Λίγες ελληνικές βιομηχανίες έχουν το… «ιστορικό προνόμιο» να έχουν βιώσει την εποχή της Μεγάλης Υφεσης και την τρέχουσα οικονομική κρίση. Συμπτώσεις! Και μία σύμπτωση μπορεί να προσφέρει γνώση, όμως προκαλεί, κυρίως, πολλαπλούς «πονοκεφάλους», όχι μόνο στους ιδιοκτήτες, αλλά γενικότερα στους ανθρώπους που εργάζονται στην εν λόγω βιομηχανία. Ετσι σίγουρα δεν είναι ευτυχής η «ομάδα» –όπως αποκαλεί τους συνεργάτες του ο κ. Ιωάννης Χρ. Γιώτης, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ομώνυμης βιομηχανίας, ο οποίος διοικεί την παλαιότερη βιομηχανία παιδικών τροφών στην ελληνική αγορά.

Η Γιώτης ΑΕ είναι μία από τις λίγες ελληνικές βιομηχανίες η οποία το 2012 κατέγραψε αύξηση πωλήσεων, έστω και οριακή, χωρίς να στηρίζεται στις εξαγωγές, τομέας όπου η δραστηριότητά της είναι ακόμα περιορισμένη. Η έστω και οριακή αυτή άνοδος αποδεικνύει την ανθεκτικότητα των προϊόντων της στην καθημερινότητα των καταναλωτικών συνηθειών των Ελλήνων. Το 2013 όμως ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς για την αγορά των τροφίμων. «Η κρίση πλέον χτυπά στα τρόφιμα» έλεγε βαρύθυμα παράγοντας του κλάδου των σουπερμάρκετ. Στη διάρκεια του Ιανουαρίου οι πωλήσεις στην αγορά των σουπερμάρκετ μειώθηκαν από 6% ως 8%, ανακαλώντας μνήμες του δευτέρου εξαμήνου του 2012. Σε αυτό το περιβάλλον, η μείωση των πωλήσεων της Γιώτης, τις πρώτες εβδομάδες του 2013, δεν υπερβαίνει το 3% και αυτό κάνει τα στελέχη της να ελπίζουν ότι ο τζίρος της βιομηχανίας είναι δυνατόν να συγκρατηθεί, δηλαδή να μην κινηθεί σε επίπεδα χαμηλότερα του 2012.
Η βασική τους εμπορική στρατηγική, η οποία μπορεί να ακούγεται εύκολη, είναι όμως εξαιρετικά δύσκολη, συνίσταται στη φράση: «Συντήρηση των μεριδίων και των πωλήσεων στην εσωτερική αγορά – ανάπτυξη των εξαγωγών».
Για πολλές βιομηχανίες τροφίμων αυτή η στρατηγική είναι κοινή. Η δυσκολία της όμως βρίσκεται στο γεγονός ότι στις κατηγορίες των προϊόντων όπου κινείται η Γιώτης το μερίδιο των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας υπερβαίνει το 20% και πλησιάζει το 22%. Και αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι αρκετά εκ των επωνύμων είναι έτσι κι αλλιώς προϊόντα χαμηλής τιμής, η επιλογή των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας –όπου η διαφορά τιμής μετριέται με λεπτά κι όχι με ευρώ –επιβεβαιώνει την οικονομική ανέχεια μεγάλου μέρους των καταναλωτών.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, όπως τονίζουν στελέχη της εταιρείας μιλώντας προς «Το Βήμα»: «Παράγουμε κάθε χρόνο νέα προϊόντα, διαθέτουμε σήμερα 400 κωδικούς και δεν αυξάνουμε τις τιμές, αλλά έχουμε αυξήσει τις προσφορές». Πέρυσι αυτή η τακτική απέδωσε.
Οι πωλήσεις της ελληνικής βιομηχανίας ανήλθαν το 2012 στα 74,4 εκατ. ευρώ, σε σχέση με 73,6 εκατ. ευρώ το 2011, σημειώνοντας οριακή άνοδο και το 2010 ήταν 71,4 εκατ. ευρώ. Από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και εντεύθεν, η Γιώτης έχει συνεχή αύξηση των πωλήσεων –το 2008 ήταν 52 εκατ. ευρώ. Φυσικά η αύξηση των πωλήσεων στη διάρκεια των τριών τελευταίων χρόνων δεν έγινε ανώδυνα.
Στο ίδιο διάστημα συρρικνώθηκαν τα κέρδη της. Από 6 εκατ. ευρώ που ήταν το 2009, χρόνο με τον χρόνο περιορίστηκαν. Ετσι, πέρυσι μειώθηκαν στα 3 εκατ. ευρώ έναντι 3,8 εκατ. ευρώ το 2011 και 4,7 εκατ. ευρώ το 2010. «Οι προσφορές έχουν ένα όριο, δεν πρέπει να περάσουμε σε ζημιές» σημειώνει στέλεχος της εταιρείας.
Βέβαια το ερώτημα που βασανίζει μετόχους και στελέχη της εταιρείας είναι αν το «σερί» της ανόδου θα συνεχιστεί και το 2013. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η οποιαδήποτε μείωση στην εσωτερική αγορά μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση των εξαγωγών. Γι’ αυτό και η «ομάδα» μετόχων και στελεχών που τη διοικεί επιμελώς ασχολείται κυρίως με την ανάπτυξη των εξαγωγών. Στην παρούσα φάση η περιοχή την οποία στοχεύουν είναι της Μέσης Ανατολής και του Αραβικού κόλπου και παράλληλα ενισχύουν την παρουσία τους στις αγορές που ήδη τα προϊόντα της είναι παρόντα, όπως συμβαίνει π.χ. με τις αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας.
Αν και η Γιώτης, ακόμα από την εποχή της ίδρυσής της, στη δεκαετία του 1930, είχε εξαγωγική δραστηριότητα που ήταν «παρούσα» σε όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής, ωστόσο δεν ξεπέρασε το όριο του 10% των πωλήσεών της. Η εξαγωγική της βάση είναι περίπου 7,5 εκατ. ευρώ, πωλήσεις οι οποίες πραγματοποιούνται σε 25 χώρες και στις πέντε ηπείρους. Μεταξύ αυτών είναι οι εξής χώρες: Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Αίγυπτος, Γερμανία, Αγγλία, Βέλγιο, Κύπρος, Ολλανδία, Μάλτα, Ισπανία, Ιταλία, Σουηδία, Νορβηγία, Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ρωσία, Ουκρανία, Σιγκαπούρη, Κίνα, Αυστραλία, ΗΠΑ και Καναδάς.
Η πρώτη εταιρεία παιδικών τροφών στην Ελλάδα
Πώς ο Ηπειρώτης Ιωάννης Γιώτης από το 1930 επεξεργάστηκε βιομηχανικά το ρύζι και τον αραβόσιτο

