κομμάτων πουθενά δεν γίνεται λόγος, ωσάν να μην υπάρχει. Μια τέτοια συμπεριφορά βέβαια θα ήταν κατανοητή αν το χρέος βρισκόταν σε υποχώρηση ή τουλάχιστον ήταν στάσιμο. Τα στοιχεία όμως δείχνουν ακριβώς το αντίθετο.
Η κατάσταση είναι εκρηκτική. Με βάση στοιχεία από το ΔΝΤ αλλά και από πρόσφατη μελέτη της εταιρείας συμβούλων McKinsey, το παγκόσμιο χρέος ξεπέρασε το 2012 τα 200 τρισ. δολάρια. Το 2010 ήταν ακόμη 158 τρισ. Αυτό σημαίνει ότι μέσα σε δύο μόλις χρόνια αυξήθηκε κατά 42 τρισ. Από αυτά τα 54 τρισ. αποτελούν δημόσιο χρέος και τα υπόλοιπα ιδιωτικό. Η τάση του είναι αυξανόμενη και τα χαρακτηριστικά του ανησυχητικά. Ενώ παλαιότερα ήταν οι υπανάπτυκτες χώρες που είχαν πρόβλημα υπερχρέους, τώρα είναι οι μεγάλοι κρατικοί σχηματισμοί όπως η Ιαπωνία, η Ευρώπη και οι ΗΠΑ. Η Ιαπωνία επιβιώνει λόγω των χαμηλών επιτοκίων αναχρηματοδότησης, η Ευρώπη αδυνατεί να διαχειρισθεί ένα μικρότερο αλλά επίσης σημαντικό πρόβλημα, ενώ οι ΗΠΑ απειλούνται κάθε έξι μήνες με χρεοκοπία, όταν οι χρηματοδοτικές ανάγκες τους αγγίζουν το συνταγματικό τους όριο. Ηδη έχουν απολέσει το τριπλό Α από τον οίκο Standard & Poor’s και απειλούνται και από τον Fitch.
Μακροοικονομικά τόσο το συνολικό χρέος όσο και το δημόσιο φαίνεται ότι αγγίζει τα όριά του. Σήμερα βρίσκεται 2,5 φορές πάνω από το παγκόσμιο ΑΕΠ, ενώ η περαιτέρω αύξησή του στις 3,5 φορές θεωρείται ότι καθιστά αδύνατη την οικονομική ανάπτυξη. Ηδη τώρα όλο και περισσότερα χρέη παράγουν μικρότερη ανάπτυξη. Οι χώρες δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν τους ανατοκισμούς των δανείων, παρ’ ότι στις περισσότερες τα επιτόκια βρίσκονται ακόμη χαμηλά. Τα χρέη όμως τείνουν προς το άπειρο ενώ η οικονομική ανάπτυξη προς το μηδέν. Η κατάσταση φαίνεται αδιέξοδη και πολλά κράτη θα έρθουν αντιμέτωπα με τη χρεοκοπία.
Ιστορικά η αντιμετώπιση του προβλήματος περνούσε μέσα από έναν μεγάλο πόλεμο, μια νομισματική μεταρρύθμιση που συνήθως ακολουθούσε ή έναν τεχνητό υπερπληθωρισμό. Ο πόλεμος δεν αφήνει πίσω του μόνο ανθρώπινα θύματα, προκαλεί και μαζικές υλικές καταστροφές. Η ανάπτυξη που ακολουθεί συχνά υπερβαίνει εκείνη των χωρών που έμειναν αλώβητες από τον πόλεμο. Αυτό εννοούσε και ο αυστριακός οικονομολόγος Joseph Schumpeter όταν μιλούσε για τη «δημιουργική καταστροφή» ως βασικό στοιχείο του καπιταλισμού. Πόλεμος όμως μεταξύ των μεγάλων χωρών, τώρα, στην εποχή της ατομικής βόμβας, αποκλείεται. Ετσι η μόνη λύση που απομένει είναι ο πληθωρισμός.
Επειδή όμως κάθε λύση έχει και απώλειες, οι ισχυροί θα προσπαθήσουν να μεταφέρουν τις ζημιές από την κρίση προς τα κάτω. Σε αγαστή συνεργασία με τις αγορές, οι νεοφιλελεύθεροι εκφραστές τους προτείνουν παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας, καθώς και στο φορολογικό σύστημα. Τι εννοούν; Λιγότερους φόρους για επιχειρήσεις και τα υψηλά εισοδήματα, περικοπές κοινωνικών δαπανών, μειώσεις μισθών και χρήματα μόνο για τη σωτηρία τραπεζών. Αυτός είναι ο «ρεαλιστικός καπιταλισμός» που εξυπηρετεί η πολιτική λιτότητας με την παντοδυναμία των αγορών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η λύση του ελεγχόμενου πληθωρισμού, που υποστηρίζεται από τους Rogoff, Mankiw και Krugman, έχει κόστος. Ο πληθωρισμός δεν απομειώνει μόνο τα χρέη αλλά και τις καταθέσεις. Σε αυτή την περίπτωση χάνουν πολλά οι κάτοχοι των μεγάλων λογαριασμών και λίγα οι μικρότεροι.
Με τη βεβαιότητα ότι τα χρέη δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν, είτε διότι τα κράτη δεν μπορούν είτε διότι δεν θέλουν, η χώρα μας θα πρέπει να έχει ως στόχο, προτού ξεσπάσει η λαίλαπα, να απαλλαγεί από ένα ακόμη μέρος του χρέους της. Ετσι θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τους τόκους με τις δυνάμεις της που θα προέλθουν από την αναπτυξιακή διαδικασία ως μόνο ανώδυνο και σταθερό δρόμο για ασφαλές μέλλον.
Ο κ. Χαράλαμπος Γκότσης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.




ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