Hμίτρελοι νταλικέρηδες που σε εμβολίζουν με το θηριώδες φορτηγό τους γελώντας σατανικά, φρενιασμένοι καβαλάρηδες με μηχανές πολλών κυβικών που σε καταδιώκουν, σηκώνοντας το δάχτυλό τους σε εκείνη τη χαρακτηριστική αλλά διόλου ευγενική κίνηση, σχιζοφρενείς δολοφόνοι όχι με το πριόνι, αλλά με το πόδι στο γκάζι, που σε περιμένουν στην επόμενη στροφή του δρόμου, και μούντζες, πολλές μούντζες, πάρα πολλές μούντζες, ένα ποτάμι από μούντζες όλη η Εθνική οδός. Είχα καιρό να τη χρησιμοποιήσω και νομίζω ότι θα αργήσω να το ξανακάνω. Η ιδέα της θείας Ιουλίας για μια εκδρομή στη Μονή Αιμυαλών δεν ήταν η καλύτερη. Το παραδέχτηκε και η ίδια: «Εχουν αλλάξει πολλά στους δρόμους από τότε που πηγαίναμε εκδρομές με τον μακαρίτη τον θείο σας, σήμερα έχει εκνευρισμό και θυμό ο κόσμος, που του βγαίνουν στο τιμόνι». Εγώ, πάλι, δεν θα το έλεγα απλώς εκνευρισμό, αλλά παράνοια. Με τους οδηγούς, την ημέρα εκείνη που το οδόστρωμα ήταν ιδιαιτέρως επικίνδυνο καθώς έβρεχε και χιόνιζε, να ανταγωνίζονται ποιος θα κάνει την πιο ριψοκίνδυνη σφήνα, ποιος θα ρίξει τον παππού με το αρχαίο Φιατάκι στο χαντάκι, ποιος θα μοιράσει τα περισσότερα φάσκελα. Και ποιος θα χτυπήσει πρώτος την πόρτα του Αγίου Πέτρου, έχοντας παρασύρει στον θριαμβευτικό τερματισμό του και άλλους, κάτι κακομοίρηδες που, ακόμη κι αν δεν έπαιζαν στο παιχνίδι, τους πήρε η μπάλα.

Εδώ έχω μεγαλώσει, γνωρίζω πόσο επιπόλαιος-επικίνδυνος οδηγός μπορεί να γίνει ο Ελληνας. Αυτή τη φορά, όμως, αισθάνθηκα τόσο κοντά μας τον θάνατο όσο ποτέ άλλοτε. Εντάξει, σε ορισμένα σημεία του δρόμου παραβιάσαμε και εμείς τα 80 χλμ./ώρα που έθεταν ως όριο οι ταμπέλες, πατήσαμε το γκάζι ως τα 100. Δεν πήγαμε, ωστόσο, με τα 180 και βάλε των άλλων οδηγών (ήταν πάρα πολλοί) που μας προσπερνούσαν (συχνά από τη δεξιά πλευρά!) γεμίζοντας τα τζάμια μας με βρωμόνερα και δυσκολεύοντας τη δική μας οδήγηση. Ούτε κολλούσαμε πεισματικά στους μπροστινούς μας αναβοσβήνοντας τους προβολείς μας και κορνάροντας ώσπου να τους σπάσουμε τα νεύρα. Ούτε τους απονέμαμε κάθε λίγο και λιγάκι το παράσημο της ανοιχτής παλάμης, όπως έκαναν σε εμάς ορισμένοι που, ακόμη και όταν η βροχή δυνάμωνε, επέμεναν να διατηρούν τους ίδιους ξέφρενους ρυθμούς στην πορεία τους και να μας προσπερνούν και εκεί που δεν επιτρεπόταν. Αν και νομίζω ότι κάποια στιγμή η θεία Ιουλία… χαιρέτησε με τον τρόπο της τον νταλικέρη που είχε λυσσάξει να μας προσπεράσει. Την είδα από το καθρεφτάκι. Εκείνη το αρνείται. «Εχεις παραισθήσεις, μια κυρία δεν κάνει ποτέ τέτοια πράγματα». Βεβαίως, εν προκειμένω, με μεγάλη ευχαρίστηση θα έσκαγα και εγώ τα λάστιχα του ακατονόμαστου, για να γλιτώσω τους οδηγούς που θα τον συναντούσαν από την ταραχή και τον φόβο που σκορπούσε στο πέρασμά του.

