Απλές καθημερινές σκέψεις και ιδέες που μετατράπηκαν σε υπερ-κερδοφόρες επιχειρήσεις. Ανακαλύψτε πως κάποιοι άνθρωποι της διπλανής πόρτας πίστεψαν στις «τρελές ιδέες» τους και έγιναν εκατομμυριούχοι.

1-800-FLOWERS.COM, Τζιμ Μακαν

Ο Τζιμ Μακαν ήταν μπάρμαν και εργαζόταν και ως κοινωνικός λειτουργός για να συμπληρώσει το εισόδημά του όταν αποφάσισε να αγοράσει ένα ανθοπωλείο το 1976 έναντι $10.000. Στην πορεία άνοιξε άλλα 13 καταστήματα στη Νέα Υόρκη, αλλά η «μεγάλη ιδέα» ήταν η τηλεφωνική γραμμή 1-800-FLOWERS που προέκυψε το 1986 και έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στην επιχείρησή του.

Επίσης ο Τζιμ εκμεταλλεύτηκε σχετικά νωρίς –το 1991- και το διαδίκτυο, ενώ το 1999 το «1-800-FLOWERS» έγινε «1-800-FLOWERS.COM». Η εταιρεία η οποία έχει επεκταθεί με την εξαγορά άλλων εταιρειών όπως το Popcorn Factory και Fannie May, ανέφερε συνολικά έσοδα κατά το οικονομικό έτος 2010 περίπου $668.000.000.

Spanx, Σάρα Μπλέικλι

Η ιδέα για την Spanx γεννήθηκε ένα βράδυ, όταν η Σάρα έκοψε το κάτω μέρος του καλσόν της για στιλιστικούς λόγους. Αφού ερεύνησε το πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και τι διαφορετικό μπορούσε να προσφέρει ένα καλσόν χωρίς πέλματα κατέγραψε την ευρεσιτεχνία της και με όπλο τις λιγοστές της οικονομίες –περίπου $5.000- αναζήτησε την κατασκευάστρια εταιρεία που θα της έκανε την παραγωγή.

Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες δεν πίστεψαν στον προϊόν της, ωστόσο βρέθηκε ένας που αποφάσισε να της δώσει μια ευκαιρία να πραγματοποιήσει την «τρελή ιδέα της» όπως της αποκάλεσε.

Το 2000 το πρωτότυπο τελειοποιήθηκε και η Σάρα άρχισε να προσεγγίζει μεγάλα πολυκαταστήματα για να πουλήσει το προϊόν της. Τους πρώτους τρεις μήνες οι πωλήσεις της ξεπέρασαν τα 50.000 κομμάτια.

Σήμερα η «τρελή ιδέα» της έχει απογειωθεί. Η Spanx έχει «μεγαλώσει» και περιλαμβάνει ένα πλήρες φάσμα από εσώρουχα, κορσέδες, μαγιό από πρωτοποριακά υλικά και γενικότερα κομμάτια που χρησιμοποιούνται κάτω από τα ρούχα για να δείχνουν την σιλουέτα πιο κομψή και λεπτή. Οι λιανικές πωλήσεις ήταν περίπου $350.000.000 το 2008, την τελευταία φορά που η εταιρεία δημοσίευσε τα στοιχεία της.

1-800-GOT-JUNK, Μπράιαν Σκούνταμουρ

Όλα ξεκίνησαν το 1989 όταν ο Μπράιαν Σκούνταμορ είδε ένα παλιό παρατημένο φορτηγό μιας τοπικής εταιρείας καθώς περίμενε στην ουρά στο drive-through ενός McDonald’s στο Βανκούβερ.

Αυτό ήταν αρκετό για να εμπνευστεί και να δημιουργήσει στη συνέχεια την «1-800-GOT-JUNK», μια εταιρεία που αναλαμβάνει άμεσα να «καθαρίσει» τον χώρο σας από οτιδήποτε άχρηστο: από παλιά έπιπλα και συσκευές μέχρι απόβλητα κήπων.

Αγοράζοντας αρχικά ένα παλιό φορτηγό για $700 και με την επωνυμία «The Rubbish Boys» ξεκίνησε να μαζεύει παλιά και άχρηστα αντικείμενα από σπίτια μεταξύ των μαθημάτων του στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια όπου φοιτούσε, προκειμένου να βγάζει το χαρτζιλίκι του.

Στην πορεία έβαλε στο «κόλπο» και άλλους συμφοιτητές του, ενώ το 1993 άφησε τις σπουδές του για να αφιερωθεί στην επιχείρησή του. Το 1998 η εταιρεία πήρε το σημερινό της όνομα και ένα χρόνο αργότερα άνοιξε το πρώτο franchise στον Καναδά.