Στην εποχή της Μεγάλης Υφεσης, το 1930 δημιουργήθηκε από τους Ιωάννη και Μαρία Γιώτη η ομώνυμη εταιρεία. Πρόκειται για την πρώτη εταιρεία παιδικών τροφών στην ελληνική αγορά σε μια εποχή που η παιδική θνησιμότητα «θέριζε» τις φτωχές οικογένειες της ελληνικής κοινωνίας.
Ο Ηπειρώτης Ιωάννης Γιώτης, παππούς των σημερινών μετόχων, σε ηλικία μόλις 25 χρόνων ταξίδεψε στη Γαλλία, μελέτησε και παρακολούθησε εκεί το σύστημα της παρασκευής παρεμφερών προϊόντων και όταν επέστρεψε άρχισε μια επίμονη προσπάθεια για τη βιομηχανοποίησή τους.
Το εργοστάσιο κατασκευάστηκε στην περιοχή Τρεις Γέφυρες στην Αθήνα και οι εγκαταστάσεις του δεν ήταν μεγαλύτερες από 300 τ.μ. Η λειτουργία της επιχείρησης βασίστηκε σε μια απλή ιδέα: στην επεξεργασία ελληνικών πρώτων υλών που υπήρχαν σε αφθονία, όπως ήταν το ρύζι και ο αραβόσιτος, και ήταν πλούσιες σε περιεκτικότητα βιταμινών. Και προέκυψαν το «Ανθος Ορύζης» και το «Ανθος Αραβοσίτου».
Το «Ανθος Ορύζης» παράγεται από καλής ποιότητας ρύζι που υφίσταται προηγουμένως επιμελημένη κατεργασία και κρησάρισμα. Η εμφάνιση του συγκεκριμένου προϊόντος είναι η πρώτη βρεφική στερεά τροφή που παράχθηκε τυποποιημένη στην Ελλάδα. Αλλά και το «Ανθος Αραβοσίτου» είναι η πρώτη παιδική κρέμα που παράγεται βιομηχανικά στη χώρα μας. Τα δύο προϊόντα σύντομα άρχισαν να κυκλοφορούν στις ΗΠΑ, μεταξύ των ελλήνων μεταναστών.
Το εργοστάσιο της Ι. Γιώτης ΟΕ Βιομηχανία Παιδικών Τροφών σταμάτησε να λειτουργεί στη διάρκεια της Κατοχής και επαναλειτούργησε μετά το 1945. Και η ανάπτυξη ήταν εντυπωσιακή. Στη δεκαετία του 1950 απασχολούσε 180 εργαζομένους.

Εκείνη την εποχή η εταιρεία αυξάνει την γκάμα των προϊόντων της με το φρουί ζελέ, το πατατάλευρο, το κορνφλάουερ, το μπέικιν πάουντερ και το 1960 με τη Φαρίνα Γιώτης, το πρώτο αυτοδιογκούμενο αλεύρι στην Ελλάδα, που σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία όταν κυκλοφόρησε, και την κρέμα καραμελέ, που εξάγεται στην Αμερική και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες.

Ο ιδρυτής της εταιρείας πέθανε το 1960 σε ηλικία 55 ετών, στη διοίκηση της εταιρείας συνέχισε η σύζυγός του Μαρία Γιώτη και ακολούθως ανέλαβαν τα παιδιά του Αθανάσιος Γιώτης, ο οποίος πέθανε το 1980, και Χρήστος Γιώτης, ο οποίος πέθανε το 2006. Ετσι μέτοχοι, από 50% ο καθένας, και διοικούντες την εταιρεία είναι δύο συνονόματοι, που διαφέρουν μόνο στο πατρώνυμο, οι κ. Ιωάννης Χρ. Γιώτης, ο οποίος είναι ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, και ο κ. Ιωάννης Αθ. Γιώτης, ο οποίος είναι ο γενικός διευθυντής της.

Η επιχείρηση, παρά το γεγονός ότι από ομόρρυθμη μετατράπηκε σε ανώνυμη πλέον, παρέμεινε οικογενειακή και φυσικά στα χέρια της οικογενείας Γιώτη και απασχολεί σήμερα περί τους 350 εργαζομένους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