Εθνική οδός Πατρών- Πύργου στο ύψος της Νέας Μανωλάδας. Ενα χωριό με 1.000-1.500 μόνιμους κατοίκους και περίπου τους διπλάσιους αλλοδαπούς εργάτες. Ο αριθμός τους αυξομειώνεται ανάλογα με τις εργατικές ανάγκες της περιοχής, ανάγκες που έχουν κόκκινο χρώμα και γλυκιά γεύση. Ο πυρήνας της ελληνικής φραουλοπαραγωγής των περίπου 9.000 στρεμμάτων και των εξαγωγών σε Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη είναι εδώ.

Η λιγότερο λαμπερή πλευρά όλης αυτής της ιστορίας έγινε ευρέως γνωστή το 2008 με την απεργία των αλλοδαπών εργατών που ζητούσαν καλύτερα μεροκάματα. Πριν από περίπου 10 ημέρες, σε ένα διπλανό χωριό, το Κουρτέσι, κλιμάκιο της Ασφάλειας Αττικής συνέλαβε έναν Ελληνα και τέσσερις Ρουμάνους, οι οποίοι υπό την απειλή των όπλων εξανάγκαζαν συμπατριώτες τους να δουλεύουν στα χωράφια της φράουλας.Τρία χρόνια μετά τη «στάση» των μεταναστών και παρά το γεγονός ότι ακολούθησαν δεκάδες ρεπορτάζ και δημοσιεύματα για τις συνθήκες διαβίωσής τους εκεί, ελάχιστα πράγματα έχουν βελτιωθεί. Καταυλισμοί ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια, κάτοικοι καταγγέλουν ότι οι συνθήκες υγιεινής είναι ανύπαρκτες, ενώ σε κοντέινερ και παραπήγματα άνθρωποι στοιβάζονται σαν ποντίκια.

Ο Λάππας είναι ένα χωριό στα σύνορα Αχαΐας και Ηλείας. Εδώ τα θερμοκήπια είναι πιο λίγα και η αντιμετώπιση των δημοσιογράφων εξίσου λιγότερο εχθρική. Πετυχαίνουμε κάποιους εργάτες από το Μπανγκλαντές την ώρα που ποτίζουν τα χωράφια. Η συνεννόηση μαζί τους δεν είναι εύκολη αφού τα ελληνικά τους είναι ελάχιστα. Οπως λένε, αμείβονται με 25 ευρώ για εργασία 8 ωρών την ημέρα. Λίγα μέτρα από τον χώρο όπου δουλεύουν, βρίσκεται ο προσωπικός τους χώρος. Δύο μικρά δωμάτια. Το ένα χρησιμοποιείται ως κουζίνα και το άλλο ως τουαλέτα, ενώ κοιμούνται σε κοντέινερ. Εμάς μας φαίνονται άθλια, αλλά εκείνοι δεν το βλέπουν έτσι. Παρόμοια εικόνα δίνει μια παρέα Βούλγαρων σε διπλανό χωράφι. Τους πετυχαίνουμε την ώρα του διαλείμματος. Ο κατά κάποιον τρόπο επικεφαλής τους, Θοδωρής, είναι εδώ και περίπου 10 χρόνια στην Ελλάδα. Τον χειμώνα μαζεύει ελιές, την άνοιξη φράουλες. Μιλάει με καλά λόγια για τις συνθήκες ζωής και εργασίας στην Ελλάδα, συγκρίνοντάς τις με την πατρίδα του αλλά και όσα ακούει για άλλες καλλιέργειες της περιοχής. Στα πιο «σκληρά» ερωτήματα προηγείται συνεννόηση με τους άλλους εργάτες στη γλώσσα τους. «Περιμένετε το αφεντικό να τα πείτε» αποκρίνονται συνήθως μετά.

