Η συνάντησή μου με τον Γιώργο Λούκο έγινε δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση του προγράμματος του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου για το 2011. Ο χρόνος του ήταν περιορισμένος, καθώς την επομένη θα «πετούσε» και πάλι για το εξωτερικό και έπρεπε να διευθετήσει διάφορες εκκρεμότητες.

«Η δύναμή μου είναι ότι ζω περισσότερο έξω παρά εδώ» μου είπε κάποια στιγμή μεταξύ αστείου και σοβαρού. Ωστόσο η κουβέντα μαζί του δεν άργησε να φανερώσει ότι, παρά τη δύσκολη συγκυρία, ο πρόεδρος και καλλιτεχνικός διευθυντής του φεστιβάλ είναι από αυτούς που βλέπουν το ποτήρι μάλλον μισογεμάτο… Στη διάρκεια των περίπου δυόμισι ωρών που κράτησε αυτή η συνέντευξη ο Γιώργος Λούκος μίλησε για τον εφετινό προγραμματισμό του Φεστιβάλ, σχολίασε την κρίση και τις επιπτώσεις της στη διοργάνωση, ενώ επανειλημμένως αναφέρθηκε στους νέους λέγοντας ότι η επαφή του μαζί τους τον γεμίζει με πραγματική αισιοδοξία.

– Κύριε Λούκο,η δύσκολη κατάσταση της χώρας σε ποιον βαθμό επηρέασε το φεστιβάλ; Υπήρξε,ας πούμε, μια στιγμή που φοβηθήκατε ότι ίσως και να μη γίνει καθόλου;

«Για να είμαι ειλικρινής, εφέτος είμαι κάπως πιο ήρεμος απ΄ ό,τι πέρυσι. Το 2010, την πρώτη χρονιά δηλαδή που φάγαμε το χαστούκι, δεν σας κρύβω ότι όχι μόνο το φοβήθηκα αλλά το πρότεινα ο ίδιος. Μου είπαν να προχωρήσω και η αλήθεια είναι ότι, τελικά, η ανταπόκριση του κοινού στάθηκε εξαιρετικά ενθαρρυντική. Πήγαμε καλύτερα απ΄ ό,τι πρόπερσι, πουλήσαμε περισσότερα εισιτήρια. Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι η οικονομική κρίση δεν σημαίνει απαραιτήτως και κρίση για το φεστιβάλ».

– Ωστόσο ο οικονομικός παράγοντας επηρέασε τον προγραμματισμό;

«Σαφέστατα. Στην παρούσα τουλάχιστον φάση είναι αδύνατον να τον αγνοήσεις. Το κριτήριό μου σε σχέση με ορισμένες προτάσεις που κατατέθηκαν, χωρίς να ισχυρίζομαι ότι υπήρξε αποκλειστικά οικονομικό, εν τούτοις καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από αυτό. Παλαιότερα δηλαδή αν μια πρόταση είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον από καλλιτεχνικής απόψεως αλλά υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μην πάει καλά οικονομικά, την κρατούσα με το σκεπτικό ότι θα βοηθήσει τον κόσμο να ανακαλύψει κάτι. Τώρα προσπαθώ να συνδυάσω το τερπνό με το ωφέλιμο και δεν σας κρύβω ότι αρκετές φορές λέω “εντάξει, αυτό δεν είναι τόσο ενδιαφέρον καλλιτεχνικά, αλλά θα με βοηθήσει οικονομικά και θα μπορέσω να στηρίξω κάτι άλλο, το οποίο είναι πιο δύσκολο να έχει αυτό που λέμε ευρεία απήχηση”».

– Και είναι, λέτε, μια συνταγή ασφαλής;

«Τι να σας πω…η κατάσταση παραμένει πολύ δύσκολη και αβέβαιη. Το ότι πέρυσι πήγαμε πολύ καλά δεν εγγυάται από μόνο του τίποτε. Μπορεί δηλαδή ο κόσμος να πει “τώρα θα κάτσω σπίτι”».