Σήμερα η εταιρεία έχει 220 παραρτήματα στην Αμερική, τον Καναδά και την Αυστραλία, ενώ τα συνολικά έσοδά της για το 2007 και το 2008 ήταν περισσότερα από $100.000.000.

Pillow Pets, Τζένιφερ Τέλφερ

Η ιδέα της Τζένιρερ Τέλφερ προέκυψε καθώς παρατηρούσε τους μικρούς γιους της να προσπαθούν να κοιμηθούν πάνω στα αγαπημένα τους λούτρινα ζωάκια.

Έτσι αποφάσισε να δημιουργήσει μαξιλάρια που να έχουν το σχήμα αλλά και να δίνουν την αίσθηση λούτρινου παιχνιδιού. Ξεκίνησαν να διαθέτουν το προϊόν τους μόνο την περίοδο των διακοπών σε ένα μαγαζί σε κοντινό mall, ενώ δύο βδομάδες πριν τα Χριστούγεννα τα πουλούσε σε γνωστούς και φίλους από το σπίτι.

Όταν είδε ότι τα πρώτα κομμάτια εξαντλήθηκαν σχετικά γρήγορα, συνειδητοποίησε ότι άξιζε τον κόπο να το εξελίξει. Έκτοτε τα συγκεκριμένα παιχνίδια έγιναν μόδα και το 2010 τα έσοδά από τα Pillow Pets άγγιξαν τα $300.000.000.

Life is good, Μπερτ και Τζον Τζέικομπς

Οι Μπερτ και Τζον Τζέικομπς, σχεδίασαν τα πρώτα τους t-shirts το 1989 και τα πουλούσαν στους δρόμους της Βοστόνης και κοντά στα κολέγια της ανατολικής ακτής.

Ωστόσο, τα πέντε πρώτα χρόνια δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Το 1994 όμως αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα καρτούν το οποίο ονόμασαν Τζέικ και το σύνθημα «Life is good», τα οποία είχαν ιδιαίτερη απήχηση τυπωμένα σταt-shirts.

Από τότε το μότο αυτό αποτυπώθηκε και σε διάφορα προϊόντα –από κούπες, μέχρι πετσέτες και λουριά σκύλων- και η ζωή για τον Μπερτ και τον Τζον είναι σίγουρα καλύτερη, καθώς η επιχείρησή τους είναι ιδιαίτερα κερδοφόρα με τις πωλήσεις να ανέρχονται σε $100.000.000 (σύμφωνα με τα στοιχεία του 2010).

Boston Beer Company, Τζιμ Κοτς

Ο πατέρα του Τζιμ Κοτς ήταν ζυθοποιός 5ης γενιάς, η οικογένεια όμως είχε αποσυρθεί από τον χώρο της παρασκευής μπύρας. Το 1984 ο Τζιμ ένιωσε ότι μπορεί να προσφέρει κάτι «αλλιώτικο» στον κόσμο της μπύρας και έτσι παραιτήθηκε από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν ως σύμβουλος διοίκησης, αναζήτησε στα οικογενειακά αρχεία την παλιά συνταγή του προ-προ παππού του και άρχισε τα «πειράματα» στην κουζίνα του σπιτιού του.

Όταν τελειοποίησε το προϊόν του, άρχισε να δειγματίζει στα μπαρ της Βοστόνης την Samuel Adams Boston Beer Lager. Σήμερα η εταιρεία είναι από τις μεγαλύτερες με περισσότερα από τριάντα είδη μπίρας.

Εξακολουθεί να χρησιμοποιεί φυσικά συστατικά, τα οποία ο ίδιος επιλέγει ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά του κόσμου ενώ παραμένει πιστός στις παραδοσιακές μεθόδους παρασκευής. Η σκληρή δουλειά και το πείσμα του τον αποζημίωσαν.

Εκτός από τα καθαρά έσοδα που το πρώτο τρίμηνο του 2011 ξεπέρασαν τα $102.000.000 οι μπίρες του έχουν κερδίσει τα περισσότερα βραβεία από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ζυθοποιίας σε όλο τον κόσμο.

