Μια φορά κι έναν καιρό, μισόν αιώνα και ένα χρόνο πριν, το «ελληνόπουλο με την χρυσή φωνή» εγκατέλειπε το κατάφωτο και κατάμεστο Παλέ Ντε Φεστιβάλ των Καννών έχοντας τερματίσει προτελευταίος πλην ατσαλάκωτος μεταξύ των δεκαέξι διαγωνιζομένων στήν 6η διοργάνωση της Γιουροβίζιον. Ισως να έφταιγε και το παράδοξο τού ότι δεν ανέβηκε στη σκηνή εκπροσωπώντας, με το βαρύτονης αδημονίας «Sehnsucht», την τότε Δυτική Γερμανία, στο εσωτερικό της οποίας μασουλούσε, αυτοεξόριστος εδώ και μία πενταετία περίπου, μεγάλα κομμάτια της τοπικής βινυλιόπιτας αλλά τη γειτονική Αυστρία! [σημ. Για την πατρίδα του ούτε λόγος, φυσικά. Πέρα από το γεγονός ότι η, δια χειρός Γιάγκου Πεσμαζόγλου, υπογραφή της σύνδεσής της με την, τεσσάρων μόλις χρόνων, ΕΟΚ θα έπεφτε μετά απο 12 μόλις μέρες, η ψωροκώσταινα θα έπρεπε να περιμένει υπομονετικά δεκατρία ακόμα χρόνια για να αποκαλύψει στούς μελλοντικούς εταίρους της το καλά κρυμμένο μυστικό του εν Ελλάδι ευ ζην: μπουζουκάκι, κρασάκι, μπανάκι και καμάκι!].

Ισως, και πάλι, όχι. Ήταν όμως Σάββατο βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα και ο Τζίμης Μακούλης, καθώς περί αυτού επρόκειτο, τράβηξε προς τα εκεί που θα κατευθυνόταν οποιοσδήποτε άλλος βρισκόταν στη θέση του και σε εκείνο ακριβώς το σημείο, νικητής ή ηττημένος: στην ταράτσα του χλιδάτου Κάρλτον με σκοπό όχι μόνο να αντιμετωπίσει για μια ακόμα φορά το ριζικό του αλλά και να εκμεταλλευτεί το πλεονέκτημα του απλόχερα προσφερόμενου αλκοόλ για όση ώρα οι αγκώνες του θα ερωτοτροπούσαν με την τσόχα….

Σχεδόν δύο μερόνυχτα μετά, ακριβώς σαν σήμερα δηλαδή, έναν ωκεανό πιο αριστερά από τη Γαλλική Ριβιέρα, στη δεξιά όχθη του Νησιού Με Τους Πολλούς Λόφους, στο νούμερο 207 της 30ης Ανατολικής Οδού και στο εσωτερικό μιάς ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας που απο τα τέλη της δεκαετίας του ’40 η φωνογραφική εταιρεία Columbia χρησιμοποιούσε ως στούντιο ηχογραφήσεων ένας άλλος μπόν βιβέρ, αλλά με ευρύτερη γκάμμα πειρα(ματι)σμών – τόσο στο πού τα ακουμπούσε όσο και στο τι έγραφε και έπαιζε – πήγαινε μπρος-πίσω την μπομπίνα όπου είχαν αποτυπωθεί οι πλέον ικανοποιητικές απόπειρες σε δύο θέματα που παίδευε εδώ και λίγες ώρες. Αμφότερα μάλιστα ήταν εκδοχές τραγουδιών που είχαν όχι μόνο πρωτοεμφανιστεί με την ετικέτα της Victor το ’38 αλλά και μεταλλαχθεί στο πέρασμα του χρόνου απο την τζάζ νοοτροπία: το μπλούζικο «Old Folks», που βγήκε τον Σεπτέμβρη με την ορχήστρα του τρομπετίστα Λάρι Κλίντον να συνοδεύει την τσαχπίνα Μπέα Γουέιν, μπορεί να είχε παρασυρθεί τόσο από το χαϊδολόγημα των αδελφών Μοντγκόμερι στο «Montgomery- land» (Pacific Jazz,’60) όσο και από τις κατολισθήσεις του Μάξ Ρόουτς στο «Award Winning Drumme»r (Time,’60), αλλά το «πρότυπο» στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν η εκτέλεση του μεταρυθμιστή σαξοφωνίστα Ντον Μπάιας από το ’46 στην Savoy. Ενώ το βαλσάκι «Someday My Prince Will Come», που ακουγόταν τον προηγούμενο Φλεβάρη στη ταινία «Η Χιονάτη Και Οι Επτά Νάνοι» με την ιταλοαμερικάνα Αντριάνα Καζιλότι, είχε ψιλαφιστεί τόσο απο τον Ντέιβ Μπρούμπεκ όσο και απο τον Μπιλ Ιβανς – με κουαρτέτο ο ένας στο «Dave Digs Disney» (Columbia, ’57) και τρίο ο άλλος, στο «Portrait In Jazz» (Riverside, ’59)!