– Εσείς τι θα του λέγατε προκειμένου να μη σκεφτεί έτσι; Γιατί να επιλέξει μια παράσταση του φεστιβάλ από κάτι άλλο;

«Κατ΄ αρχάς λόγω της ίδιας της δύσκολης συγκυρίας. Έχει αποδειχθεί και ιστορικά ότι ο κόσμος σε καιρούς κρίσης έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την τέχνη. Ενας ακόμη λόγος είναι ότι οι παραστάσεις του φεστιβάλ έχουν φθηνό εισιτήριο. Τα 20 ευρώ είναι, νομίζω, ένα ποσό πολύ προσεγγίσιμο. Να σας πω όμως κάτι; Αν υπάρχει στην Ελλάδα ένα στοιχείο που με κάνει αισιόδοξο μέσα σε αυτή τη δίνη που ζούμε, είναι η συμπεριφορά των νέων. Δύσκολα μπορούσα να πιστέψω ότι στην Πειραιώς, με ονόματα που δεν τα ξέρει ο κόσμος και που δεν γράφουν γι΄ αυτά οι εφημερίδες, θα πηγαίναμε τόσο καλά και θα έρχονταν τόσοι νέοι άνθρωποι. Και στο Ηρώδειο όμως και στην Επίδαυρο, που στην αρχή πίστευα ότι ήταν χώροι μόνο για συμβατικές προτάσεις, αλλά τελικά δεν είναι έτσι. Εδώ υπάρχει περιέργεια και ενδιαφέρον που δεν το συναντάς αλλού. Και αυτό δεν είναι μόνο δική μου αίσθηση. Μου το λένε και οι ξένοι καλλιτέχνες που καλούμε».

– Πού αποδίδετε αυτό το ενδιαφέρον στο νέο και άγνωστο;

«Ισως στο ότι ο κόσμος αλλού έχει περισσότερες δυνατότητες. Για παράδειγμα, όταν ζεις στο Παρίσι είναι πολύ εύκολο να πάρεις το τρένο και σε μία ώρα να βρίσκεσαι στις Βρυξέλλες για να δεις μια παράσταση του Καστελούτσι.Εδώ είμαστε απομακρυσμένοι, τα ταξίδια δεν είναι τόσο εύκολα. Γι΄ αυτό ακριβώς όμως ο κόσμος θα μπορούσε και να μην ενδιαφέρεται. Να πει “στην Ελλάδα είμαι, ωραίο καιρό έχει, θα πάω να κάνω το μπανάκι μου και μετά θα δω τηλεόραση”.Δεν το λέει όμως και αυτό το βρίσκω θαυμάσιο. Βέβαια, αυτός ο ενθουσιασμός μπορεί να μη διατηρείται, να ξεθυμαίνει εύκολα. Διότι κάποια στιγμή σε απορροφά η καθημερινότητα και οι ανάγκες της. Προσπαθείς να βρεις δουλειά, δεν βρίσκεις, αν και έχεις περισσότερα προσόντα από τον άλλον, γιατί εσύ δεν έχεις οικογενειακά ερείσματα ή πολιτικές γνωριμίες και τότε πολύ λογικά σε παίρνει από κάτω. Πόσοι νέοι σήμερα δεν σκέπτονται να φύγουν στο εξωτερικό; Πόσοι φοιτητές μας που σπουδάζουν έξω αποφασίζουν να μην επιστρέψουν;».

– Δεδομένου του ότι ζείτε περισσότερο εκτός παρά εντός Ελλάδος,τι ακούτε για μας; «Για να είμαι ειλικρινής, τώρα τελευταία μου μιλούν λιγότερο. Στις συζητήσεις κυριαρχούν πλέον η Τυνησία, η Αίγυπτος, η Λιβύη, η Ιαπωνία και πιο πρόσφατα η Πορτογαλία. Πέρυσι όμως η Ελλάδα ήταν η απόλυτη πρωταγωνίστρια. Έλεγες ότι είσαι Έλληνας και ο κόσμος σε κοιτούσε σαν να σου έλεγε ζείτε ακόμη εκεί; Υπάρχει ακόμη αυτή η χώρα;”. Τώρα όλοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο και εμείς έτυχε, απλώς, να είμαστε ο πρώτος στόχος. Έχει πάψει λοιπόν το οικονομικό να είναι το αποκλειστικό κριτήριο. Η Ελλάδα είναι αυτό που μάθαμε πρόσφατα, αλλά παραμένει και αυτό που ξέραμε: μια χώρα όμορφη, με ωραίο καιρό, με πλούσια ιστορία. Εχω μάλιστα την αίσθηση ότι, καθώς η Βόρεια Αφρική εξαφανίστηκε εφέτος ως τουριστικός προορισμός, η Ελλάδα ξαναπήρε τα πάνω της. Στη Γαλλία τουλάχιστον, όπου ζω εγώ…».

