Στις 30 Μαϊου του 1913 υπογράφεται η συνθήκη του Λονδίνου. Η συμμαχία των Βαλκανικών κρατών διαμελίζει τα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Λιγότερο από δύο δεκαετίες μετά την πτώχευση του 1893 και την μετέπειτα πανωλεθρία στη Θεσσαλία η Ελλάδα παίρνει την εκδίκησή της διασύροντας τον «Εχθρό του Γένους». Η προέλαση των μεραρχιών του πρίγκηπα Κωνσταντίνου στην Ήπειρο και τη Μακεδονία σε συνδυασμό με την καθολική επικράτηση του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο προκαλούν πανικό στην Υψηλή Πύλη.

Ο πολιτικός ρεαλισμός του Ελευθερίου Βενιζέλου έχει αρχίσει να προσδίδει υπόσταση στη Μεγάλη Ιδέα. Η άνευ προηγουμένου ταπείνωση δεν μπορούσε να μείνει αναπάντητη από την μεριά των Τούρκων. Μερικούς μήνες αργότερα η Αθήνα μαθαίνει ότι βρετανικά ναυπηγεία κατασκευάζουν για λογαριασμό του οθωμανικού στόλου δύο υπερ-θωρηκτά που μπροστά τους το «Αβέρωφ» φάνταζε νάνος. Ήταν το «Ρεσαντιέ» και το περιβόητο «Σουλτάν Οσμάν» που είχε τον βαρύτερο οπλισμό του κόσμου, δεκατέσσερα πυροβόλα των 300 χιλιοστών. Το ελληνικό υπερ-θωρηκτό «Σαλαμινία» θα αργούσε πολύ ακόμα να παραδωθεί από τους Γερμανούς.

Ξαφνικά οι τουρκικές απειλές ότι θα τα «κουβέντιαζαν» ξανά με τους Έλληνες φάνηκε να έχουν πραγματική βάση. Παράτολμα σχέδια άρχισαν να κυοφορούνται στην ελληνική πρωτεύουσα. Ο αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Μεταξάς, υπαρχηγός τότε του Γενικού Επιτελείου υποβάλλει στον πρωθυπουργό την πρόταση για αιφνιδιαστική κατάληψη της ελλιπώς φυλασσόμενης Κωνσταντινούπολης με την απόβαση ενός σώματος στρατού στα Δαρδανέλια χωρίς να έχει προηγηθεί η κήρυξη πολέμου.

Ο αρχηγός του στόλου ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, θριαμβευτής στις ναυμαχίες της «Έλλης» και της Λήμνου προτείνει στον Βενιζέλο κάτι ίσως περισσότερο αποτελεσματικό. Μόλις το «Σουλτάν Οσμάν» θα έφτανε στη Μεσόγειο, ένα μικρό τορπιλοβόλο τύπου «Αλκυών» με κυβερνήτη τον ίδιο θα καιροφυλακτούσε και θα το βύθιζε χωρίς προειδοποίηση. Για να γλυτώσει η πατρίδα τον πόλεμο, συνέχισε ο Κουντουριώτης, θα μπορούσε να παρουσιάσει το περιστατικό ως ανταρσία του στόλου και τότε ας τον δίκαζαν και ας τον τουφέκιζαν.

Τον Απρίλιο του 1914 οι Τούρκοι είχαν ήδη αρχίσει τη συστηματική γενοκτονία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου. Στις 11 Ιουνίου πυρπολείται η Φώκαια. «Ξέραμε τι θα πει σκλαβιά», θα γράψει ο Γιώργος Σεφέρης που σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη Σμύρνη. Ένας νέος ελληνοτουρκικός πόλεμος ήταν λοιπόν προ των πυλών. Η έκρηξη όμως του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου θα αλλάξει άρδην τα δεδομένα.

Με μια αστραπιαία απόφαση ο πρώτος λόρδος του ναυαρχείου Ουίνστον Τσόρτσιλ διατάζει την κατάσχεση των δύο τουρκικών υπερ-θωρηκτών. Η Αντάντ, θορυβημένη από την ακλόνητη γερμανική επιρροή στην Τουρκία αποφασίζει να προστατεύσει την Ελλάδα και της ζητά να διαλέξει στρατόπεδο. Ενώ τα ευρωπαϊκα έθνη επιλέγουν με προσοχή τις συμμαχίες τους, ο βασιλιάς θα ακολουθήσει τον καταστροφικό δρόμο της ουδέτερης «πτωχής, πλην τίμιας» Ελλάδος. Το αποτέλεσμα θα ήταν η αμαχητί κατάληψη μεγάλου μέρους της ελληνικής Μακεδονίας από τον Βουλγαρικό στρατό και η έναρξη του Εθνικού Διχασμού.

Κάπως έτσι ο σπόρος του ’22 φύτρωσε μέσα από τις θυελλώδεις συνεδριάσεις της ελληνικής βουλής και τις παλινωδίες του παλατιού. Τα έθνη που δεν μαθαίνουν από τις καταστροφές τους είναι αναγκασμένα να τις ξαναζήσουν. Ο μύθος της ουδετερότητας, η αφέλεια της απόδοσης ηθικών χαρακτηρισμών στις μεγάλες δυνάμεις και η ψευδαίσθηση μιας Ελλάδας που μπορεί να λειτουργεί «εν κενώ» στο παγκόσμιο γίγνεσθαι αγνοώντας συμμαχίες και αποστρεφόμενη υποχρεώσεις επιζούν αναλλοίωτα μέχρι τις μέρες μας. Η ανεξαρτησία μας δεν ήταν και ούτε παραμένει αποκλειστικά δική μας υπόθεση. Η 25η Μαρτίου πρέπει να είναι ημέρα μνήμης, όχι διαμαρτυρίας.

Πηγές: 1. «Ο Εθνικός Διχασμός», Αλέξανδρος Κοτζιάς, 2011 2. ΓΕΣ, ΔΙΣ