Σε μια φανταστική Ευρώπη, όπου δεν υπάρχουν πολίτες αλλά μόνο «επαγγελματίες», δεν υπάρχουν έθνη αλλά μόνο πόλεις-κράτη που το καθένα κατοικείται από μια επαγγελματική κάστα, καλούνται οι λαοί να αποφασίσουν με καθολική ψηφοφορία για την τύχη ενός υποδίκου. Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου στήνει ένα γκροτέσκο σκηνικό μιας μελλοντικής Ευρώπης όπου όλα τίθενται σε διαπραγμάτευση: ηθική, σοφία, πολιτική, τέχνη, ηδονή, ανθρωπισμός. Ποια από αυτά μπορούν να στηρίξουν το μέλλον του πολιτισμού μας; Αυτό είναι και το θέμα της συζήτησής μας με τη συγγραφέα.

– Κυρία Μπουραζοπούλου,και σε αυτό και στο προηγούμενο βιβλίο σας σάς απασχολεί η ιδέα του μέλλοντος όχι τόσο του κόσμου,αλλά της Ευρώπης.Μιλάτε μάλιστα για μια μετακαπιταλιστική Ευρώπη σε αυτό το βιβλίο σας.Πώς το φαντάζεστε αυτό το μέλλον στην πραγματικότητα;

«Το μέλλον δεν κατάφερα ποτέ να το φανταστώ, παραδέχομαι ότι η ιστορία διαρκώς με εκπλήσσει. Το παρόν εξετάζω στα βιβλία μου. Και επειδή το παρόν είναι υπερβολικά πολύπλοκο, αναλύω μία διάστασή του τη φορά, φθάνοντας όμως τον συλλογισμό ως το τέρμα. Ετσι, κάθε βιβλίο γίνεται μια “υπόθεση εργασίας” που υπακούει υποχρεωτικά στους κανόνες τού γκροτέσκο- αποκλείεται το μέλλον να αποδειχθεί τόσο μονοδιάστατο. Οσο για τον μετακαπιταλισμό, τον ζούμε ήδη, αφού χάσαμε το ελαφρυντικό της άγνοιας και της αθωότητας. Μετακαπιταλισμός δεν είναι παρά καπιταλισμός, αλλά με την εκούσια ανοχή και συνενοχή όλων μας».

– Ολο το στόρι στηρίζεται σε αντιθετικά δίπολα,επαγγελματίας- πολίτης, καλλιτέχνης- διανοούμενος,κληρονομικό- επίκτητο,Ομηρος- Κλάουζεβιτς κτλ.Το βλέπετε να υπάρχει και στην πραγματικότητα; Είναι ωστόσο όλα ισοδύναμα για εσάς,δεν υπάρχουν κάποια που υπερτερούν;

«Οπως σωστά επισημαίνετε, και θα επισημάνει φαντάζομαι και ο αναγνώστης, τα αντιθετικά δίπολα εξυπηρετούν το κοινωνικό σύστημα παράγοντας πλασματικά διλήμματα, που περιορίζουν τις επιλογές των προσώπων του έργου γιατί παγιδεύουν τη σκέψη. Από το “ελευθερία ή θάνατος” που καλούνται να ψηφίσουν οι ένορκοι-εκλογείς ως το “καλλιτέχνης ή διανοούμενος” που παρουσιάζεται ως πολιτικό δίλημμα, η επιχειρηματολογία υπέρ ή κατά της κάθε θέσης απομακρύνει την προσοχή μας από αν και κατά πόσον θα έπρεπε καν να τεθεί ένα τέτοιο δίλημμα».

– Η θρησκεία,η επιστήμη,η αγορά,η ηθική αδυνατούν να λύσουν το ζήτημα ενός καλύτερου μέλλοντος,σύμφωνα με το βιβλίο.Μόνο ο συνδυασμός της διανόησης με την τέχνη φαίνεται να έχει πιθανότητα; Είναι η άποψή σας και στην πραγματικότητα έτσι; Και η πολιτική εξουσία;..

«Η πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια των ψηφοφόρων στο έργο, οπότε δεν υπάρχουν “κακοί” πολιτικοί, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Για επτά ημέρες οι πολίτες διαθέτουν απεριόριστη ελευθερία και εξουσία, παρ΄ όλα αυτά αδυνατούν να βγουν από τις στενωπούς του ασφαλούς δογματισμού τους. Πράγματι, θεωρώ ότι ο δογματισμός μπορεί να διαρραγεί μόνο αν συμπορευθούν το πάθος με το πνεύμα, γιατί ακόμη και αυτές οι τόσο “ενάρετες” κοινωνικές δυνάμεις, όταν λειτουργούν μεμονωμένες, δεν παράγουν πολιτικό πολιτισμό, καθώς η πρώτη οδηγεί σε επικίνδυνο φανατισμό και η δεύτερη σε στείρα αυτοαναφορικότητα».

