Γιατί αργεί τόσο ο Αμλετ; Γιατί αναβάλλει την εκδίκησή του; Γιατί χρειάζεται να περάσουν πέντε ολόκληρες πράξεις προτού σκοτώσει τον δολοφόνο του πατέρα του;
Ορισμένοι μελετητές βρίσκουν αυτή την καθυστέρηση φυσιολογική. Δεν είναι εύκολο να σκοτώσεις έναν βασιλιά, λένε, ακόμη κι αν είσαι ανιψιός του. Αλλοι πάλι εμμένουν στη θεωρία της «προθέρμανσης»: «no delay, no play». Αν ο Αμλετ υπάκουε αμέσως το φάντασμα του πατέρα του, τότε θα εξατμιζόταν όλη η ηδονή της αναμονής εκ μέρους του θεατή.
Ο ίδιος πάντως μοιάζει να έχει απόλυτη συναίσθηση της βραδυπορίας του. Επιπλήττει τον εαυτό του σχεδόν σε κάθε μονόλογό του: «Μα τι γελοίος που είμαι! Τι αξιοπερίεργο/ εγώ ο γιος ενός μονάκριβου δολοφονημένου πατέρα / παρακινούμενος από γη και ουρανό να εκδικηθώ/ να πρέπει σαν πόρνη να ξαλαφρώνω την καρδιά μου με λέξεις/ και να περιφέρομαι υβρίζοντας σαν γυναικούλα/ σαν βρωμόστομη δούλα! Ντροπή!».
Την ίδια γνώμη μοιάζει να έχει και το Φάντασμα, το οποίο αναγκάζεται να επισκεφθεί όχι μία αλλά δύο φορές τον γιο του προκειμένου να τον ωθήσει να αφαιρέσει τη ζωή του σφετεριστή Κλαύδιου. Μετά τη δεύτερη συνάντηση με τον νεκρό πρόγονό του, ο οργισμένος γιος θα πέσει πάνω στον Κλαύδιο που προσεύχεται ανυποψίαστος, γεμάτος τύψεις. Και ενώ η ευκαιρία διαγράφεται ιδανική, ο Αμλετ την προσπερνά. Το χέρι με το μαχαίρι υψώνεται στον αέρα πάνω από την πλάτη του θύματος μόνο και μόνο για να προσγειωθεί ξεθυμασμένο και άπραγο.
«Η ναυτία εμποδίζει τη δράση» γράφει ο Νίτσε σαν να βλέπει μέσα στην ψυχή του μελαγχολικού πρίγκιπα. «Η δράση προϋποθέτει το πέπλο της ψευδαίσθησης. (…) Η αληθινή γνώση, η συναίσθηση της τρομερής αλήθειας, υποσκελίζει κάθε κίνητρο για δράση». Ο Αμλετ συναισθάνεται ότι δεν πρέπει απλώς να τιμωρήσει τον δολοφόνο του πατέρα του. Η αποστολή του είναι πολύ δυσκολότερη: καλείται να ψάξει πιο βαθιά, να εντοπίσει την καρδιά του προβλήματος, εκεί όπου υπάρχει «κάτι σάπιο» στο βασίλειο της Δανίας. «Η εποχή πάσχει από βαθιά διαταραχή / καταραμένη η στιγμή που γεννήθηκα εγώ για να της δώσω συνοχή» λέει στο τέλος της πρώτης πράξης.
