Οι εκλογές στην Ελλάδα διακρίνονται από πληθωρισμό συναισθημάτων, ενίοτε και από ψήγματα λογικής. Εκείνο που απουσιάζει σταθερά την τελευταία εικοσαετία την επαύριο μιας αναμέτρησης είναι η αίσθηση προοπτικής – ή η φευγαλέα, έστω, εντύπωσή της. Μετά τη δωδεκάμηνη εκλογική περίοδο 1989-1990 τα κόμματα εξουσίας είχαν ουσιαστικά εξαντλήσει το πολιτικό τους όραμα και στη συνέχεια θα πρότειναν κυρίως διορθώσεις πορείας επικαλούμενα μεγάλους ρητορικούς μετασχηματισμούς, ενώ τα μικρότερα θα πάσχιζαν απλώς να διατηρήσουν το μικρόκοσμό τους.

Για το κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, όπως και για όλη τη Μεταπολίτευση, τα scripta δεν έχουν manent ακόμη. Γι’ αυτό και συχνά αντί εδραιωμένης επιστημονικής ερμηνείας αρκείται κανείς στο zeitgeist απομνημονευμάτων ή δημοσιογραφικών προσεγγίσεων. Κείμενα όπως το Μυθιστόρημα του ΠΑΣΟΚ (Καστανιώτης, 1999 / Το ΒΗΜΑ, 2010) του Γιώργου Λακόπουλου γράφονται κυρίως για πρόσωπα και λιγότερο για πράγματα. Το ρεπορτάζ ως στόρι φέρνει στη δημοσιότητα off the record στιγμές, μεταφέρει ατάκες, χαρακτηρίζει προσωπικότητες. Εκ των υστέρων, είναι ελκυστικό να προσπαθήσει να ταυτίσει κανείς πρόσωπα με φαινόμενα και να εξάγει από ατομικές συμπεριφορές κανόνες και νόρμες της εποχής – πρακτική παρακινδυνευμένη τελικά, γιατί η γοητεία ή η απέχθεια της εκάστοτε περσόνας χρωματίζει ανάλογα τη συνολική εικόνα.

Πίσω όμως από την πινακοθήκη των πρωταγωνιστών κρύβονται μικρές λεπτομέρειες που ίσως οδηγούν σε ασφαλέστερες διαπιστώσεις για δομικά ζητήματα που υπερβαίνουν το ρόλο των ατόμων. Ο Λακόπουλος, για παράδειγμα, αναφέρεται στην καλπονοθεία των συνεδρίων του κόμματος. Τα σπαρταριστά περιστατικά με ψηφομαγειρέματα γεμάτα απολαύσεις, τεχνητά πολλαπλασιαζόμενες κάλπες και υποψηφίους που εκλέγονται (γιατί είχε δοθεί «ρητή εντολή» να εκλεγούν) κατόπιν προσθήκης ψηφοδελτίων που έρχονται μέσα σε μπουφάν (σ. 206, 228-229) πιστοποιούν όσα ξέραμε για την εσωκομματική δημοκρατία: επιβεβαιώνοντας όλα τα πορίσματα της σύγχρονης φυσικής, η ίδια της η ύπαρξη εξαρτάτο από τον παρατηρητή. Η περίπτωση είναι ενδεικτική του πώς ουκ ολίγοι θεσμοί στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης συχνά είχαν εντυπωσιακή πρόσοψη, αλλά περιορισμένη υπόσταση. Η εργαλειακή χρήση τους καθιστούσε φαντάσματα του εαυτού τους.

Η νόθευση των αποτελεσμάτων ως μέσο ανακατάταξης της εσωτερικής ιεραρχίας υποδεικνύει παράλληλα τον αυτισμό των ελληνικών κομμάτων. Οι «λιστομαχίες» του ΠΑΣΟΚ, όπου κάποιοι κόνταιναν κάποιους άλλους προκειμένου να ανεβάσουν τις δικές τους μετοχές στο χρηματιστήριο του κομματικού μηχανισμού, αποτελούν συγγενή διαδικασία με τις τακτικότατες διαγραφές της ΝΔ ή την αμοιβαδοειδή πρακτική των διασπάσεων της αριστεράς: η σημασία τους πολλαπλασιαζόταν μόνο κάτω από τον μεγεθυντικό φακό της παράταξης. Στην πραγματικότητα, όσο απομακρυνόμαστε από το απόγειο της απήχησης των μαζικών κομμάτων στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’80 η ταύτιση των πολιτών βαθμιαία ξεφτίζει και το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών αφορά ένα στενό ακροατήριο μελών και διαδρομιστών με ελάχιστο αντίκρισμα στην κοινωνία.

Κάπως έτσι τα μείζονα κόμματα της Μεταπολίτευσης έφτασαν να ζουν σε μια αίθουσα καθρεφτών, εναγκαλιζόμενα τον εαυτό τους. Γιατί από ένα σημείο και μετά απευθύνονταν από λίγους σε λίγους και για λίγους.