– Εσείς πώς βλέπετε τη χώρα στη δεδομένη συγκυρία;

«Να πω την αλήθεια, περισσότερα πράγματα ακούω παρά βλέπω. Οταν βρίσκομαι στην Ελλάδα η καθημερινότητά μου είναι πολύ συγκεκριμένη: είμαι στο γραφείο από τις οκτώ το πρωί ως τις οκτώ το βράδυ, μετά συνήθως βλέπω κάποια παράσταση και καταλήγω κάπου για φαγητό. Μου λένε για τα καταστήματα που κλείνουν, για την ανεργία που καλπάζει, για τους νέους που δεν μπορούν να βρουν δουλειά, αλλά όλα αυτά, επαναλαμβάνω, τα γνωρίζω περισσότερο εξ ακοής ».

– Κατά τη γνώμη σας ποιο είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα;

«Ε, το οικονομικό. Απ΄ ό,τι φάνηκε, για δεκαετίες ολόκληρες δεν υπήρξαμε σοβαροί και δεν βρέθηκε και κάποιος να μας πει ότι χτυπάμε κατευθείαν τοίχο. Ξυπνήσαμε λοιπόν ένα πρωί και όλα αυτά που οι άλλοι γνώριζαν τα μάθαμε και εμείς σαν αφελή παιδάκια. Και δεν μας φταίει το έλλειμμα παιδείας που ακούω από διάφορους. Ισα – ίσα, εγώ βλέπω πολλούς ανθρώπους με πτυχία, με γλώσσες, με ένα σωρό προσόντα. Πιο εύκολα βαριέσαι με τους νέους έξω παρά στην Ελλάδα. Κάποια στιγμή όμως, όπως λέγαμε και προηγουμένως, επέρχεται φθορά. Ολη αυτή η κατάσταση που διαρκεί από την Τουρκοκρατία έχει ως αποτέλεσμα μια χώρα η οποία δεν λειτουργεί με τη δομή των υπόλοιπων δυτικοευ ρωπαϊκών κοινωνιών».

– Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει κάτι που σας αρέσει ιδιαίτερα στην Ελλάδα και δεν το βρίσκετε αλλού;

«Δεν θα το έλεγα. Σε πολλές χώρες αισθάνομαι σαν στο σπίτι μου. Η Ελλάδα βεβαίως είναι η πατρίδα μου και μερικά πράγματα με συγκινούν περισσότερο. Είναι όμως πράγματα απλά: η εξοχή, τα τοπία – και όχι απαραιτήτως οι παραλίες και η θάλασσα. Τα αναμενόμενα δηλαδή, αυτά που έχουμε ταυτίσει με τον τουρισμό».

– Κύριε Λούκο,είστε ένας από τους ανθρώπους που διαμορφώνουν, θα έλεγε κανείς,το γούστο του κοινού.Εσείς τι παρακολουθείτε ως θεατής;

«Εργάζομαι εδώ και 27 χρόνια στην Όπερα της Λυών, όπου είμαι διευθυντής του χορού. Νωρίτερα εργάστηκα για έναν χρόνο στη Μετροπόλιταν και πιο πριν στην Όπερα της Ζυρίχης. Είναι πολύ λογικό να παρακολουθώ πάρα πολλή όπερα. Περισσότερες πρόβες μάλιστα παρά παραστάσεις. Βλέπω επίσης πολύ θέατρο, αλλά και κινηματογράφο».