Chipotle, Στιβ Έλς

Ο Στιβ Ελς εργαζόταν ως σεφ στο Σαν Φρανσίσκο όταν αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα να ανοίξει το δικό του εστιατόριο. Ήθελε όμως να δημιουργήσει κάτι διαφορετικό και τελικά βρήκε την έμπνευσή του στα μικρά taco φαγάδικα, στα οποία του άρεσε να πηγαίνει. Σκέφτηκε λοιπόν, να δημιουργήσει ένα εστιατόριο με μπουρίτο αλλιώτικο από τα τυπικά φαστ φουντ. Ήθελε να φτιάξει ένα μέρος όπου οι πελάτες να μπορούν να απολαύσουν ένα γεύμα με πολύ καλής ποιότητας υλικά γρήγορα και οικονομικά. Αφού δανείστηκε ένα σχετικά μικρό ποσό από τους γονείς του άνοιξε το πρώτο μεξικάνικο φαστ φουντ «Chipotle» στο Ντένβερ στο Κολοράντο το 1993. Σήμερα με περισσότερα από 1.000 «Chipotle» η εταιρεία του Στιβ ανέφερε $509.400.000 έσοδα μόνο για το πρώτο τρίμηνο του 2011.

Method, Άνταμ Λόουρι και Έρικ Ράιαν

Η ιδέα των Άνταμ Λόουρι και Έρικ Ράιαν για ένα φιλικό προς το περιβάλλον καθαριστικό οικιακής χρήσης, γεννήθηκε στο διαμέρισμά όπου διέμεναν στον Σαν Φρανσίσκο.

Παρατήρησαν ότι κάθε φορά που έκαναν καθαριότητα στο σπίτι τους έπιανε βήχας, εξαιτίας των απορρυπαντικών. Εκείνη την εποχή ωστόσο, οι επιλογές στα προϊόντα καθαρισμού χωρίς χημικές ουσίες δεν ήταν πολλές.

Έτσι οι δυο τους μετά από σχετική έρευνα λάνσαραν το 2000 την «Method», μια οικολογική σειρά καθαριστικών προϊόντων για το σπίτι. Δέκα χρόνια αργότερα τα προϊόντα τους βρίσκονται στα ράφια των καταστημάτων σε όλη τη χώρα και τα έσοδά τους ξεπερνούν τα $100.000.000.

Burt’s Bees, Ροξάν Κουίμπι και Μπερτ Σάβιτζ

Ο Μπερτ Σάβιτζ ήταν πλανόδιος πωλητής μελιού και η Ροξάν Σάβιτζ ήταν μια άνεργη σερβιτόρα που έβγαζε τα προς το ζην ως πωλήτρια σε υπαίθριες αγορές όταν τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά το 1984.

Οι δύο τους ξεκίνησαν να φτιάχνουν κεριά τα οποία πουλούσαν σε υπαίθρια bazaar, ενώ πολύ σύντομα τα προϊόντα τους βρέθηκαν στα ράφια μικρών καταστημάτων. Αυτό όμως που απογείωσε την δημιουργικότητά τους ήταν ένα παλιό βιβλίο του 19ου αιώνα με φυσικές συνταγές για θεραπείες περιποίησης και ομορφιάς, το οποίο ανακάλυψε σε ένα παζάρι η Ροξάν.

Άρχισαν αμέσως να φτιάχνουν φυσικά σαπούνια και αρώματα σε ένα παλιό κουζινάκι αερίου. Ωστόσο, η ιδέα για το μεγαλύτερο σε πωλήσεις προϊόν τους, που δεν ήταν άλλο από ένα lip balm ήρθε το 1991.

Το 2007 οι σειρές φυσικών προϊόντων περιποίησης της επιδερμίδας και των μαλλιών με την επωνυμία Burt’s Bees απέφεραν κέρδη $250.000.000 ενώ στο τέλος του ίδιου χρόνου η εταιρεία Clorox πρόσφερε $925.000.000 για να αγοράσει την Burt’s Bees.

Curves, Γκάρι και Νταϊαν Χέβιν

Οι Γκάρι και Νταϊάν Χέβιν άνοιξαν το πρώτο «Curves» το 1992, απευθυνόμενοι σε γυναίκες που αναζητούσαν κάτι περισσότερο από ένα τυπικό γυμναστήριο.

Η ιδέα ήταν να δημιουργήσουν ένα χώρο που να προσφέρει στις γυναίκες μια άνετη ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα να τις ενθαρρύνει. Επίσης το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στις απαιτήσεις των εργαζόμενων γυναικών προωθώντας ειδικά 30λεπτα προγράμματα.

Το συγκεκριμένο κόνσεπτ «έπιασε» και επεκτάθηκε πολύ σύντομα. Με περισσότερα από 10.000 «Curves» σε όλο τον κόσμο τα έσοδα έφτασαν αισίως το $1 δισεκατομμύριο δολάρια το 2010.