Οι επισημάνσεις της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (UNCTAD) θυμίζουν στους θιασώτες της λιτότητας το προφανές: η μείωση του εισοδήματος των νοικοκυριών δεν μπορεί να οδηγήσει παρά μόνο σε οικονομικό αδιέξοδο μια χώρα.
Ο διεθνής οργανισμός σημειώνει στην τελευταία του έκθεση ότι οι παράγοντες της παγκόσμιας οικονομίας «δεν διδάχθηκαν τίποτε από την τελευταία χρηματοπιστωτική κρίση».
«Οι υπέρμαχοι της δημοσιονομικής αυστηρότητας αξιολογούν ως απαραίτητη την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών για την ανάκαμψη μιας οικονομίας. Όμως είναι σχεδόν καθολικά αποδεκτό ότι η αναξιοπιστία των ίδιων των αγορών ήταν εκείνη που οδήγησε την παγκόσμια οικονομία σε κρίση» σημειώνει η πολυσέλιδη έκθεση.
Οι συντάκτες της διαπιστώνουν «με έκπληξη το γεγονός ότι οι παράγοντες διαμόρφωσης πολιτικής και μέρος της κοινής γνώμης εμπιστεύεται ακόμα τους οίκους αξιολόγησης που αναδείχθηκαν τόσο αναξιόπιστοι στο πρόσφατο παρελθόν».
Και την οικονομική πολιτική της Γερμανίας κατακεραυνώνει ο διεθνής οργανισμός όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι προτάσεις εξόδου από την κρίση.
Αυξήστε μισθούς στη Γερμανία
Οι συντάκτες της έκθεσης δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να θυμίζουν «τα βασικά» που γνωρίζουν όλοι οι απόφοιτοι οικονομικών σχολών. Το χάσμα της ανταγωνιστικότητας μεταξύ Βορρά και Νότου στην ευρωζώνη είναι αδιαμφισβήτητο. Όμως η CNUCED προτείνει αντί να μειώνονται τα εισοδήματα στις πιο αδύναμες οικονομίες, να αυξηθούν οι μισθοί στις πιο ισχυρές χώρες όπως η Γερμανία. Αυτό θα έδινε αυτομάτως ώθηση στην εγχώρια καταναλωτική ζήτηση της ισχυρής χώρας (πχ Γερμανία) και θα διατηρούσε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των πιο αδύναμων οικονομιών (πχ Ελλάδα).
«Η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική δεν έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας διότι πολύ απλά μια εθνική οικονομία δεν λειτουργεί όπως μια επιχείρηση ή ένα νοικοκυριό που απλώς κάνει οικονομία στις δαπάνες χωρίς όμως αυτό να μειώνει τα έσοδα». Όπως εξηγείται διεξοδικά στην ανάλυση, το κράτος που μειώνει τις δαπάνες οδηγεί σε ασφυξία την οικονομία που οδηγείται σταδιακά σε μαρασμό. «Το άμεσο αποτέλεσμα της λιτότητας είναι η βελτίωση των οικονομικών της χώρας όμως σε βάθος χρόνου η κατάσταση αποδεικνύεται μη βιώσιμη για τα δημοσιονομικά και το χρέος» καθώς η ζήτηση και η κατανάλωση υποχωρούν δραματικά και προκαλείται ύφεση που ανακυκλώνει το πρόβλημα. «Αλλοι στόχοι θα πρέπει να τεθούν, όπως η πλήρης απασχόληση και η αναδιανομή των εισοδημάτων με κοινωνικά κριτήρια» τονίζει η έκθεση.
Φραγμός στην κερδοσκοπία
«Για να διασφαλιστεί η σταθερότητα και να επανέλθει σε μια βιώσιμη ανάπτυξη η παγκόσμια οικονομία, απαιτείται ένα αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο στο χρηματοπιστωτικό τομέα ώστε να κατευθυνθούν οι επενδύσεις σε παραγωγικούς τομείς».
Η ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία θα παραμένει παράγοντας αστάθειας των αγορών όσο δεν τίθενται κανόνες που θα αποτρέπουν τους επενδυτές από κινήσεις εις βάρος εθνικών οικονομιών, αναφέρει το κείμενο. Σημειώνεται ότι η συμμετοχή ιδιωτών επενδυτών σε αγορές διατροφικών προϊόντων και πρώτων υλών θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και όχι να διαστρέφει τις τάσεις της αγοράς.
«Τέσσερα μέτρα θα μπορούσαν να βελτιώσουν τη λειτουργία των αγορών υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν ταυτόχρονα: διαφάνεια ως προς τα πραγματικά στοιχεία για τις πρώτες ύλες (σοδειές διατροφικών προϊόντων ή αποθέματα πετρελαίου), διαφάνεια ως προς τα επενδυτικά προϊόντα που σχετίζονται με τις πρώτες ύλες (ποιος επενδύει σε τι), περιορισμοί ή ακόμα και απαγόρευση σε συγκεκριμένες επενδύσεις βασικών διατροφικών προϊόντων και τέλος παρέμβαση των ρυθμιστικών αρχών στις αγορές όποτε κρίνεται αναγκαίο για την αποτροπή κερδοσκοπικών διακυμάνσεων.
«Το σημερινό »μη σύστημα» ευνοεί την αταξία και θα δημιουργεί συνεχώς κρίσεις» αναφέρει συμπερασματικά η έκθεση προτείνοντας μεταξύ άλλων ρυθμίσεις στον τραπεζικό κλάδο και τις συναλλαγματικές συναλλαγές.