Πριν λίγες μέρες, ο Υπουργός Οικονομικών απηύθυνε έκκληση προς τους πολίτες να εμπιστευτούν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και να επανατοποθετήσουν τις καταθέσεις τους στις τράπεζες της χώρας.
Τις ίδιες μέρες, περίπου, ξεκίνησε η συζήτηση και για τη συμμετοχή στο PSI των Ελλήνων φορολογούμενων που έχουν στην κατοχή τους ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Ένα θέμα για το οποίο επίσης ο Υπουργός Οικονομικών αρχικά δήλωσε ότι θα διευθετηθεί για όσους κατέχουν ομόλογα αξίας έως 100.000 ευρώ, αλλά -όσο περνά ο καιρός και δεν ξεκαθαρίζεται το τι ακριβώς θα συμβεί- οι άμεσα ενδιαφερόμενοι φαίνεται μάλλον να ανησυχούν περισσότερο παρά να καθησυχάζονται. Όσοι μεν έχουν τοποθετήσεις έως 100.000 ευρώ ανησυχούν γιατί δεν ενημερώνονται συγκεκριμένα για το αν και πώς θα προστατευτούν και όσοι έχουν μεγαλύτερες τοποθετήσεις γιατί επιπλέον θεωρούν ότι αδικούνται, αφού όταν επέλεγαν να εμπιστευτούν το ελληνικό δημόσιο δεν είχαν ενημερωθεί για το συγκεκριμένο όριο.
Οι γνωρίζοντες τα οικονομικά ας κρίνουν τι πρέπει να γίνει και με τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα, τόσο με τις καταθέσεις, όσο και με τα ομόλογα. Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, αξίζει να προσέξει κανείς πώς το ένα θέμα μπορεί να επηρεάσει το άλλο. Ή γενικότερα, πώς οι πολιτικές επιλογές που έγιναν χτες και σήμερα, μπορούν να επηρεάσουν την ευρύτερη συμπεριφορά των πολιτών σήμερα και αύριο.
Είναι ευρέως διαδεδομένη –κακώς- η άποψη ότι «επικοινωνία» στην πολιτική σημαίνει να κτίζεις μια εικονική πραγματικότητα. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι επικοινωνία στην πολιτική σημαίνει πρώτα απ’ όλα να αποτιμάς και να διαχειρίζεσαι σωστά τα αποτελέσματα της…πραγματικής πραγματικότητας.
Σε αυτή την πραγματική πραγματικότητα, κάθε πολιτική απόφαση λειτουργεί ταυτοχρόνως και όπως μία καμπάνια. Όσο και αν προσέχει κανείς τα λόγια και την εικόνα του, τα ισχυρότερα μηνύματα είναι πάντα αυτά που εκπέμπονται από τις πράξεις του. Και τον ισχυρότερο επικοινωνιακό αντίκτυπο έχουν οι πράξεις που επηρεάζουν άμεσα τη ζωή πολιτών. Όσο περισσότεροι οι πολίτες και όσο πιο έντονα επηρεάζεται η ζωή τους, τόσο πιο ισχυρό το επικοινωνιακό αποτέλεσμα.
Έχει γραφτεί ότι 11.000 πολίτες κατέχουν ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. Συνεπώς, η απόφαση για τη συμμετοχή τους στο PSI είναι μια «καμπάνια» που απευθύνεται με τον ισχυρότερο δυνατό τρόπο σε 11.000 ανθρώπους. Ας υπολογίσουμε και τις οικογένειές τους. Ας υπολογίσουμε, επίσης, και τον κοινωνικό περίγυρο των ίδιων και των συγγενών τους. Όλους αυτούς δηλαδή που θα μάθουν «από πρώτο χέρι» πώς αποφάσισε τελικά το ελληνικό κράτος να αντιμετωπίσει τους φορολογούμενους που το εμπιστεύτηκαν. (Γιατί, προφανώς, μιλάμε για θέματα που δεν προσωποποιούνται στον Υπουργό Οικονομικών.)
Η προφορική έκκληση για επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες και η όποια απόφαση για τη συμμετοχή των 11.000 φυσικών προσώπων στο PSI είναι δύο ειδήσεις που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο επικοινωνούνται προς την κοινή γνώμη. Η διαφορά τους είναι ότι το ένα είναι προφορικός λόγος, ενώ το άλλο είναι πράξη που παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Η δε αναλογία μεταξύ τους είναι προφανής: Στη μία περίπτωση ζητείται από πολίτες να εμπιστευτούν τη χώρα τους σήμερα, στην άλλη περίπτωση βλέπουμε πώς αντιμετωπίζονται οι πολίτες που εμπιστεύτηκαν τη χώρα τους στο παρελθόν.
Ας υποθέσουμε ότι η ασάφεια για το πώς θα προστατευτούν οι πολίτες κάτοχοι ομολόγων παρατείνεται –ή, ακόμα χειρότερα, ότι η τελική απόφαση δεν τους ικανοποιεί απόλυτα. Τι διαστάσεις θα λάβει αυτή η «καμπάνια» για τους άμεσα ενδιαφερόμενους –πολλοί εκ των οποίων έχουν επενδύσει σε ομόλογα τους κόπους μια ζωής- και τον κύκλο γύρω τους; Πώς θα επηρεαστεί ένα –απροσδιόριστο αλλά σίγουρα σεβαστό- δίκτυο ανθρώπων από την προσωπική εμπειρία αυτής της κρίσιμης μάζας; Και τελικά, πόσο πιθανό είναι την ίδια ώρα να ανταποκριθεί θετικά η –ούτως ή άλλως δύσπιστη- κοινή γνώμη στην έκκληση για επιστροφή των καταθέσεων στις τράπεζες;
Ας υποθέσουμε, από την άλλη, ότι το θέμα ρυθμίζεται οριστικά και ξεκάθαρα, με τον πλέον ευνοϊκό τρόπο. Ότι αυτό γίνεται ταυτοχρόνως με την έναρξη μιας συστηματικής προσπάθειας να πειστούν όσοι έχουν τα χρήματά τους εκτός τραπεζών ή εκτός χώρας να τα επιστρέψουν ενισχύοντας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Και ότι η απόφαση αυτή χρησιμοποιείται ως έμπρακτη απόδειξη ότι, ακόμα και σε μια τόσο δύσκολη περίοδο, όποιος εμπιστεύτηκε το ελληνικό δημόσιο δεν χάνει. Πόσο θα ισχυροποιούσε αυτή η πραγματική «καμπάνια» την προσπάθεια για επιστροφή των καταθέσεων; Και γενικότερα, δεν θα ήταν ένα ουσιαστικό πρώτο βήμα για να ανακτήσει την αξιοπιστία του το κράτος –αλλά και τα πρόσωπα που το εκπροσωπούν- στα μάτια των πολιτών;
Ευτυχώς ή δυστυχώς, τίποτα δεν έχει μεγαλύτερες επικοινωνιακές δυνατότητες από την ίδια την πραγματικότητα.
*Ο κ. Άκης Γεωργακέλλος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής και Επικοινωνίας