Σε γόρδιο δεσμό εξελίσσεται το αμυντικό πρόβλημα της χώρας μετά και τη χθεσινή ανακοίνωση από την κυβέρνηση της νέας δραματικής περιστολής των αμυντικών δαπανών.
Από τη μια πλευρά, είναι απολύτως κατανοητό και ορθό ότι σε αυτή τη φοβερή περίοδο που απειλείται ευθέως και επιθετικά η χώρα δημοσιονομικά, κοινωνικά, ακόμα και ως προς την ίδια την ευστάθειά της στο ευρωπαϊκό περιβάλλον, δραματικές περικοπές πρέπει να γίνουν άμεσα και παντού στις δημόσιες δαπάνες. Και η πρόσκτηση αλλά και η συντήρηση οπλικών συστημάτων έχουν τεράστιο κόστος.
Πέρα από αυτό, υπάρχει και το μέγα αμαρτωλό παρελθόν των ελληνικών εξοπλισμών τις τελευταίες δεκαετίες, που ασφαλώς και δεν θα ξεπλυθεί με κοινοβουλευτικές διαδικασίες που άργησαν πάρα πολύ, που έχουν περιορισμένο αντικείμενο και για τις οποίες, έτσι κι αλλιώς, είναι μάλλον προδιαγεγραμμένο ότι θα προσκρούσουν σε παραγραφές σαν καράβια σε παγόβουνα…
Και δεν είναι μόνον η διαφθορά και οι μίζες. Δεν είναι απλώς ότι αγοράσαμε σειρά αναιτιολόγητα υπερκοστολογημένων συστημάτων. Δεν έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί ότι πολύ σημαντικό κομμάτι αυτών των αγορών ήταν – και παραμένει – λειτουργικά άχρηστο ή, άλλοτε, ελαχιστοποιημένα χρηστικό για τις πραγματικές αμυντικές ανάγκες της χώρας.
Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα: τα υποβρύχια, που δεν έχουν ακόμα παραδοθεί και που και να είχαν παραδοθεί δεν θα είχαν τορπίλες, είναι ένα. Ένα άλλο είναι ο απίστευτα υπερβολικός αριθμός των αρμάτων που απέκτησε η Ελλάδα λες και σήμερα βρισκόμαστε ακόμα στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο… Διαδικασίες «εκσυγχρονισμού» αεροσκαφών και μονάδων του στόλου, συνοδεύονται από αντίστοιχα προβλήματα. Και πολλά άλλα.
Τέλος, κάτι ακόμα χειρότερο: ο πλήρης αυτός ανορθολογισμός της πληθώρας οπλικών συστημάτων που δεν υπηρετούν τις αμυντικές ανάγκες στέρησε κρίσιμους πόρους από εκεί που θα έπρεπε να έχουν διοχετευθεί και που σήμερα το κενό είναι πλέον περίπου δραματικό.
Κι έτσι βρισκόμαστε σήμερα να διαθέτουμε έναν πανάκριβο και την ίδια στιγμή ανεπαρκή αμυντικό μηχανισμό. Κι αυτό, τη στιγμή που λόγω της οικονομικής κατάρρευσης το κακό είναι περίπου πρακτικά αδύνατον να επανορθωθεί, όπως προδιαγράφεται και επίσημα πλέον από τις χθεσινές ανακοινώσεις.
Την ίδια στιγμή οι αμυντικές ανάγκες είναι δεδομένες και, αντί να μειώνονται είναι ξεκάθαρο ότι αυξάνουν: η ψαλίδα ισχύος με την Τουρκία στον αέρα και, για πρώτη φορά, στη θάλασσα, ανοίγει σταθερά και γρήγορα και ποσοτικά και, κυρίως ποιοτικά.
Ετσι, αν η πορεία συνεχιστεί ως έχει, δεν είναι μακριά ο καιρός που η ισχύς των δύο κρατών δεν θα επιδέχεται συγκρίσεις και η Τουρκία θα διαθέτει πολύ αυξημένη δυνατότητα δημιουργίας τετελεσμένων, ειδικά στα θέματα έμπρακτης επιβολής του καθεστώτος των γκρίζων ζωνών, ή στη de facto περιστολή της άσκησης ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στον αέρα και στη θάλασσα.
Δυστυχώς, η εξίσωση δεν βγαίνει. Και μπορεί σήμερα, στην κατάσταση που βρισκόμαστε όλα αυτά να μη μας λένε και πολλά, αλλά θα πρέπει να είναι σαφές ότι ένας αμυντικός μηχανισμός δεν χτίζεται από τη μια μέρα στην άλλη, αν και εφόσον τον χρειαστεί μια χώρα. Αντίθετα, αν αφεθεί στη συρρίκνωση, το κόστος και ο χρόνος που απαιτούνται για να ξαναμπεί μπροστά δεν μπορούν να καλυφθούν. Και η πορεία των αμυντικών δαπανών εγγυάται αυτή τη συρρίκνωση.
Όπως ένα πρωί η Ελλάδα ξύπνησε και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά στη φοβερή πραγματικότητα της δημοσιονομικής κατάρρευσης, είναι ορατός ο κίνδυνος να συμβεί κάποιο άλλο πρωί το ίδιο και με την αμυντική της θωράκιση. Αυτό δεν μπορεί να το ξεχνά η κυβέρνηση, παρά τη θύελλα των σχεδόν άλυτων προβλημάτων που έχουν ήδη «σκάσει». Γιατί η δομική αμυντική ανεπάρκεια, είναι ένα πρόβλημα που, αν φτάσει να σκάσει, δεν υπάρχει ούτε μνημόνιο, ούτε γυρισμός.