Το «φέρτε πίσω τα λεφτά» του Β. Βενιζέλου, όχι μόνο δεν πείθει, αλλά και εξοργίζει. Όταν αδυνατεί ή αδιαφορεί να προστατέψει μερικές χιλιάδες ομολογιούχους που βλακωδώς δάνεισαν το κράτος πιστεύοντας στην… εγγύησή του, το καλύτερο στο οποίο μπορεί να ελπίζει είναι να μην ξεκινήσει μία κανονική «run on the bank» επί υπουργίας του, ή αμέσως μετά. Ειλικρινά, δεν έχω καταλάβει γιατί δεν έχει ήδη γίνει αυτό από τους Έλληνες που ακόμη κρατούν χρήματα σε ελληνικές τράπεζες πιστεύοντας στην… εγγύηση του κράτους μέχρι τις 100.000 €. Είδαμε πόσο αξίζει η εγγύηση αυτή. Θα μπορούσε, όμως, το Κράτος να βελτιώσει την αξιοπιστία του και να αναπληρώσει, μέρος των απωλειών των αφελών πιστωτών του και όχι μόνο, με μία σχετικά απλή κίνηση. Μάλιστα, θα ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία να αναπληρώσει το πολιτικό σύστημα μέρος του «ηθικού κινδύνου» που έχει προκαλέσει διαχρονικά με την ανεπαρκή διαχείριση και προστασία αυτών που του εμπιστεύτηκε η κοινωνία, δηλαδή της περιουσίας των έντιμων πολιτών.

Καθημερινά σχεδόν βομβαρδιζόμαστε με… αναπτερωτικές του ηθικού ειδήσεις για επίορκους υπαλλήλους που πιάστηκαν στα πράσα, για επιχειρηματίες, τραγουδιστές και πρώην Υπουργούς που χρωστούν εκατομμύρια για φόρους, για φοροδιαφεύγοντες εισοδηματίες, άλλους κοινούς μπαταχτσήδες κλπ. Κοινή συνισταμένη η πληροφορία ότι όλοι αυτοί έχουν στην κατοχή τους απίστευτα ακριβά ακίνητα τα οποία, μάλιστα, πληροφορούμαστε ότι το δημόσιο μπορεί να δεσμεύσει. Ταυτόχρονα, έχουμε και εκατοντάδες ή χιλιάδες παράνομα ακίνητα σε δάση, λόγγους, ραχούλες και ακρογιάλια και το συνηθέστερο χτισμένα με κλεμμένα λεφτά. Ακούμε, επίσης, ότι δημιουργήθηκε ένα Ταμείο Αξιοποίησης Δημόσιας Περιουσίας, με Πρόεδρο κάποιον που έχει δηλώσει ότι τίποτε… «δεν μπορεί να αξιοποιηθεί για πολλά χρόνια ακόμη». Αν περιμένεις να πληρώσεις μέρος του χρέους από την αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας, από ένα φορέα με Πρόεδρο ένα «τσαμπιόνι» του βαθέος κράτους, των συνδικαλιστικών παραδείσων, και των προνομίων τους, ζήσε Μάη μου.

Τι θα έκανε, λοιπόν, μία Διοίκηση που τιμάει την αποστολή της; Θα έφτιαχνε ένα Ειδικό Ταμείο με τα «ακίνητα της διαφθοράς». Από το ακίνητο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου του παρά τρίχα κυβερνήτη μας, στα φανταστικά πετρόκτιστα της ρέκτου υπαλλήλου του ΙΚΑ που μόλις θαυμάσαμε, στα μισά ακίνητα της Μυκόνου, της Πάρου και της Σαντορίνης που είναι είτε κτισμένα με «μαύρα» είτε παράνομα, στα αυθαίρετα της Μονής Πεντέλης, στα ακίνητα του «Αγαπούλα» και του Βοσκόπουλου. Εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα ακριβής κατοικίας, παραθεριστικής και μη, αξίζουν δισεκατομμύρια ευρώ. Ένα Sovereign Fund προικισμένο με αυτήν την περιουσία, με επαγγελματική διαχείριση και άμεση ή μελλοντική τιτλοποίηση, θα έβγαζε αρκετά για να ξεπλύνει τη ντροπή του πολιτικού συστήματος με τις αμαρτίες του Μνημονίου. Επιδόματα ανεργίας που κόπηκαν, γέροντες που εξευτελίσθηκαν, άνεργοι που μένουν χωρίς στήριξη, όλα θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τα 4 δις € που, με συντηρητικούς υπολογισμούς, εύκολα θα απέδιδαν τα «ακίνητα της ντροπής» σε ελάχιστα χρόνια.

Πολλοί θα πουν ότι η διαδικασία αυτή θα έπαιρνε πολλά χρόνια δικαστικών εμπλοκών και διαδικασιών μέχρι να … καθαρίσουν. Πιθανόν, αν κάνουμε τα πράγματα όπως τα κάνουμε τώρα, δηλαδή για να μην… κάνουμε τίποτε. Αυτό δεν είναι, όμως, απαραίτητο σε μία χώρα που θα αποφασίσει, επί τέλους, να λειτουργήσει και να νομοθετήσει προς όφελος των νομίμων πολλών πολιτών. Τα μνημόνια, καλώς, ψηφίζονται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου σε λίγες μέρες.

Αν η δικαστική εκκαθάριση πάρει απόλυτη προτεραιότητα και ο στόχος τοποθετηθεί στην αξιοποίηση των παρανόμως κτηθέντων και χτισθέντων ακινήτων και όχι στην προστασία των παρανομούντων, ακόμη και αν χρειασθεί να επιβάλουμε τη διαδικασία, όλα γίνονται. Δεν μπορεί η κοινωνία να δουλεύει μόνο για τους δικηγόρους και τους δικαστές. Καιρός να κάνουν και αυτοί κάτι για την πατρίδα, εκτός από απεργίες και διαμαρτυρίες. Στο κάτω-κάτω, δεν νομοθετούν οι δικαστές. Αυτοί εφαρμόζουν τους νόμους που φτιάχνει η συντεταγμένη κοινωνία. Αυτή είναι ίσως η καλύτερη ευκαιρία για το πολιτικό σύστημα να ανακτήσει μέρος της χαμένης τιμής του.

Είναι ο μόνος τρόπος για να ανακτήσουμε μέρος των κλεμμένων που δεν… φάγαμε μαζί.

Λ. Λιαρόπουλος