Κατά τα παιδικά μου χρόνια, λόγω επαγγέλματος του πατέρα μου (ήταν ναυτικός), είχα περάσει πολλά καλοκαίρια στα καταστρώματα των τάνκερ. Τα αγάπησα. Εμαθα να αφουγκράζομαι την «ψυχή» τους, να σέβομαι τη σκουριά που συσσώρευσε επάνω τους η περιπλάνηση στην υγρασία, να συμβιώνω με τη μελαγχολία τους. Ακόμη και τώρα, όποτε διασχίζω την Αθηνών – Κορίνθου, βλέποντάς τα αρόδο, συγκινούμαι από τη βαθιά μοναξιά τους. Τη μοναξιά που αισθάνθηκα ότι απέκτησε φωνή για να διηγηθεί ιστορίες από τα ταξίδια τους, όταν τα είδα αποτυπωμένα στους πίνακες του Πάρη Πρέκα. Μαθητής τα «πρωτοσυνάντησα» στις σελίδες ενός περιοδικού. Εκτοτε παρακολουθούσα στενά τη δουλειά του εξαιρετικού ζωγράφου. Νιώθοντας, όποτε επανερχόταν στο προσκήνιο με ένα νέο πλοίο (δούλεψε πολύ πάνω σε αυτή την ενότητα), ότι φιλοτεχνούσε κάτι περισσότερο από λαμαρίνες και φουγάρα: ότι ζωγράφιζε τα παιδικά μου χρόνια, τις αναμνήσεις στις οποίες ακόμη ανατρέχω όταν χρειάζομαι ντάντεμα.
Πολλά χρόνια μετά, όταν ένας πολύ δικός μου άνθρωπος μου αποκάλυψε ότι γνώριζε «τους Πρεκαίους» (τον Πάρη και τη γυναίκα του, τη Μερόπη Πρέκα, επίσης θαυμάσια ζωγράφο και κορυφαία στην Ελλάδα δημιουργό βιτρό) και πρότεινε να μου τους γνωρίσει, σχεδόν τρόμαξα. Αυτό επειδή, έχοντας καλύψει για την εφημερίδα (και) το εικαστικό ρεπορτάζ, με παρουσιάσεις-συνεντεύξεις σημαντικών δημιουργών, είχα συχνά απογοητευθεί συναντώντας καλλιτέχνες που η όποια πνευματικότητα του έργου τους εξαφανιζόταν κάτω από τόνους εγωκεντρισμού και έπαρσης και που η εμπορευματοποίηση του ταλέντου τους τους είχε διαφθείρει βαθιά. Ευτυχώς, η αντίστασή μου δεν ήταν μεγάλη και ένα απόγευμα βρέθηκα στο ατελιέ του Πρέκα στο Κολωνάκι. Μπήκα μαγκωμένος. Βγήκα, μερικές ώρες μετά, ενθουσιασμένος. Από την απλότητα, την ευγένεια και το κομψό χιούμορ του. Από τη χαριτωμένη εξωστρέφεια της Μερόπης και από το λαμπερό χαμόγελό της. Επιπλέον, κρατούσα στο χέρι μου δύο αριθμημένα αντίτυπα έργων τους, κάτι λουλούδια της Μερόπης και μια «παρέα» τάνκερ του Πάρη, δώρο από τους νεοαποκτηθέντες φίλους. Αυτή ήταν μια επίσης σημαντική παράμετρος της προσωπικότητάς τους: η τεράστια γενναιοδωρία τους. Η ευκολία με την οποία χάριζαν τα έργα τους (σε αντίθεση με τους περισσότερους καλλιτέχνες), υπογεγραμμένα αντίγραφα αλλά και πρωτότυπα – όλοι οι φίλοι τους έχουμε πίνακες του Πάρη και της Μερόπης στα σπίτια μας.
