Με την ανάληψη δύο πρωτοβουλιών που έχουν σχέση με την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της διαφθοράς και την αλλαγή του συστήματος προσλήψεων προσωπικού, η Task Force επιχειρεί να διασώσει τη «χαμένη τιμή» της μεταρρύθμισης του Δημοσίου η οποία έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα μετά τη διαθεσιμότητα και τις απολύσεις των δημοσίων υπαλλήλων που προωθεί ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντώνης Μανιτάκης. Ηδη ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων της ΝΔ και νυν γενικός γραμματέας Διαφάνειας κ. Γιώργος Σούρλας θα κληθεί κατά πάσα πιθανότητα να αναλάβει τη θέση του εθνικού συντονιστή κατά της διαφθοράς. Είναι μια θέση στην οποία θα τοποθετούνται πρόσωπα που τυγχάνουν της εμπιστοσύνης της Βουλής και θα υπάγεται απευθείας στον Πρωθυπουργό. Από την άλλη πλευρά, μετά την αξιολόγηση των δομών του κράτους αναμένεται να καθιερωθεί ένα νέο σύστημα προσλήψεων προσωπικού, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί το μείζον θέμα της γήρανσης των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά κυρίως το χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων που διαθέτουν.

Η κυβέρνηση δέχεται ήδη ισχυρές πιέσεις από τα στελέχη της Task Force, τα οποία επικαλούμενα τα στοιχεία του Ιδρύματος Brookings εκτιμούν ότι η διαφθορά αποτιμάται στην Ελλάδα σε ποσό που υπερβαίνει τα 20 δισ. ευρώ, ή αντιστοιχεί στο 8% του ΑΕΠ (χωρίς να περιλαμβάνεται σε αυτό η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία) και πιέζουν για τον συντονισμό όλων των υπηρεσιών που εμπλέκονται στην πρόληψη, στην ανίχνευση και στην πάταξη της διαφθοράς. Το σχέδιο που έχει ήδη καταθέσει ο κ. Χορστ Ράινχενμπαχ στην κυβέρνηση προβλέπει τη διαμόρφωση «μιας εθνικής στρατηγικής κατά της διαφθοράς». Προτείνεται, ως εκ τούτου, ο διορισμός ενός εθνικού συντονιστή κατά της διαφθοράς, μια θέση την οποία, όπως όλα δείχνουν, θα την καταλάβει ο κ. Γ. Σούρλας, ο οποίος θα συνεπικουρείται από μια ειδική ομάδα υπό τον έλεγχο της οποίας θα τεθούν όλοι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί.

Η ομάδα αυτή θα έχει πρόσβαση σε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς, σε ελληνικές και ξένες τράπεζες, μέσω της δημιουργίας ηλεκτρονικού μητρώου, καθώς και στα φορολογικά στοιχεία των πολιτών μέσω του Taxis ώστε να μπορεί να διενεργεί διασταυρώσεις. Το σχέδιο της Task Force υιοθετεί μια πρόταση η οποία είχε διατυπωθεί στο παρελθόν από τον γενικό επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ. Λέανδρο Ρακιντζή για την ενοποίηση όλων των ελεγκτικών μηχανισμών. Ετσι, η ομάδα δράσης που θα συσταθεί θα λειτουργεί τρόπον τινά ως «ομπρέλα» κάτω από την οποία θα τεθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι με την πάταξη της διαφθοράς μηχανισμοί.
Ως εκ τούτου, θα μετέχουν σε αυτήν εκπρόσωποι των επιθεωρητών-ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης, του ΣΔΟΕ, της αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και ο γενικός επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης. Τακτική ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ελέγχων θα παρέχουν στην ειδική αυτή ομάδα και οι οικονομικοί εισαγγελείς, ενώ θα καταβληθεί προσπάθεια να συνδυαστεί η δράση της με τα νέα μέτρα τα οποία ελήφθησαν από το υπουργείο Δικαιοσύνης για την επιτάχυνση της εκδίκασης των υποθέσεων διαφθοράς στο Δημόσιο. Παράλληλα, θα αναληφθεί εκστρατεία ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης και ενθάρρυνσης των πολιτών να καταγγέλλουν υποθέσεις διαφθοράς, ενώ θα δημιουργηθεί και ειδικός μηχανισμός για την υποδοχή και επεξεργασία των καταγγελιών.H δεύτερη πρωτοβουλία που έχουν αναλάβει τα στελέχη της Task Force έχει σχέση με τη θέσπιση νέων κανόνων πρόσληψης προσωπικού που θα έλθει ως απόρροια της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης των δομών και του προσωπικού του Δημοσίου. Η νέα πολιτική ανθρωπίνων πόρων θα προδικάσει ουσιαστικά και τις κατηγορίες των υπαλλήλων, οι οποίοι, με βάση τη δέσμευση που έχει αναλάβει η χώρα έναντι της τρόικας για 25.000 απολύσεις εντός του 2013, θα πάρουν το διαβατήριο εξόδου από το Δημόσιο. Η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τα στελέχη της Task Force, μέσω της αναδιάρθρωσης του κράτους και της αξιολόγησης του προσωπικού, να καταβληθεί προσπάθεια να μετακινηθούν (με τη διαδικασία της κινητικότητας) οι δημόσιοι υπάλληλοι που διαθέτουν κυρίως υψηλά προσόντα.
Η μετακίνησή τους όμως δεν θα γίνει στα τυφλά, αλλά με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές που θα καθοριστούν εκ των προτέρων για κάθε θέση μέσω των νέων οργανογραμμάτων των υπουργείων. Θα υπάρχουν, μ’ άλλα λόγια, συγκεκριμένα προσόντα, μορφωτικό επίπεδο και δεξιότητες που απαιτούνται από τους υπαλλήλους που θα καλούνται να καλύπτουν τις θέσεις. Αν οι υπάλληλοι δεν ανταποκρίνονται σε αυτές τις δεξιότητες, κάτι που θα καταστεί σαφές μέσω της αξιολόγησής τους, τότε θα πάρουν τον δρόμο της εξόδου από το Δημόσιο.
Η διαδικασία αυτή θα τηρηθεί και για τις νέες προσλήψεις προσωπικού. Οι υπηρεσίες δηλαδή θα προσλαμβάνουν άτομα τα οποία θα τοποθετούνται σε κενές θέσεις με βάση συγκεκριμένα προσόντα και όχι «στα τυφλά», όπως συμβαίνει σήμερα μέσω της διαδικασίας μοριοδότησης. Το ΑΣΕΠ, κατά τ’ άλλα, θα διατηρήσει την αρμοδιότητα του ελέγχου των προσλήψεων ώστε να διασφαλίζεται η διαφάνεια και η αξιοκρατία στις επιλογές του προσωπικού. Η διαγωνιστική διαδικασία ωστόσο θα διενεργείται με βάση συγκεκριμένα κριτήρια τα οποία απαιτούνται για συγκεκριμένες θέσεις. Τα στελέχη της Task Force εκτιμούν ότι με αυτόν τον τρόπο θα ανανεωθεί το προσωπικό στο Δημόσιο και, κυρίως, θα αυξηθούν οι δεξιότητές του ώστε να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις της τεχνολογίας και του σύγχρονου management.
Αναβιώνουν οι πελατειακές σχέσεις
Διάτρητες οι διαδικασίες της διαθεσιμότητας των υπαλλήλων