– Είναι ακριβή,πιστεύετε, η ψυχαγωγία στην Ελλάδα;

«Και ναι και όχι. Στο φεστιβάλ, επαναλαμβάνω, τα εισιτήρια είναι φθηνά. Αλλού όμως πληρώνεις 80 και 100 ευρώ για παραστάσεις τις οποίες στο Παρίσι μπορείς να δεις με 35. Από την άλλη, το θέμα έχει να κάνει και με το κοινό. Γιατί βγαίνει κάποιος; Αν βγαίνει για να δει έναν σκηνοθέτη ή έναν μουσικό που τον ενδιαφέρει, αυτό είναι μια στάση. Αν όμως βγαίνει για να δει κάτι και μετά να πάει κάπου να φάει, τότε αυτό είναι μια τελείως άλλη στάση. Πολλές φορές κάποιος βγαίνει για να δει κάτι που απλώς συζητιέται, όχι που τον ενδιαφέρει πραγματικά».

– Αν ένας νέος στη χώρα μας ερχόταν και σας έλεγε ότι θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη,σήμερα, τι θα του λέγατε;

«Αισθάνομαι ότι η σχέση της Ελλάδας με την τέχνη έχει κάτι το συμπαθητικό και κάτι το παράξενο. Στο εξωτερικό είναι επάγγελμα, εδώ χόμπι. Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου, με τον ίδιο τρόπο που δεν πας να βγάλεις το δόντι κάποιου αν δεν είσαι οδοντίατρος, δεν εκφέρεις και άποψη για μια παράσταση από τη στιγμή που δεν είναι η δουλειά σου. Εδώ με μεγάλη ευκολία σου λέει ο άλλος “εγώ σε αυτό το έργο θα αφαιρούσα την τρίτη πράξη” ή “θα το ανέβαζα έτσι”. Γι΄ αυτό λέω ότι έχει κάτι το συμπαθητικό: υπάρχει ένας ενθουσιασμός. Από την άλλη υπάρχει και μεγάλος ερασιτεχνισμός. Στον νέο λοιπόν που θα μου έλεγε ότι θέλει να ασχοληθεί με την τέχνη θα του έλεγα πρώτα απ΄ όλα να το πάρει σοβαρά, να σπουδάσει και μετά, αν είναι 100% σίγουρος ότι αυτό θέλει να κάνει στη ζωή του, τότε μόνο να προχωρήσει».

«ΤΟ 80% ΤΩΝ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΤΑΙ»

Ο Γιώργος Λούκος δεν παρακολουθεί τηλεόραση. «Μόνο τις ειδήσεις και αν τύχει καμιά φορά να έχει κάποιο αφιέρωμα ή μια εκπομπή ιστορικού περιεχομένου. Τι άλλο να δω δηλαδή; Αυτά τα φρικτά παιχνίδια και τους διαγωνισμούς ριάλιτι;Τα βαριέμαι τρομερά.Το 80% των εκπομπών της τηλεόρασης δεν βλέπεται».

– Θεωρείτε ότι η τηλεόραση θα μπορούσε να παίξει έναν πιο παιδευτικό ρόλο;

«Ασφαλώς,και σε ορισμένες χώρες γίνεται. Θα μπορούσε να συμβάλει ουσιαστικά στο να προετοιμάσει τον κόσμο να αποκτήσει πραγματική παιδεία. Να τον παρακινήσει να επισκεφθεί μια έκθεση,ένα μουσείο, να πάει να ακούσει μια συναυλία, να δει ένα θέατρο…».

– Το επιχείρημα είναι όμως ότι ο πολιτισμός στην τηλεόραση δεν πουλάει.

«Αυτό για μένα είναι άλλοθι,ευκολία. Για να είμαστε όμως δίκαιοι,την ευκολία αυτή δεν τη χρησιμοποιεί μόνο ο κόσμος της τηλεόρασης αλλά και αυτός της τέχνης. Ποιος είναι,αλήθεια, ο σκοπός; Να προσφέρουμε κάτι στον κόσμο ή να γεμίσουμε το θέατρο; Το ίδιο ερώτημα, λίγο διαφοροποιημένο, τίθεται και στην τηλεόραση: θέλουμε να επιμορφώσουμε το κοινό ή να έχουμε μεγαλύτερη ακροαματικότητα,και μάλιστα πιο γρήγορα και ανώδυνα;».