Γιατί τα γράφω αυτά; Γιατί τώρα, δύο και βάλε χρόνια μετά τον θάνατο του Δημήτρη που με γνώρισε «στους Πρεκαίους», και 13 χρόνια μετά τον ξαφνικό θάνατο του Πάρη, στην αναδρομική έκθεση που αφιερώνει το Μουσείο Μπενάκη στον καλλιτέχνη, είδα το πρωτότυπο έργο, από το οποίο έχω το αντίγραφο που μου είχε χαρίσει τότε. Και θυμήθηκα: το εργαστήριό του, που ήταν γεμάτο πίνακες, και εκείνον καθισμένο δίπλα σε κάτι σαν τζαμαρία. Εμένα να ψάχνω και να ανακαλύπτω με ενθουσιασμό τάνκερ μικρά και μεγάλα. Εκείνον να μου λέει ιστορίες. Και τη Μερόπη να συμπληρώνει, προσθέτοντας τις δικές της ιστορίες. Ως τη στιγμή που έπεσα πάνω σε ένα τάνκερ που έγραφε στα πλευρά του «Monrovia». Τότε τους είπα τη δική μου, αληθινή ιστορία: ότι ήμουν δεν ήμουν ενός έτους όταν, σε ένα ταξίδι με το τάνκερ στο οποίο εργαζόταν τότε ο πατέρας μου, στη Νότια Αφρική, με φωτογράφισαν στο κατάστρωμα με ένα σωσίβιο όπου αναγραφόταν το όνομα του πλοίου και δίπλα το εξωτικό όνομα «Monrovia» (ως λιμάνι νηολογίου).
«Εχεις τη φωτογραφία, πάρε τον πίνακα για να έχεις και το πλοίο» είπε ο Πάρις, για να σπεύσει να… δικαιολογηθεί: «Είναι όμως αντίγραφο». Κατακοκκίνισα και αρνήθηκα με τα τυπικά «δεν είναι ανάγκη», «όχι, όχι, δεν είπα ότι μου αρέσει για να μου το δώσετε» κτλ. η Μερόπη όμως το τύλιγε ήδη «για να μη σου τσαλακωθεί». Αυτό το τάνκερ βρίσκεται σήμερα κορνιζαρισμένο πάνω από το γραφείο μου και κάθε μέρα που το βλέπω θυμάμαι τον Πάρη και τον πατέρα μου. Με τη Μερόπη μιλάω στο τηλέφωνο, όχι πολύ συχνά, πάντα όμως μαθαίνω νέα της. Και πάντα θέλω να τη βλέπω γελαστή όπως την είδα στα εγκαίνια της έκθεσης, ακόμη και αν πίσω από το γέλιο της υπάρχει πλέον μια πίκρα που δεν κρύβεται, κληροδότημα από εκείνους που μας αποχαιρέτησαν χωρίς να ρωτήσουν αν αντέχουμε την απουσία τους. Γι’ αυτό λοιπόν γράφω σήμερα. Για να μνημονεύσω με τον τρόπο μου τους ανθρώπους μας που έφυγαν, για να ευχαριστήσω τη Μερόπη για τη φιλία της, και για να της θυμίσω ότι θυμάμαι. Επιπλέον, για να σας προτρέψω να επισκεφθείτε την έκθεση που με τόση αγάπη έστησε. Η οποία είναι κατά τη γνώμη μου μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εκθέσεις της φετινής περιόδου, καθώς αποκαλύπτει και πλευρές του δημιουργού Πρέκα που πιθανώς έχουμε ξεχάσει. Εγώ, πάντως, από όλα τα έργα στέκομαι μπροστά στο νεανικό πορτρέτο της Μερόπης για να παρατηρήσω ότι όσα χρόνια και αν πέρασαν από τότε, τα μάτια της έχουν την ίδια ζεστή λάμψη. Και συνεχίζω να περιφέρομαι στο… καρνάγιο που έχει στηθεί στη μέση της αίθουσας, με τα τάνκερ, τα τεράστια και τα μικρότερα, να με καλούν να συνεχίσω το ταξίδι μαζί τους.
ΥΓ. Η έκθεση «Πάρις Πρέκας: Ζωγραφική και γλυπτική» με (περίπου) 80 ζωγραφικά έργα και 30 γλυπτά θα φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη (κτίριο οδού Πειραιώς) ως τις 6 Μαΐου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 24 Μαρτίου 2012