Θα σας θυμίσω κάτι συγκινητικό και συνάμα αστείο, από τα παιδικά μας χρόνια, συγκεκριμένα τα προεφηβικά. Τα περίφημα λευκώματα, όταν μέσα στο κεφαλάκι μας ανθούσαν οι πρώτες υπαρξιακές ανησυχίες. Και νομίζαμε πια πως μεγαλώσαμε και δικαιούμεθα να σκεφτόμαστε και εμείς όπως οι γονείς, οι θείοι, οι δάσκαλοί μας. Οι αφηρημένες, παράξενες έννοιες άρχιζαν να καλλιεργούνται στο κεφάλι μας. Και ο καθένας από εμάς ρωτούσε τον άλλον τα πιο αλλόκοτα πράγματα. Παράδειγμα: «Ποια θα ήθελες να είσαι, αν όχι αυτή που είσαι σήμερα;». Τότε, βεβαίως, αναφερόμασταν κυρίως σε ηθοποιούς και τραγουδίστριες. Αν σήμερα μου έκαναν την ίδια ερώτηση, η απόκριση θα ξέφευγε αυθορμήτως και με τη μία. Ποια; Ποιάαα; Μα η Μαριανίνα Κριεζή, η αγαπημένη μου στιχουργός μετά τον Νίκο Γκάτσο και τους παλαιότερους Χρήστο και Γιώργο Γιαννακόπουλο. Ταλεντάρες, όλοι, μια άλλης εποχής. Στα δικά μας χρόνια η Κριεζή λάμπει. Η Λίνα Νικολακοπούλου έγινε βεβαίως δημοφιλέστερη, μα τα λόγια της φέρνουν στον νου μου αστεία της παρέας, inner jokes.

Η Μαριανίνα διακρίνεται για κάτι – πώς να το πω; – αριστοκρατικό στους στίχους της. Από μακριά, φαντάζομαι πως έχουμε τάχα διάφορα κοινά πράγματα. Η καταγωγή κατ’ αρχάς, Υδραία, γαρ, και εκείνη. Αφετέρου, μια παιδικότητα που αναβλύζει αυθορμήτως και αρδεύει εμάς και τους οικείους μας. Μια διαφορετική ματιά απέναντι σε καταστάσεις, ανθρώπους, ζώα, πράγματα. Στα δικά της, βέβαια, χέρια γίνεται τέχνη. Λαγαρή, ευφρόσυνη, που σε κάνει να χαμογελάς. Ενα χαριτωμένο παιχνίδι. Αχ! πόσο θα ήθελα να τη γνωρίσω και προσωπικώς. Μα δεν υπάρχει, βλέπετε, κανένας κοινός γνωστός. Πρόκειται για ένα δυσπρόσιτο κορίτσι, που αντιπαθεί
– και ορθότατα – τις δημόσιες σχέσεις. Δεν δίνει συνεντεύξεις, δεν επιδιώκει νταραβέρια με δημοσιογράφους και παραμένει σεμνή, δίχως, φυσικά, να χάνει ούτε στο παραμικρό τη χάρη εκείνη στην οποία μόλις αναφερθήκαμε. Η αξιοπρέπειά της και η υπερηφάνειά της την προστατεύουν. Αν ήξερα που μένει, θα είχα στείλει ένα γράμμα. Αν τη συναντούσα κάπου, θα την πλησίαζα για δύο λεπτά, μόνο και μόνο για να της σφίξω το χέρι και να ψιθυρίσω το «μπράβο» μου. Που καθόλου δεν το χρειάζεται. Με τη χάλια φωνή μου θα τραγουδούσα ξανά τα τραγούδια της που τόσο με συγκινούν. Εκτός από τα λίαν γνωστά τραγούδια της «Λιλιπούπολης», και εκείνα που εμφανίστηκαν αργότερα σαγηνεύουν με τη χρήση της γλώσσας. Η «Σερενάτα» και το πιο προσφιλές μου τα «Ησυχα βράδια», που πρωτάκουσα μόλις τον χειμώνα και με καθήλωσε. Λόγω ειδικών περιστάσεων. «… Και δεν θα σου λείπω, γιατί θα ’ναι η ψυχή μου το τραγούδι της ερήμου, που θα σ’ ακολουθεί…». Μόλις το άκουσα στο πάρτι του φίλου μας, αναλύθηκα σε δάκρυα και φύγαμε αμέσως από το ξένο σπίτι για να κλάψω με την ψυχή μου στο πεζοδρόμιο. Σοβαρά άρρωστος κανείς, καταλαβαίνει πόσο πολύ αγαπάει τη ζωή και τα πρόσωπα γύρω του. Περασμένα και σχεδόν ξεχασμένα. Ελπίζω η Κριεζή να το έγραψε με την αισθαντικότητά της και να μην περάσει ποτέ ανάλογες περιπέτειες. Μα αυτό το ωραίο άσμα του Λάκη Παπαδόπουλου παρηγόρησε και προσέφερε βάλσαμο σε πολλούς βασανισμένους ανθρώπους. Περνάμε δύσκολες στιγμές, τι να γίνει. Μα ακριβώς εκείνες τις ώρες, η τέχνη ανακουφίζει. Και αυτό το κορίτσι κατάφερε να μπει μέσα στην ψυχή μου. Και όχι μόνο στη δική μου.

Μα να έρθουμε στη «Λιλιπούπολη», με την ανάλαφρη ομορφιά της. Από όλη τη συλλογή, το πιο προσφιλές μου άσμα, εκείνο που προτιμώ, αναφέρεται στις ημέρες της εβδομάδας: «Να την η Δευτέρα που πλέει στον αέρα (…) Η Τρίτη πάνω σ’ ένα αεροπλάνο και η Τετάρτη σε μια μέλισσα χρυσή. Να η Πέμπτη μόνη σ’ ένα μικρό βαγόνι (…) Η Παρασκευούλα σε μια ροζ βαρκούλα και το Σαββάτο σ’ ένα ξύλινο κλουβί». Και τελειώνει «…η Κυριακή μαζί με τον Κυριάκο αγκαλιασμένοι οι δυο τους τρυφερά…». Ετούτη η αράδα αποκαλύπτει το genie της στιχουργού. Και αν κάποιος από εσάς τη γνωρίζει, παρακαλώ ας της διαβιβάσει τον θαυμασμό από μιαν άγνωστη θαυμάστριά της. Σε μια γωνιά της ίδιας πόλης, κάποιος την αγαπά και την καμαρώνει. Να είσαι καλά, Μαριανίνα, με υγεία ατσαλένια και πολλές χαρές που από σπόντα εκφράζουν και εμάς. l