Αντιστροφή ρόλων για Ελλάδα και Τουρκία συντελείται τα τελευταία χρόνια καθώς οι «μέρμηγκες» Τούρκοι αγοράζουν την πρωτογενή παραγωγή από τους «τζίτζικες» Έλληνες κατά τη ρήση Πάγκαλου και της δίνουν προστιθέμενη αξία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) μόνον το 2020 η Τουρκία εισήγαγε περίπου το 60% του παραγόμενου εκκοκισμένου βαμβακιού της Ελλάδας (143.781 τόνοι ή 234 εκατομμύρια ευρώ). Ταυτόχρονα βέβαια τα Τουρκικά βαμβακερά κατακλύζουν τη χώρα και τους επιστρέφουμε πολλαπλάσιο συνάλλαγμα αφού η μεταποίηση του προϊόντος σταματά στην εκκόκκιση ή το πολύ στο νήμα (πρωτογενής μεταποίηση).
Την ίδια ώρα οι γείτονες συνεχίζουν τις εισαγωγές ζώντων ζώων από όλες τις Βαλκανικές χώρες (κυρίως αρνιά και δευτερευόντως βοοειδή) συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, σε μία προσπάθεια να δημιουργήσουν βάσεις για την επέκταση της κτηνοτροφίας τους. Αρκετοί κτηνοτρόφοι πούλησαν μέσα στο χειμώνα τα αρνιά τους σε ζωέμπορους που λειτουργούσαν για λογαριασμό τουρκικών μονάδων, καθώς αδυνατούσαν να τα διατηρήσουν λόγω της ραγδαίας αύξησης της τιμής των ζωοτροφών.
Για τη χώρα μας η Τουρκία αναδεικνύεται σε κυρίαρχο εξαγωγικό προσανατολισμό για τα αγροτικά της προϊόντα, ωστόσο στο εμπορικό ισοζύγιο η πλάστιγγα γέρνει καταφανώς προς την πλευρά της Τουρκίας αφού οι εισαγωγές μας ιδίως σε λαχανικά είναι υπερδιπλάσιες.
Σε ότι αφορά το ελληνικό βαμβάκι αυτό έχει απωλέσει τις αγορές της Δυτικής Ευρώπης και απευθύνεται μετά την Τουρκία προς αγορές του τρίτου κόσμου, όπως η Αίγυπτος που εισήγαγε το 2010 το 18% του ελληνικού προϊόντος. Αυτό σημαίνει προφανώς ότι το ελληνικό προϊόν δεν λαμβάνει καμία προστιθέμενη αξία. Αυτός είναι και ο λόγος που το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης στοχεύει να ξαναδώσει ονομασία προέλευσης στο ελληνικό νήμα με ελληνικό βαμβακόσπορο. Μάταιος κόπος όμως γιατί οι πολυεθνικές πολλαπλασιαστικού υλικού με προϋπολογισμούς μεγαλύτερους από αυτόν της χώρας μας έχουν πραγματοποιήσει άλματα στον τομέα της έρευνας με αποτέλεσμα να αδυνατούν να τις παρακολουθήσουν οι ελληνικές εταιρείες. Τρεις πολυεθνικές φέτος προμήθευσαν πάνω από το 80% του πολλαπλασιαστικού υλικού στους Έλληνες βαμβακοπαραγωγούς.
Προφανώς από μία χαμένη μάχη είναι καλύτερα να δώσεις μία νέα από καλύτερη θέση και αυτή έχει να κάνει με το μοναδικό παγκοσμίως προνόμιο που έχει το ελληνικό βαμβάκι, το οποίο φέτος ήταν το προϊόν με το δεύτερο μεγαλύτερο πλεόνασμα για την πατρίδα μας μετά τα φρούτα και λαχανικά (380 εκατομμύρια ευρώ). Το προνόμιο που έχει το ελληνικό βαμβάκι είναι ότι είναι το μοναδικό παγκοσμίως μη γενετικά τροποποιημένο.
Αυτή του η ιδιότητα ωστόσο καθώς δεν έχει πιστοποιηθεί δεν του δίνει καμία προστιθέμενη αξία καθώς το προϊόν αναμιγνύεται στο σωρό των Τουρκικών κλωστηρίων. Ασφαλώς προς την κατεύθυνση της πιστοποίησης αυτής του της ιδιότητας έχει να επιτελέσει σημαντικό ρόλο το Κέντρο Ταξινόμησης και Πιστοποίησης βάμβακος της Καρδίτσας, το οποίο γίνεται σημείο αναφοράς για το θεσσαλικό αλλά και εν γένει το ελληνικό βαμβάκι.
Ως εκ τούτου είναι άνευ αντικειμένου η συζήτηση για τη μεταφορά του στη Θες/νίκη στο πλαίσιο ανασχεδιασμού του ΕΘΙΑΓΕ, όταν μόνο ο κτιριακός και υλικοτεχνικός εξοπλισμός του έχει κοστίσει μερικά εκατομμύρια ευρώ. Η πιστοποίηση του ελληνικό βαμβακιού με την ένδειξη «ΝΟ GMO COTTON» (μη γενετικά τροποποιημένο βαμβάκι) ασφαλώς θα δώσει προστιθέμενη αξία όχι μόνον στο εκκοκκισμένο προϊόν ή το νήμα αλλά και γιατί όχι και στα βαμβακερά υφάσματα ή το φαρμακευτικό υλικό (γάζες, φαρμακευτικό βαμβάκι κλπ) ενώ θα δώσει επίσης έναν άλλο πολλαπλασιαστή και στα υποπροϊόντα του όπως είναι το βαμβακέλαιο και η βαμβακόπιττα (ζωοτροφή)…
Όλα τα παραπάνω μπορούν τα 380 εκατομμύρια πλεόνασμα από το βαμβάκι ετησίως να τα εκτοξεύσουν σε πάνω από 1 δις ευρώ και συνάμα να λειτουργήσει ξανά η παραπαίουσα ελληνική κλωστοϋφαντουργία και οι βιομηχανίες έτοιμου ενδύματος.
Παρά το γεγονός ότι οι βιομηχανίες εντάσεως εργασίας -λόγω του υψηλού εργατικού κόστους- έχουν εξαφανιστεί από το χάρτη της Ελλάδας, εντούτοις με την προστιθέμενη αξία που προσδίδει στο νήμα ή το ύφασμα η ένδειξη «μη γενετικά τροποποιημένο προϊόν» μπορεί να δημιουργηθεί μία νέα αγορά όπου η χώρα να καταστεί παγκόσμιος leader.
Απαιτούνται όμως συντονισμένες κινήσεις και από την πλευρά της πολιτείας ώστε η χώρα ή τουλάχιστο η περιφέρεια Θεσσαλίας να κηρυχτεί ελεύθερη ζώνη από γενετικά τροποποιημένα κατά παρόμοιο τρόπο όπως το επιχειρεί η Κύπρος, το τελευταίο διάστημα. Και η Θεσσαλία διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία για να αναληφθεί μία τέτοια πρωτοβουλία, όπως είναι:
– Το τμήμα Βιοχημείας – Βιοτεχνολογίας του Παν/μίου Θεσσαλίας
– Το Κέντρο Ταξινόμησης και Τυποποίησης Βάμβακος στην Καρδίτσα και
– Το γεγονός ότι παράγει το 40% του ελληνικού βαμβακιού.