Απογράφονται πέντε κέρδη και πέντε χρέη, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες απολαβές και οφειλές, οι οποίες προέκυψαν από τη σκηνική ανάγνωση ολόκληρης της Ιλιάδας στην αίθουσα εκδηλώσεων του Εθνικού Θεάτρου από τις 14 Οκτωβρίου του περσινού χρόνου έως τις 31 Μαρτίου του φετινού. Με αυτόβουλη ιδέα του Γιάννη Χουβαρδά, που έγινε αμέσως και αφιλοκερδώς αποδεκτή, ακούστηκαν ακέραιες οι είκοσι τέσσερις ραψωδίες του έπους σε είκοσι τέσσερις διαδοχικές Πέμπτες. Σε μια μετάφραση αποφορτισμένη, όσο γίνεται, από τον μόχθο, τον πόνο και τον εγωισμό του επώνυμου μεταφραστή, σκοπεύοντας στο όριο της προσωπικής ανωνυμίας. Η σκηνική αυτή ανάγνωση πήρε στην προκειμένη περίπτωση τη μορφή αναγνωρισμού εξ επαφής της ιλιαδικής ποίησης μέσα από είκοσι τέσσερις σωματικές φωνές ηθοποιών γυναικών, που συντάσσονται στα επόμενα διαδοχικά πρόσωπα-ονόματα με συγκίνηση και αγάπη. Λυδία Κονιόρδου, Στεφανία Γουλιώτη, Εύα Κοταμανίδου, Ρένη Πιττακή, Ράνια Οικονομίδου, Φιλαρέτη Κομνηνού, Κάτια Δανδουλάκη, Πέμυ Ζούνη, Μαρία Κεχαγιόγλου, Λήδα Πρωτοψάλτη, Θέμις Μπαζάκα, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μάγια Λυμπεροπούλου, Μαρία Σκουλά, Δήμητρα Χατούπη, Μαρία Πρωτόπαππα, Λένα Κιτσοπούλου, Ελένη Κοκκίδου, Αννα Μάσχα, Λυδία Φωτοπούλου, Μαρία Ναυπλιώτου, Ρούλα Πατεράκη, Ολια Λαζαρίδου, Αμαλία Μουτούση.

Η ανταπόκριση στο παράτολμο αυτό πρόγραμμα υπήρξε απρόβλεπτη και αποκαλυπτική: αυθόρμητο το κοινό (αταξινόμητο, σχεδόν συνωμοτικό) γέμιζε κάθε Πέμπτη (εργάσιμη μέρα και ώρα) τις τριακόσιες θέσεις της αίθουσας, επιμένοντας κάποτε και όρθιο. Εμπειρία ανεπανάληπτη για όλους τους συμμέτοχους. Καλή μαγιά, που αξίζει να την προσέξουν όσοι διαχειρίζονται, στις δύσκολες μέρες που περνάμε, τον όποιον πολιτικό πολιτισμό μας, με όση αντοχή του απόμεινε.

Το δικό μου υστερόγραφο της περασμένης Τρίτης (5 του μηνός) σφράγισε το συλλογικό αυτό πείραμα, που γενναιόδωρα το χαρακτήρισε στον απόλογό του ο Γιάννης Χουβαρδάς «μικρό θαύμα». Προτάσσονται προς το παρόν τα πέντε κέρδη της γενναίας αυτής δοκιμής, με την υπόσχεση ότι την άλλη Κυριακή θα ονομαστούν και οι ισάριθμες οφειλές: λανθάνοντα δηλαδή θέματα της ιλιαδικής αφήγησης, που αναδύθηκαν μέσα από την ευάγωγη ακρόαση ολόκληρου του έπους. Οπως είναι: η τιμή του νεκρού σώματος, που απειλείται στο πεδίο της μάχης με ατίμωση (διαμελισμό, σπαραγμό, απογύμνωση, κακοποίηση), όταν και όπου δεν συντρέχουν ευνοϊκές συνθήκες για την περισυλλογή του ή την εξαγορά του, τον επικήδειο θρήνο και την έντιμη ταφή του.

Οι πέντε ωστόσο απολαβές ανταποκρίνονται σε θεμελιακές κατά τη γνώμη μου αρχές της Ιλιάδας, που την καθιστούν υπόδειγμα αφηγηματικής τέχνης και για τη σύγχρονη λογοτεχνική μας παραγωγή. Η πρώτη ονομάζεται: ακροαματικός ορισμός και προορισμός του ιλιαδικού έπους. Η δεύτερη: αμοιβαία διαθεσιμότητα. Η τρίτη: συμπλοκή διαθέσιμου αποθέματος και ενδιάθετου δυναμικού. Η τέταρτη: ταλάντευση της επικής αφήγησης μεταξύ κυριολεξίας και μεταφοράς, αίσθησης και παραίσθησης. Η πέμπτη: οριζόντια (περιγραφική) και κάθετη (δραματική) χρήση της ιλιαδικής γλώσσας.

Η αρχή της λογοτεχνικής ακρόασης προϋποθέτει αμοιβαιότητα μεταξύ εκείνου που εκφέρει τον επικό λόγο και εκείνου που τον προσλαμβάνει, εξασφαλίζοντας και για τους δύο την ακροαματική απόλαυση. Προκειμένου για τα δύο ομηρικά έπη, την Ιλιάδα κατεξοχήν, ο ακροαματικός στόχος και τρόπος αίρει, κατά τη γνώμη μου, και το εκβιαστικό δίλημμα μεταξύ προφορικής και γραπτής σύνθεσης του έπους. Η ακρόαση, ως αναφαίρετος όρος της επικής ποίησης, αποτελεί αγωγό αυτόματης συμμαχίας μεταξύ προφορικής και γραπτής σύνθεσης, στον βαθμό που αυτή κατέχει και διατηρεί τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Αφού αρχικός και τελικός προορισμός του ποιητικού κειμένου είναι να ακουστεί ο συνταγμένος λόγος, για να λειτουργήσουν, πλάι στα νοηματικά, τα φωνηματικά, ρυθμικά και μουσικά του στοιχεία. Και ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι στις μέρες μας, που έχει εμπεδωθεί η βουβή ανάγνωση της ποίησης, παράγονται συνήθως κουφά ποιήματα.

Γενικεύοντας, αυθαίρετα ίσως, υπενθυμίζω την υπεροχή της ακοής έναντι των άλλων αισθήσεων για δύο τουλάχιστον λόγους: η ακροαματική εισφορά και πρόσληψη της ποίησης απορροφά και απελευθερώνει τις άλλες τέσσερις αισθήσεις από τις χωρικές και χρονικές τους δεσμεύσεις, παράγοντας φαντασιακού τύπου όραση, αφή, γεύση, όσφρηση, μέσω της λογοτεχνικής συνομιλίας. Αποδείχνεται έτσι η λιγότερο εγωιστική, η πιο δημοκρατική αίσθηση, στον βαθμό που ευνοεί την αμοιβαία κυκλοφορία του λόγου και την προαγωγή του σε διάλογο. Απόδειξη: η φίμωση της ακροαματικής επικοινωνίας που την επιβάλλουν οι κάθε λογής αυταρχικές εξουσίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