ΤΟ ΤΟP 5 ΤΟΥ Γ.ΛΟΥΚΟΥ

Αφού σπεύδει να ξεκαθαρίσει ότι δεν θα συμπεριλάβει ελληνικές παραγωγές, καθώς«βρίσκονται ακόμη εν τη γενέσει τους και δεν τις έχω δει ακόμη», ο Γιώργος Λούκος φτιάχνει το δικό του Top 5 της εφετινής διοργάνωσης.

1 «Ευγένιος Ονιέγκιν» του Τσαϊκόφσκι (όπερα): «Ενα έργο που έχει να παιχτεί πάρα πολλά χρόνια στην Αθήνα και ταυτόχρονα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες σκηνοθεσίες όπερας των τελευταίων χρόνων,από τονΝτμίτρι Τσερνιάκοφ » (12,14 Ιουλίου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).

2 « Οι ναυαγοί της τρελής ελπίδας» της Αριάν Μνουσκίν (θέατρο):«Μια από τις καλύτερες παραστάσεις της Μνουσκίν τα τελευταία χρόνια» (10 – 12 και 15 – 19 Ιουνίου σε χώρο που θα ανακοινωθεί προσεχώς)

3 «Μay Β» & «Salves» της Μαγκί Μαρέν (χορός): «Δύο πολύ ενδιαφέρουσες παραγωγές από μια σπουδαία χορογράφο» (22 – 23 Ιουνίου, 27 – 29 Ιουνίου, Πειραιώς 260)

4 «Ιδομενέας,Βασιλιάς της Κρήτης» του Μότσαρτ/ Ζερεμί Ρορέρ (όπερα): «Γιατί είναι ένα έργο που δεν παίζεται συχνά και ο Ζερεμί Ρορέρ είναι σπουδαίος μαέστρος» (4 Ιουλίου, Μέγαρο Μουσικής Αθηνών).

5 Κρατική Ορχήστρα Αθηνών/Βασίλης Χριστόπουλος: «Για συμβολικούς λόγους.Είναι η πρώτη εμφάνιση του Βασίλη Χριστόπουλου ως καλλιτεχνικού διευθυντή της ΚΟΑ και ελπίζουμε να σηματοδοτήσει την απαρχή μιας σημαντικής συνεργασίας που θα δώσει την ευκαιρία στους θεατές να δουν όλους τους σημαντικούς έλληνες μουσικούς οι οποίοι αυτή τη στιγμή διαπρέπουν στο εξωτερικό» (15 Ιουλίου,Ηρώδειο).

ΟΙ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΝΑ ΕΠΕΚΤΑΘΟΥΝ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

Δεδομένου ότι όλοι μιλούν για ανάπτυξη, πιστεύει ο Γιώργος Λούκος ότι ο πολιτισμός μπορεί να είναι κερδοφόρος; «Στην Ελλάδα πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι αλλού.Μέσα από αυτό το πρίσμα,η συνένωση των υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού,υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει αληθινή στρατηγική, είναι κάτι το οποίο πραγματικά έλειπε. Αυτή η χώρα είναι περισσότερο γνωστή για το παρελθόν της απ΄ ό,τι για το παρόν.Πώς θα μπορέσουμελοιπόννα αξιοποιήσουμε το παρόν χρησιμοποιώντας το παρελθόν αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζοντας και ορισμένες πτυχές του παρόντος οι οποίες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και έχουν και κάποια σχέση με το παρελθόν που όλοι γνωρίζουν; Οι πάντες, από την Αμερική ως την Κίνα και την Ινδία,διαβάζουν για την Ελλάδα και θέλουν να έρθουν. Σε ό,τι αφορά το φεστιβάλ,υπάρχουν και άλλοι χώροι που δεν χρησιμοποιεί και θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει: τους Δελφούς, το Δίον, τους Φιλίππους.Να πούμε στον κόσμο “υπάρχει αυτό το ωραίο θέατρο,δίπλα ένα αξιόλογο ξενοδοχείο και πιο ΄κεί μια έκθεση τοπικών προϊόντων η οποία είναι πολύ ενδιαφέρουσα”».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