Αυτήν την τελευταία άλλωστε προτιμούσε το σαν στήλη μαύρου καπνού φιγουρίνι, για λόγους μάλιστα που ελάχιστα είχαν να κάνουν με την μεταξύ τους αλληλεπίδραση στο φλέγον ζήτημα της αποδόμησης του τζάζ αυτοσχεδιασμού, και αυτήν τη συγκεκριμένη είχε βαλθεί τώρα να ξεπεράσει. Σκόπιμα λοιπόν, αλλά και με νόημα, συνέστησε «Ψυχραιμία, παιδιά!» στην μπαρουτοκαπνισμένη ομήγυρη που απάρτιζαν τρεις συνήθεις ύποπτοι, ο πιανίστας Γουίντον Κέλι, ο μπασίστας Πολ Τσέιμπερς και ο ντραμίστας Τζίμι Κομπ, καθώς και ένας νεοφερμένος, ο τενόρος σαξοφωνίστας Χανκ Μόμπλι.

Παρόλο που η Χιονάτη είχε πλέον φουντώσει για τα καλά ο Μάιλς, μιάς και έτσι τον φώναζαν όλοι, δεν ήταν ακόμα τόσο ικανοποιημένος όσο θα ήθελε … Δεν ανησυχούσε όμως διότι περίμενε από στιγμή σε στιγμή να σκάσει μύτη ο τσίφτης που θα έριχνε τελικά το λάδι στην φωτιά. Το είχε ήδη κανονίσει ο αθεόφοβος… Ισως γιατί δεν κατάφερνε να παραβλέψει το γεγονός ότι, αν και ιδιαίτερος παίκτης, ο Μόμπλι ήταν όχι μόνον ένα ακόμα προσωρινό μπάλωμα στην τρύπα που ο Τζον Κολτρέιν είχε αφήσει πίσω του φεύγοντας τον περασμένο Απρίλιο αλλά και δεύτερος επιλαχών: ο πρώτος και καταλληλότερος όλων, δεν ήθελε με τίποτα να αποκτήσει την ρετσινιά του αποστάτη αλλα ο Ντέιβις, όπως ήταν το επίθετό του, ήξερε ότι ήταν πλέον θέμα χρόνου το πότε ο Γουέιν Σόρτερ θα παρατούσε τους Jazz Messengers του Αρτ Μπλάκι για χάρη του… Ή μπορεί, ποιούμενος την ανάγκην φιλοτιμίαν, να προσκάλεσε τον Κολτρέιν σε αυτή τη πρώιμα εαρινή σύναξη προετοιμασίας ενός άλμπουμ, που επρόκειτο να κυκλοφορήσει λίγο πριν τα Χριστούγεννα, σε μια ύστατη προσπάθεια να τον φέρει και πάλι με τα νερά του…