– Γιατί αντικαθιστάτε την έννοια του
πολίτη με αυτήν του επαγγελματία; Τι σημαίνει αυτό για εσάς και ποια είναι η σχέση του με την πραγματικότητα;

«Κάθε επαγγελματική κάστα στο βιβλίο συνιστά ένα δόγμα, και μάλιστα ένα συνηθισμένο δόγμα, από αυτά που βρίσκονται αυτή τη στιγμή εν ισχύι στη δική μας κοινωνία και που πολλοί από εμάς, μέσα από την επαγγελματική ή άλλη ιδιότητά μας, τα υπηρετούμε: το δόγμα της αγοράς, το θρησκευτικό δόγμα, το δόγμα της επιστήμης, το νομικό δόγμα, το στρατιωτικό δόγμα, το δόγμα της διανόησης, το δόγμα της τέχνης κ.ο.κ. Δύσκολα συνειδητοποιούμε, ενόσω διανύουμε την εργάσιμη ημέρα μας, πόσα εγκλήματα διαπράττουμε συντηρώντας με τον τίμιο ιδρώτα μας και τις ευγενείς αρχές μας την ακαμψία του δόγματος που μας τρέφει και ταυτόχρονα τρέφεται από εμάς. “Επαγγελματίας” είναι αυτός που κάνει φιλότιμα και ευσυνείδητα τη δουλειά του. “Πολίτης” είναι αυτός που διαβιοί φιλότιμα και ευσυνείδητα. Δεν έχω αμφιβολία, φέρ΄ ειπείν, ότι ακάματοι επαγγελματίες, που υπηρετούν με ευσυνειδησία το δόγμα της αγοράς, είναι ικανοί να εκτελέσουν με νηφαλιότητα έναν αθώο- ή να σβήσουν μια μικρή χώρα από τον χάρτη- ενόσω ψηφοφόροι με απεριόριστες εξουσίες, όπως αυτές που παρέχει μια δημοκρατία, παρακολουθούν αμέτοχοι και με ειλικρινή θλίψη τις εξελίξεις, σαν το κοινό του βιβλίου μου, αναμένοντας το προδιαγεγραμμένο τέλος».

– Τι σημαίνει για την αφήγησή σας αλλά και για εσάς ότι «ο θάνατος είναι η αρχή»; Αλληγορικά μιλώντας πιστεύετε σε μια αναγέννηση του κόσμου μέσα από μια μεγάλη καταστροφή;

«Από μια αλλαγή οπτικής, μάλλον. Ενας σεισμός 10 ρίχτερ μπορεί να ισοπεδώσει τα πάντα, χωρίς να αλλάξει τίποτε. Η αθόρυβη μεταβολή της νοοτροπίας, όπως η αθόρυβη επανάσταση που συντελείται στον συλλογικό νου στο βιβλίο μου, μπορεί να μεταβάλει όλους τους όρους της πραγματικότητας».

«Κύριο αγαθό ο θάνατος»

Στη φανταστική Ευρώπη της συγγραφέως ένας διανοούμενος και ένας καλλιτέχνης αναλαμβάνουν να συνοδεύσουν κάποιον κρατούμενο που αντιμετωπίζει την ποινή του θανάτου σε μια περιοδεία διά μέσου διαφόρων πόλεων. Οι κάτοικοι κάθε πόλης θα αποφασίσουν μέσω γενικής ψηφοφορίας για το αν ο κρατούμενος θα καταδικαστεί σε θάνατο ή όχι. Η περίεργη αυτή τριάδα θα διατρέξει πόλεις-κάστρα, πόλεις-θέατρα, πόλεις-οίκους ανοχής, πόλεις-μοναστήρια, πόλειςβιβλιοθήκες για να συλλέξει την ετυμηγορία των κατοίκων τους.

Πρόκειται για έναν φανταστικό κόσμο, όπου το κύριο αγαθό δεν είναι η ζωή αλλά ο θάνατος. Ολο το βιβλίο είναι δομημένο επάνω σε δίπολα: Ομηρος- Κλάουζεβιτς, κληρονομικό- επίκτητο, καταναγκασμός- ελευθερία επιλογής, επαγγελματίας- πολίτης. Ο αναγνώστης καλείται να προβληματιστεί επάνω σε αυτά για να σταθμίσει την αξία τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