Πολλά μπορεί να πει κανείς για τη λίστα Λαγκάρντ και όσα η απόκρυψή της πυροδότησε. Για το σκάνδαλο, για την αβελτηρία της πολιτικής, για την απροθυμία ή την επιβεβλημένη ραθυμία των υπηρεσιών, για όσα τέλος πάντων εμπόδισαν τόσα χρόνια τον ενδελεχή φορολογικό έλεγχο των αποκρυβέντων εισοδημάτων που η συγκεκριμένη λίστα και πολλές άλλες ανεξιχνίαστες έκρυβαν ή κρύβουν.

Ωστόσο, το πέπλο προστασίας αφαιρέθηκε, η απαίτηση για έλεγχο των διαφυγόντων εισοδημάτων γενικεύθηκε, πόρτες και παράθυρα ελέγχου άνοιξαν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Μετά το σκάνδαλο της λίστας Λαγκάρντ ουδείς δημόσιος λειτουργός μπορεί να προσποιηθεί ότι δεν ήξερε ,ότι δεν γνώριζε ή ότι άλλο για να μην ελέγξει ή να μην αξιολογήσει ανάλογα κατάστιχα, επίσημα βιβλία ή ανεπίσημα ηλεκτρονικά στοιχεία και εργαλεία, προκειμένου να προσεγγίσει διαφυγόντα ή διαφεύγοντα αφορολόγητα εισοδήματα.

Όπως επίσης ουδείς φορολογούμενος μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν γνώριζε ότι πρέπει να δηλώνονται οι καταθέσεις του εδώ ή στο εξωτερικό ή ότι αγνοούσε πως οι καταθέσεις πρέπει να αντικρίζονται με δηλωθέντα και φορολογηθέντα εισοδήματα.

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, έλεγαν οι πρόγονοί μας. Η λίστα Λαγκάρντ λοιπόν μπορεί να προκαλεί θύελλα πολιτική, που καλούνται να χειρισθούν οι πολιτικοί μας άρχοντες, αλλά άνοιξε πόρτες και παράθυρα , εξόπλισε με πανίσχυρο ηθικό επιχείρημα τις φορολογικές αρχές για την οριστική αντιμετώπιση του διαρθρωτικού προβλήματος της φοροδιαφυγής.

Είναι ζήτημα βούλησης πλέον και αποφασιστικής πολιτικής η αντιμετώπισή του. Δικαιολογίες δεν ευσταθούν πια.