Παραδίπλα συναντάμε τον «Νίκο», έναν συμπατριώτη μας που εργάζεται ως υπεύθυνος σε μια από τις καλλιέργειες φράουλας. « Η συγκομιδή της είναι από τις εύκολες αγροτικές εργασίες. Δεν συγκρίνεται π.χ., με εκείνη της ελιάς» σχολιάζει. Τον τελευταίο καιρό όλο και πιο πολλοί Ελληνες απευθύνονται σε αυτόν γιατί ενδιαφέρονται να εργαστούν στα χωράφια. Δεν τους προτιμά όμως γιατί, όπως λέει, « είναι τεμπέληδες».

Στο κέντρο Υγείας της Βάρδας, όπου μαζεύονται δημοσιογράφοι τοπικών ΜΜΕ αλλά και κάτοικοι της περιοχής, ακούς πολλά. Αλλος λέει ότι οι «φρα ουλάδες» είναι κράτος εν κράτει. Αλλος ότι κάνουν καλό στην περιοχή, αφού αν δεν υπήρχαν αυτοί, οι μετανάστες που ζουν στους καταυλισμούς θα τριγύριζαν στα χωριά ανεξέλεγκτοι, διαπράττοντας εγκλήματα. Αλλος ότι η παρουσία των ξένων εργατών βοήθησε και ντόπιους που δεν δραστηριοποιούνται στην παραγωγή της φράουλας να αποκτήσουν ένα έξτρα εισόδημα, νοικιάζοντας το χωράφι τους ή ένα παλιό σπίτι σε αυτούς. Αλλος ότι σε ορισμένα χωράφια οι εργάτες μένουν απλήρωτοι για πολύ καιρό, ακόμη και για μήνες. Αλλος ότι πολλές φορές είναι οι αλλοδαποί μεσάζοντες (ή… μεταφραστές) αυτοί που εκμεταλλεύονται τους συμπατριώτες τους.

Κάποιοι μας κατηγορούν ότι το ρεπορτάζ αυτό μόνο για εντυπώσεις χρησιμεύει. « Πόσοι από τους Αφγανούς ή Μπανγκλαντεσιανούς που ζουν στην Ελλάδα παίρνουν 25 ευρώ για 6-7 ώρες δουλειά την ημέρα;Δεν είναι λίγοι αυτοί που έρχονται από την Αθήνα για να δουλέψουν εδώ,ακριβώς επειδή υπάρχει μεροκάματο». Στον παραγωγό που μας επιτέθηκε με τους ανθρώπους του στη Μανωλάδα, καταλογίζουν παρόμοιες συμπεριφορές και στο παρελθόν. «Οσον αφορά όμως τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας των εργατών του, είναι από τους καλούς» λένε. Για ποιο λόγο τότε δεν ήθελε δημοσιογράφους στον καταυλισμό, είναι η αυτονόητη ερώτησή μας, που όμως δεν απαντιέται.

ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Ματώνοντας στα «φραουλοχώραφα»
Η εμπειρία και ο ξυλοδαρμός των απεσταλμένων του «Βήματος» από παραγωγό της περιοχής

Σ τρίβουμε αριστερά στην εθνική οδό. Στο δεξί μας χέρι βρίσκεται ένα μεγάλο κτίριο, προφανώς συσκευαστήριο φράουλας. Λίγα μέτρα πιο κάτω, ξεπροβάλλει ο καταυλισμός. Σκουριασμένα κοντέινερ τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, απλωμένα ρούχα, ένα μεγάλο προαύλιο- μεγαλύτερο ίσως και από ποδοσφαιρικό γήπεδο- και πρόσωπα, άλλα απορημένα, άλλα ανήσυχα. Οι περίπου 400 εργάτες που διαμένουν εκεί είναι στην πλειονότητά τους Βούλγαροι. Η ώρα είναι μία το μεσημέρι, οπότε οι περισσότεροι βρίσκονται στα χωράφια. Στον καταυλισμό έχουν απομείνει μικρά παιδιά, γυναίκες και κάποιοι από τους εργάτες.