Όπερ και εγένετο! Με το που τελείωσε ο Κολτρέιν την πρώτη απο τις δις ημερησίως εμφανίσεις του στο, 85 Δρόμους πιο πάνω, θέατρο Απόλλο του Χάρλεμ – στριμωγμένος ανάμεσα στον φακελωμένο αφροαμερικανό Οσκαρ Μπράουν Τζούνιορ, τον λατίνο Σαμπού, τον κουβανό Ματσίτο και την νοτιοαφρικάνα Μίριαμ Μακίμπα – έτρεξε κατευθείαν σε αυτόν τον τόσο ιδιαίτερο τόπο λατρείας, άνοιξε τη δερμάτινη φθαρμένη θήκη, έβγαλε το ζεστό ακόμα Σέλμερ, τακτοποίησε το επιστόμιο, άκουσε την ολόφρεσκια εκδοχή, τη συζήτησε λίγο με τον Μάιλς, στάθηκε πάνω απο το μικρόφωνο, έκανε νόημα στον ηχολήπτη να πατήσει το κουμπί της εγγραφής και, μέσα σε ένα λεπτό και δέκα οκτώ δευτερόλεπτα, έκανε, με τα πνευμόνια, τους σιελογόνους αδένες και τα ακροδάχτυλά του, την ευτυχισμένη μελωδιά του Ντίσνει με τα κρεμμυδάκια….

«Πάμε άλλη μία;» ρώτησε ο Κολτρέιν φυσώντας σαν επιληπτικός για να μην κρυώσουν τα μέταλλα.

«Όχι» είπε ο Μάιλς με κομένη την ανάσα λες και είχε σπάσει το ατομικό του ρεκόρ στο μακροβούτι. «Μια χαρά είναι … Τι; Την κάνεις κιόλας; Δεν θα κάτσεις ούτε για ενα ποτηράκι;» πέταξε περιπαικτικά καθώς τον παρακολουθούσε να μαζεύει το γυαλιστερό μπουρί.

«Ξέρεις πολύ καλά οτι δεν πίνω μέσα σε εκκλησία», μούγκρισε ο Κολτρέιν μέσα από τα ταλαιπωρημένα απο την τερηδόνα δόντια του και, μετά απο μια μικρή παύση, πρόσθεσε: «Αλλωστε πρέπει να βρίσκομαι πίσω στο Απόλλο πρίν ξεκινήσει το δεύτερο μέρος!».

«Ισχύει το αυριανό;» φώναξε o Μάιλς τόσο δυνατά που κάμποσοι σοβάδες έπεσαν στο παροπλισμένο ιερό.

«Ο,τι κανονίσαμε …» τον άκουσαν αμυδρά να λέει καθώς άνοιγε την πόρτα και γινόταν ένα με την μακριά σκιά του Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντιγκ.

Πράγματι ο Κολτρέιν αποδείχθηκε την επαύριον συνεπέστατος μιάς και πέρασε για να δώσει τα ρέστα του στη … τρόπον τινά συνέχεια του «Flamenco Sketches», από το προ διετίας, «Kind Of Blue» και αφιερωμένο από τον Μάιλς στον παραγωγό Μασέρο «Teo».

Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ο πρωταθλητής βαρέων βαρών στο τενόρο σαξόφωνο ηχογράφησε με τον ευφυέστερο τρομπετίστα που περπάτησε ποτέ στη πασαρέλα της αιώνιας μόδας. Δύο μήνες αργότερα ο Τρέιν θα ξεκινούσε το πλέον συναρπαστικό δρομολόγιο της ζωής του με όλα τα έξοδα πληρωμένα απο την νεοσύστατη τότε ετικέτας Impulse. Αυτό όμως είναι ένα εντελώς διαφορετικό παραμύθι για κάποια άλλη φορά…

* Ο Νίκος Πετρουλάκης αγοράζει, ακούει και παίζει δίσκους. Κάθε τρίτη εβδομάδα του μήνα όμως, διηγείται και δυο-τρία πράγματα που γνωρίζει γι’ αυτούς και εκείνους που τους φτιάχνουν…