Διάτρητες αναδεικνύονται οι διαδικασίες για τη διαθεσιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, γεγονός που επιτρέπει την αναβίωση του ρουσφετιού και την επάνοδο των πελατειακών σχέσεων. «Το Βήμα» έχει ήδη στη διάθεσή του καταγγελίες για «μαγειρέματα» στις λίστες των υπαλλήλων που αναμένεται να τεθούν σε διαθεσιμότητα, μετά από παρεμβάσεις πολιτικών προσώπων. Η κατάσταση αυτή που έρχεται στο φως μετά την καταστρατήγηση στην πράξη της διαδικασίας για την επιλογή και τοποθέτηση των προϊσταμένων στο Δημόσιο (Ν. 3839/2010), επαναφέρει από το παράθυρο τη φαύλη ευνοιοκρατία και την παραδιοίκηση των πολιτικών γραφείων.

Προκειμένου να διασωθούν τα «δικά μας παιδιά» από το καθεστώς της διαθεσιμότητας, αξιοποιούνται τα «παραθυράκια» τα οποία αφήνει το νομικό πλαίσιο που θεσπίστηκε από τον υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντώνη Μανιτάκη με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τα οποία οδηγούν σε ηθικό ξεπεσμό και σε επαγγελματικό εκμαυλισμό τους δημοσίους υπαλλήλους. Ετσι, για παράδειγμα, παρά τις σχετικές οδηγίες του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, επικρατεί πλήρης σύγχυση γύρω από τις εξαιρέσεις των υπαλλήλων που τίθενται σε διαθεσιμότητα. Οι «διαδικασίες επιλογής σύμφωνα με προκαθορισμένα αντικειμενικά κριτήρια» που τίθενται ως προϋπόθεση για την εξαίρεση των υπαλλήλων ερμηνεύονται κατά το δοκούν από τις υπηρεσίες που καταρτίζουν τις «λίστες» κυρίως για τους υπαλλήλους που προσλήφθηκαν την προ ΑΣΕΠ εποχή.
Η αναβίωση όμως του ρουσφετιού και των πελατειακών σχέσεων αναμένεται να προσλάβει ευρείες διαστάσεις και κατά την επιλογή από τη «δεξαμενή» της διαθεσιμότητας των υπαλλήλων οι οποίοι θα μετακινηθούν τελικά σε άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου. Ηδη, το υπουργείο προτίθεται να προκηρύξει άμεσα περίπου 500 θέσεις που θα πρέπει να καλυφθούν. Τα κριτήρια (οικογενειακή κατάσταση, εντοπιότητα, συνάφεια του αντικειμένου κ.λπ.) παραμένουν ασαφή, γεγονός που επιτρέπει ευρείες πολιτικές παρεμβάσεις.
Ούτε βεβαίως εγγυάται την αξιοκρατική διαδικασία η τριμελής επιτροπή που έχει συσταθεί για να εποπτεύει το όλο εγχείρημα, την οποία αποτελούν ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, ένας εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών και ένας αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ, όπως διατείνεται ο κ. Μανιτάκης. Τούτο, γιατί δεν υπάρχει καμία δικλίδα ασφαλείας που να διασφαλίζει ότι οι μετακινήσεις δεν θα είναι τυφλές ή προϊόν συναλλαγής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