Το πλάνο ζωής του μέσου Έλληνα εδώ και δεκαετίες, είναι να ακολουθήσει τον πιο ασφαλή, εύκολο και ανεύθυνο δρόμο. Εκείνος να μην ρισκάρει, να μην δημιουργεί, να μην προσφέρει τίποτα στο σύνολο, και ταυτόχρονα με κάποιο μαγικό τρόπο η χώρα να αναπτύσσεται, να γίνονται επενδύσεις και να δημιουργούνται θέσεις εργασίας από άλλους, να παρουσιάζονται νέα επαγγέλματα και νέες τεχνολογίες από το πουθενά.
Έτσι αποφασίζει να σπουδάσει γιατρός, δικηγόρος ή μηχανικός και μετά του φταίει το κράτος που δεν βρίσκει δουλειά ή τουλάχιστον που δεν τον καθοδήγησε σωστά, λες και δεν γνώριζε πως τα κλασσικά επαγγέλματα είναι τα πιο κορεσμένα στην αγορά εργασίας. Ύστερα επιλέγει ένα μάστερ διοίκησης επιχειρήσεων κι έτσι βρισκόμαστε με δεκάδες χιλιάδες άνεργους επιστήμονες με μάστερ, που ξέρουν τα πάντα για το πως να διαχειρίζονται το κεφάλαιο αλλά τίποτα για το πως να το παράγουν.
Όλοι αυτοί, με τα λάθος εφόδια που έχουν, βγαίνουν στην αγορά εργασίας και προσπαθούν αρχικά είτε να γίνουν στελέχη σε εταιρίες (λες και αυτούς περιμένανε οι επιχειρήσεις) είτε να βολευτούν όπως όπως στο δημόσιο. Όταν δουν πως δεν τα καταφέρνουν, προχωρούν στο «αναπτυξιακό» τους σχέδιο. Πρώτη λύση, να βρουν μια άκρη να επιδοτηθούν, άλλα όχι για μακροχρόνια σοβαρή επένδυση. Αντίθετα, έχουν ένα κολλητό εργολάβο που θα βγάλει πλαστά τιμολόγια, θα υπερτιμολογήσουν το έργο κι έτσι θα «φάνε» την επιδότηση στο άψε σβήσε. Δεύτερη λύση, ο πατροπαράδοτος προορισμός του Έλληνα. Να ανοίξει μαγαζί, να γίνει επιχειρηματίας.
Δεν μιλάμε βέβαια για σοβαρό μαγαζί, για προεπενδυτική οικονομική μελέτη κλπ. Μιλάμε πάντα για σουβλατζίδικο, καφετέρια ή μπουτίκ με εισαγόμενα καλσόν. Να το δουλεύει ο ίδιος με την γυναίκα του, άντε και τον κουνιάδο του στις δύσκολες μέρες. Ελάχιστη επένδυση, μηδενική παραγωγή, μηδενική προσφορά στην οικονομία της χώρας. Δανείζεται το εφάπαξ της μάνας του, νοικιάζει ένα μαγαζί κάνει και μια γερή ανακαίνιση και μαζί με τα έξοδα για καναπεδάκια και φτηνό σολομό για τους τζαμπατζήδες της γειτονιάς στα εγκαίνια, μένει πανί με πανί. Και μετά κάθεται κάνα δίμηνο να βαράει μύγες μέχρι να το κλείσει αφού κανείς δεν είχε ανάγκη σε αυτή την κοινωνία από άλλον έναν αντιπαραγωγικό επί της ουσία μεσάζοντα για ισπανικές κιλότες ή ιταλικές τιράντες.
Κι έτσι καταλήγει άνεργος για φραπέ στην καφετέρια της γωνίας, να βρίζει την άτιμη κοινωνία που δεν του προσφέρει τις ευκαιρίες που του αξίζουν. Αυτό είναι το πλάνο ζωής του μέσου Έλληνα. Δεν ρισκάρει, δεν δοκιμάζει τίποτα καινούργιο, δεν κάνει σωστές επιλογές, δεν πρωτοπορεί. Μόνο ξέρει να ζητάει επενδύσεις, ανάπτυξη, θέσεις εργασίας και παραγωγή δια μαγείας. Εκείνος είναι φτιαγμένος μόνο για στέλεχος με ψηλό μισθό, laptop και ταμπελίτσα «general executive manager» έξω από την πόρτα του.
Έτσι του είπε η μαμά του, έτσι μεγάλωσε, αυτό πιστεύει και δυστυχώς το με δόσεις αγορασμένο μακρύ γιάπικο παλτό του δεν αρκεί για να τον κρατήσει στεγνό από τον παγωμένο κουβά ρεαλισμού που αδειάζει πλέον επάνω του η σκληρή πραγματικότητα.