Φοβήθηκα, λοιπόν, και εγώ. Στην αρχή το απέδωσα στην ηλικία μου: μεγαλώνω, μαζί μεγαλώνουν οι φοβίες και οι ανασφάλειές μου. Παρατηρώντας, όμως, προσεκτικά αυτό που γινόταν γύρω μου, επιβεβαίωσα ότι, πράγματι, όπως το είπε και η θεία, ήταν έντονα υστερική η οδήγηση των περισσότερων. Εκείνων που περνούσαν από τη μία παράβαση στην άλλη. «Γιατί μου κόβουν τη σύνταξη για να μαζέψουν χρήματα; Αν την έστηναν στους δρόμους και έκοβαν πρόστιμα σε εκείνους που παρανομούν θα θησαύριζαν» σχολίασε κάποια στιγμή η θεία. Και είχε απόλυτο δίκιο, καθώς όλη η Εθνική «έβραζε», χείμαρρος παρανομίας και ανευθυνότητας. Οι περισσότεροι δεν πήγαιναν εκδρομή, είχαν βγει για να σκοτώσουν. Κάτι σαν τον τρελό στο «Οτοστόπ του τρόμου» για όσους θυμούνται την καλτ ταινία του Ρόμπερτ Χάρμον με τον ψυχοπαθή που ταξίδευε αφήνοντας πίσω του πτώματα. Είχαν πιάσει το τιμόνι για να ξεσπάσουν την οργή τους για τη γυναίκα τους που δεν τους κάθεται πια, για τον άνδρα τους που τις κερατώνει με την καλύτερή τους φίλη, για τα δάνεια που δεν μπορούν να πληρώσουν, για τον Λουκά Παπαδήμο, τον Ευάγγελο Βενιζέλο, την Ανγκελα Μέρκελ, δεν ξέρω κι εγώ για ποιον. Και καλά, εμάς, τους άτυχους που θα συμπαρασύρουν στην τρελή κούρσα τους, δεν μας σκέφτομαι, τα παιδιά τους, όμως, που επιβαίνουν στο πίσω κάθισμα;

Με τέτοιες σκέψεις και συζητήσεις καταλήξαμε στο μοναστήρι. «Μήπως να μπω γονατιστή;» ρώτησε η θεία Ιουλία μόλις αφήσαμε το αυτοκίνητο στο πάρκινγκ. Για ποιον λόγο; «Εκανα τάμα, αν φτάσουμε ζωντανοί, να…». Θεία, υπερβολές! «Καλά, τότε θα ανάψω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι σου. Φτάνει, λες, ή να πάρω δύο, μία για τώρα και μία για τον γυρισμό; Ισως μπορούμε να γυρίσουμε με τρένο ή με αεροπλάνο». Τελικά την έπεισα να αγοράσει μέλι από τους καλόγερους. Για να τους υποστηρίξει. «Στάσου να γράψω τα ονόματά μας στο “Υπέρ υγείας”». Και στο «Υπέρ αναπαύσεως» γράψ’ τα, μην ξεχνάς ότι έχουμε και το ταξίδι της επιστροφής. Με κοίταξε έντρομη. Ελα, αστειεύομαι. «Δεν αστειεύονται με αυτά τα πράγματα». Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται. Μακάρι να το καταλάβαιναν και οι εν δυνάμει δολοφόνοι που κυκλοφορούν (όλο και περισσότεροι;) ανάμεσά μας και επιμένουν στα γκάζια του μάγκα, ύστερα από τόσες καμπάνιες για ασφαλή οδήγηση, ύστερα από τόσες διόλου κολακευτικές για τους ελληνικούς δρόμους και τον έλληνα οδηγό στατιστικές, ύστερα από τόσα δυστυχήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί. Και δεν στέκονται με περίσκεψη στα εικονοστάσια που έχουν στηθεί σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες τα καντηλάκια που ανάβουν κάθε μέρα στις στροφές των δρόμων, μην κάνετε ότι δεν τα βλέπετε ή ότι δεν καταλαβαίνετε. Σταματήστε σε κάποιο από αυτά και αναλογιστείτε – όχι την επουράνια ζωή…

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 11 Μαρτίου 2012