Σάββατο πρωί στην ανοιξιάτικη Φλωρεντία. Με τα μάτια μισόκλειστα προχωράω προς την κεντρική – κεντρικότατη – piazza della Republica, αγνοώντας τις προκλητικές βιτρίνες των επώνυμων μόδιστρων που προσπερνάω. Ο οργανισμός μου ζητάει επιτακτικά την πρωινή δόση καφεΐνης και δεν σκοπεύω να του φέρω αντίρρηση.

Μόλις περνάω τη μεγάλη κεντρική αψίδα και στρίβω δεξιά με κατεύθυνση το καφέ που με φιλοξενεί τα τελευταία πρωινά, ακινητοποιούμαι με αποτέλεσμα να πέσουν επάνω μου οι υπόλοιποι της παρέας. Μπροστά στα μάτια μου συντελείται θαύμα.

Η μισή -από την τεράστια- πλατεία είναι κατειλημμένη από υπαίθρια αγορά μικρών παραγωγών της περιοχής. Παραταγμένοι σε διάταξη δαχτυλιδιού, οι πάγκοι φιλοξενούν όλα εκείνα τα καλούδια που για να τα δω από κοντά πίστευα ότι έπρεπε να γράψω πολλά χιλιόμετρα στις εξοχές της Τοσκάνης.

Πίνω σε τρεις γουλιές τον καπουτσίνο, δεν καπνίζω καν ολόκληρο το πρώτο αμαρτωλό τσιγάρο της ημέρας και εφορμώ. Στον ένα πάγκο αλλαντικά από cinta senese, το κατάμαυρο γουρουνάκι με το λευκό ζωνάρι στο στήθος, σήμα κατατεθέν της περιοχής. Λουκάνικα, σαλάμια, μάγουλα, κοιλιές, όλα προκλητικά παραταγμένα.

Δίπλα, το αγαπημένο των φλωρεντίνων αγριογούρουνο, επίσης σε κάθε δυνατή μορφή αλλαντικού. Παραδίπλα πεκορίνο, φρέσκο, ώριμο, από απαστερίωτο γάλα, με κόκκινες πιπεριές καυτερό. Πιο εκεί πάστες ελιάς, μουστάρδες, τερίνες, πατέ από λαχανικά και μυρωδικά. Ελαιόλαδο. Κρασιά. Φοκάτσες, ψωμιά και μπισκότα.

Μια κυρούλα με ραπανάκια, μαρούλια και αγκινάρες, ένας πάγκος τόσος δα. Επιστρέφω στην παρέα, συνεννοούμαι, παίρνουμε κοινή, δημοκρατική απόφαση και να, έχω το ελεύθερο να ψωνίσω ό,τι θέλω για να κάνουμε πικνίκ στην τοσκάνικη εξοχή.
{{{ moto }}}
Η συνεννόηση με τους Ιταλούς άψογη. Μεγάλοι άνθρωποι, κτηνοτρόφοι και αγρότες, που δεν μιλούν λέξη πέραν της ιταλικής, νεότεροι που κάτι προσπαθούν να κάνουν. Το προϊόν και η καλή διάθεση μιλούν από μόνα τους. «Δοκιμάστε» λένε, και σου προσφέρουν βέβαιοι για την ποιότητα, για το ξεχωριστό. Με μια φετούλα σαλάμι αέρος από cinta senese στο χέρι δέχομαι από τον διπλανό παραγωγό ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί. «Δεν τρώγεται σκέτο» μου λέει στα ιταλικά και, ναι, καταλαβαίνω αμέσως.

Οι πάγκοι κατακλύζονται από ντόπιους, φλωρεντίνους δηλαδή, που κάνουν τις προμήθειες της εβδομάδας σε τιμές χαμηλότατες, δεν εμπλέκονται μεσάζοντες εδώ, και τουρίστες που ενθουσιάζονται με το φολκλόρ της υπόθεσης. Δεν πειράζει, για όλους έχει ο μπαχτσές. Φεύγω με μια υφασμάτινη τσάντα – μου την πρόσφερε παραγωγός – γεμάτη με τόσα που θα έκαναν πικνίκ τουλάχιστον δέκα άνθρωποι.

Επιστρέφω προς το καφέ και στα 50 μέτρα που χρειάζομαι για να φτάσω στα τραπέζι όπου με περιμένουν, προλαμβάνω και να θυμώσω και να μελαγχολήσω. Εμείς τι κάνουμε; Στην πλατεία Κοτζιά, στην πλατεία Κολωνακίου, στην πλατεία Συντάγματος; Στις κεντρικές πλατείες κάθε μεγάλης πόλης;

Οι δικοί μας παραγωγοί δεν θέλουν να τους γνωρίσουμε από κοντά, να δοκιμάσουμε τις νοστιμιές τους; Ή οι δικές μας πλατείες δεν προσφέρονται για «ευτελείς» διοργανώσεις όπως οι αγορές παραγωγών; Ή μήπως παραγωγός και καταναλωτής δεν πρέπει σ’ αυτήν τη χώρα να συναντηθούν ποτέ γιατί τότε θα πρέπει κάποιοι να φύγουν από τη μέση;

Γιατί, στ’ αλήθεια, ποτέ σ’ αυτήν την πόλη που ζω, την Αθήνα, δεν είχα την ευκαιρία να σφίξω το δουλεμένο χέρι ενός παραγωγού και να τον ευχαριστήσω για όσα μου προσφέρει και πρέπει να παίρνω τα βουνά για να το πετύχω; Γιατί στη Φλωρεντία των πολλών δεκάδων χιλιάδων τουριστών ημερησίως οι παραγωγοί φιλοξενούνται στην πιο τουριστική πλατεία, πλάι στα πιο επώνυμα μαγαζιά; Τι ξέρουν εκείνοι; Τι αγνοούμε επιδεικτικά εμείς;

Απάντηση δεν έχω, αλλά ένα πράγμα ξέρω. Δεν υπάρχει τουρίστας στη Φλωρεντία που δεν γνωρίζει το πεκορίνο, το προσιούτο, το σαλάμι και τα λουκάνικά τους. Και μια τελευταία ερώτηση έχω.

Ποιος τουρίστας που έρχεται στην Ελλάδα γνωρίζει επιστρέφοντας στον τόπο του το τσαλαφούτι, την τ’ροβολιά, τον λικουρίνο, το νούμπουλο και τη λούζα; Μίλησε κανείς για οινογαστρονομικό τουρισμό;