Δύο νεαροί Βούλγαροι είναι οι πρώτοι που συναντάμε. Η θέα της φωτογραφικής μηχανής δεν τους ενοχλεί. Δεν έχουν ιδιαίτερα παράπονα κατά πώς δηλώνουν. « Παίρνουμε 25 ευρώ,κοιμόμαστε,υπάρχει τουαλέτα, μπάνιο. Για την ίδια δουλειά στη Βουλγαρία θα παίρναμε λιγότερο από τα μισά». Το εάν αυτές οι απαντήσεις είναι αποτέλεσμα φόβου ή απόψεις ανθρώπων που έχουν δει πολύ χειρότερα στη ζωή τους είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Λίγα λεπτά μετά, ο φύλακας του καταυλισμού, όπως συστήνεται αγριεμένος χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, μας δείχνει την έξοδο.

Κατευθυνόμαστε προς το αυτοκίνητο. Σε λιγότερο από ένα λεπτό εμφανίζεται ένα μηχανάκι. Ο οδηγός του κατεβαίνει, μας κατηγορεί ως κλέφτες και φεύγει για να ειδοποιήσει, όπως λέει, την αστυνομία. Σχεδόν αμέσως μετά εμφανίζεται ένα μεγάλο μαύρο τζιπ. Ο οδηγός του κατεβαίνει για να αρπάξει την κάμερα από τα χέρια του φωτορεπόρτερ, Ιάκωβου Χατζησταύρου. Συγκε ντρώνεται κόσμος από τον καταυλισμό και το συσκευαστήριο. Αργότερα μαθαίνουμε ότι ο άνθρωπος με το τζιπ είναι ο φραουλοπαραγωγός και ιδιοκτήτης, όπως λέει, του καταυλισμού.

Επιβιβάζεται ξανά στο τζιπ του και το ρίχνει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μας. Το παρκαρισμένο αυτοκίνητο φεύγει λίγα μέτρα μπροστά και συγκρούεται με ένα άλλο παρκαρισμένο όχημα που φέρει βουλγαρικές πινακίδες. Ο παραγωγός και ο κόσμος που έχει μαζευτεί από τον καταυλισμό και το συσκευαστήριο αρχίζουν να φωνάζουν. « Ποιος θα πληρώσει τώρα τη ζημιά του αυτοκινήτου;» λένε. Ακολουθεί πανικός. Η επόμενη σκηνή βρίσκει τον φωτορεπόρτερ στο έδαφος, ξαπλωμένο μπρούμυτα με σπασμένα τα γυαλιά του και αίματα στο πρόσωπο. Ο παραγωγός και οι συνεργοί του τον χτυπούν και φεύγουν όταν τον βλέπουν αιμόφυρτο.

Εχουμε απομείνει μόνοι με τον Ιάκωβο. Εμφανίζεται ένα περιπολικό της Αστυνομίας αλλά ξανά και το μαύρο τζιπ. Ο φραουλοπαραγωγός κατεβαίνει και μας επιστρέφει την κάμερα, όχι όμως και την ψηφιακή κάρτα με το φωτογραφικό υλικό. Την επέστρεψε ώρες αργότερα, στο αστυνομικό τμήμα της Βάρδας και μετά τη μήνυση που υποβάλαμε. Τέσσερις ώρες αργότερα υπέβαλε και αυτός μήνυση εναντίον μας, ισχυριζόμενος ότι παραβιάσαμε τον ιδιωτικό του χώρο, ότι τον τρακάραμε(!) με το αυτοκίνητο αλλά και ότι τον χτυπήσαμε(!). Η συνέχεια θα δοθεί επί του Πρωτοδικείου Αμαλιάδας στις 29 Ιουνίου, καθώς η αντεισαγγελέας Αμαλιάδας κυρία Αικατερίνη Κοπελάκη όρισε για τότε τακτική δικάσιμο των δύο μηνύσεων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