Στην Ουάσιγκτον καταφθάνουν συνεχώς πληροφορίες- ανεξέλεγκτες συνήθως- σχετικά με τους εξεγερμένους της Λιβύης και τη «νέα κατάσταση» στην Αίγυπτο. Αναφέρουν λ.χ. ότι στις γραμμές των «μαχητών της Βεγγάζης» έχουν διεισδύσει μέλη τρομοκρατικών οργανώσεων, ακόμη και «ισλαμιστές του Σουδάν», ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι άρχισαν ήδη να διαβρώνουν τον αιγυπτιακό στρατό και ότι προωθούν σε θέσεις-«κλειδιά» της διοίκησης «πρόσωπα κύρους αλλά με δεσμούς οικονομικούς η άλλους με την Αδελφότητα» («Ηaaretz»). Ο γερουσιαστής Τζον Μακ Κέιν σε δίωρο τηλεοπτικό σόου στη Βεγγάζη την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι «δεν αντιλήφθηκε» μέλη της Αλ Κάιντα. Αλλά ήταν αυτός ο ίδιος γερουσιαστής που βεβαίωνε τον περασμένο Αύγουστο ότι «αποδίδουν πλήρως τα μέτρα ασφαλείας» στο Αφγανιστάν, για να τον διαψεύσει εντυπωσιακά η μαζική απόδραση Ταλιμπάν από τη «φυλακή υψίστης ασφαλείας» του Κανταχάρ ανήμερα το Πάσχα… Σε αυτά ας προστεθεί και ο πονοκέφαλος που δημιουργούν στον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα οι έμμεσες εκκλήσεις- τρεις τις τελευταίες δύο εβδομάδες- του βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον για μια περισσότερο ουσιαστική «παρουσία» της Αμερικής στη Λιβύη και οι ανάλογες προτροπές, συγκαλυμμένες αλλά και απροκάλυπτες, εφημερίδων όπως οι «Νew Υork Τimes» (27/4), τα καθημερινά σχεδόν μηνύματα του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ Αντερς Φογκ Ράσμουσεν, τα οποία στο Πεντάγωνο ερμηνεύονται ως «βοηθήστε, αλλιώς χανόμαστε» στη Λιβύη, καθώς και η έντονα επικριτική στάση της Μόσχας για την ανάληψη της ηγεσίας των επιχειρήσεων στη Λιβύη από το ΝΑΤΟ, την οποία ο ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ θεωρεί ότι «εκφεύγει από τα όσα αναφέρονται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας» για τη Λιβύη.
Σαν να μην έφθαναν αυτά, το Κογκρέσο με πρωτοβουλία του Ρεπουμπλικανού προέδρου της Βουλής Τζον Μπόνερ κάλεσε τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου να μιλήσει σε κοινή συνεδρίαση Γερουσίας και Βουλής. Πρόκειται φυσικά για προσχεδιασμένη κίνηση των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι για εσωτερικούς και καθαρά πολιτικούς λόγους θέλουν να φέρουν την κυβέρνηση σε ακόμη πιο δύσκολη θέση, καθώς είναι γνωστό ότι, πρώτον, ο Λευκός Οίκος δεν έχει ακόμη καταστρώσει πολιτική για τη Μέση Ανατολή όπως αυτή διαμορφώνεται σήμερα· δεύτερον, ο παλαιστίνιος πρόεδρος Μαχμούντ Αμπάς έχει οριστικοποιήσει την πρόθεσή του να ζητήσει από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον ερχόμενο Σεπτέμβριο «να αναγνωρίσει ένα παλαιστινιακό κράτος»· και, τρίτον, το ισχυρό ισραηλινό λόμπι, το ΑipΑC, είναι έτοιμο να εξαπολύσει εκστρατεία για τη «σωτηρία του Ισραήλ», το οποίο υποτίθεται ότι απειλείται από τη δήθεν «στρατηγική στροφή» της πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα για τη Μέση Ανατολή.
Ο πρόεδρος και το Δημοκρατικό Κόμμα, που αντιμετωπίζουν δύσκολες προεδρικές εκλογές το 2012, δεν μπορεί να αγνοήσουν τη σημασία τόσο της πρόσκλησης στον κ. Νετανιάχου όσο και της εκστρατείας του λόμπι. Ο Μπαράκ Ομπάμα σχεδίαζε να παρουσιάσει ευθύς μετά το Πάσχα τους στόχους και τη στρατηγική της «νέας αμερικανικής πολιτικής για τη Βόρεια Αφρική» σε ομιλία του σε κοινή συνεδρίαση της Γερουσίας και της Βουλής, αλλά αυτό αναβάλλεται επειδή διαπιστώθηκε ότι «δεν είχαν μελετηθεί επαρκώς τα νέα στοιχεία, καθώς η κατάσταση στην περιοχή δεν έχει σταθεροποιηθεί», έγραψε η «Wall Street Journal» με βάση «εξηγήσεις» που έδωσε (ανώνυμος) αξιωματούχος του Λευκού Οίκου. Η σχεδιαζόμενη επίσκεψη του κ. Νετανιάχου, ο οποίος προεξοφλείται ότι θα παρουσιάσει κάποιο «σχέδιο ειρήνης», προκαταλαμβάνει τον Λευκό Οίκο και φέρνει τον πρόεδρο στο δίλημμα είτε να συμφωνήσει με το ισραηλινό σχέδιο, το οποίο θα προσπαθήσει να αποφύγει, είτε να το αγνοήσει και να παρουσιάσει κάτι γενικότερο, με όποιο πολιτικό κόστος.
Ενδεικτικό της έλλειψης συνεννόησης και ασάφειας που χαρακτηρίζει από μηνών τη στάση της Ουάσιγκτον απέναντι στο πρόβλημα της Μέσης Ανατολής είναι οι σχετικές δηλώσεις του αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν , της υπουργού Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον και του υπουργού Αμυνας Ρόμπερτ Γκέιτς. Ο πρώτος, απαντώντας σε ερώτηση σε τηλεοπτική εκπομπή, τόνισε ότι για την Αμερική το υπ΄ αριθμόν ένα πρόβλημα ασφάλειας είναι το Ιράν και οι εξελίξεις στην περιοχή του Κόλπου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η κυβέρνηση δεν ανησυχεί ιδιαίτερα για τις «σεισμικέςμεταβολές» στη Βόρεια Αφρική. Η κυρία Κλίντον δήλωσε την περασμένη Πέμπτη ότι η επανάληψη των συνομιλιών μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων «είναι και παραμένει ζήτημα απόλυτης προτεραιότητας» για την κυβέρνηση Ομπάμα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