Η συναίσθηση αυτής της αποστολής καταβάλλει τον Αμλετ. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με τον αρχετυπικό εκδικητή που συγκεντρώνει όλες του τις δυνάμεις στην επίτευξη ενός και μοναδικού σκοπού, την εξολόθρευση του αντιπάλου του. Ως σκεπτόμενος άνθρωπος- ο αρχετυπικός διανοούμενος- δυσκολεύεται να ενδώσει στο «οφθαλμόν αντί οφθαλμού», όσο κι αν προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι αυτό είναι το καθήκον του («οι σκέψεις μου να είναι αιματηρές ή αλλιώς περιττές»). Ο Αμλετ αργοπορεί γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο ρόλος του εκδικητή δεν είναι ο ρόλος που μόνος του επέλεξε για τον εαυτό του. Εύχεται να μη χρειαζόταν να τον υποδυθεί, ξέρει όμως πως ή θα σκοτώσει ή θα σκοτωθεί – δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής. Και αυτά θα τα εξαντλήσει μέχρι τέλους: δεν θα σκοτώσει τον Κλαύδιο παρά μόνο όταν βεβαιωθεί ότι και ο ίδιος πεθαίνει και η μητέρα του είναι ήδη νεκρή.
Πόσος χρόνος χρειάζεται για να διανύσει όλη αυτή την απόσταση; «Ο Αμλετ των πρώτων τεσσάρων πράξεων είναι ένας νεαρός άνδρας περίπου είκοσι ετών ή και λιγότερο» γράφει ο Χάρολντ Μπλουμ. «Αλλά ο Αμλετ της πέμπτης πράξης- μετά από ένα μεσοδιάστημα μερικών εβδομάδων το πολύ- είναι τριάντα ετών, σύμφωνα με τον νεκροθάφτη, και μοιάζει εξωτερικά τουλάχιστον τριάντα επτά». Ο Αμλετ δεν τα πήγαινε ποτέ καλά με τον χρόνο: χάνει τον πατέρα του πολύ νωρίς και τον εκδικείται πολύ αργά. Ξεκινάει είκοσι και καταλήγει τριάντα επτά.
Θα μπορούσαν άραγε τα γεγονότα της πλοκής να λάβουν χώρα μέσα σε ένα βράδυ; Πάνω σε αυτή τη συνθήκη «επιτάχυνσης» αποφάσισε η νεοσύστατη ομάδα Ηelter Skelter και ο σκηνοθέτης Θάνος Παπακωνσταντίνου να δοκιμάσουν την τύχη τους. Τοποθέτησαν τη δράση στη διάρκεια της δεξίωσης που ακολουθεί τον γάμο της Γερτρούδης και του Κλαύδιου. Μέσα σε μια νύχτα λοιπόν συμβαίνουν, ή μάλλον δεν συμβαίνουν, όλα: το Φάντασμα εμφανίζεται αναγκαστικά μία φορά, οι Παίκτες δεν παρουσιάζουν ποτέ την «Ποντικοπαγίδα», ενώ ο Αμλετ γίνεται προφανώς πιο γρήγορος και από τον Ζορό.
Δεν είναι τόσο το θέμα του «ρεαλισμού» που θίγεται όσο η επιπολαιότητα των προθέσεων που αποκαλύπτεται: Γιατί να στριμώξεις έτσι ένα έργο και μάλιστα τον «Αμλετ» μόνο και μόνο για να στηρίξεις το μικρό σου κόνσεπτ;
Ενδεχομένως δεν θα κάναμε αυτή τη συζήτηση- ο παράγων χρόνος είναι σχετικός, όπως είδαμε- αν η παράσταση παρουσίαζε ενδιαφέρον σε άλλα επίπεδα. Δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτό: ένας θίασος από νέους αλλά εξαιρετικά κακούς ή αδύναμους ηθοποιούς πηγαινοέρχεται καταβάλλοντας πότε λιγότερο και πότε περισσότερο φιλότιμες προσπάθειες να μας πείσει ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι η σαιξπηρική τραγωδία. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για μια ξενέρωτη, άψυχη, ανέμπνευστη και κακοκουρδισμένη εκδοχή της. Μοναδική φωτεινή εξαίρεση ο πρωταγωνιστής: ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μπορεί να μη διαθέτει σκηνοθετικό χάρισμα, αποδεικνύεται όμως ιδιαίτερα συμπαθής ως ερμηνευτής και μάλιστα σε έναν τόσο απαιτητικό ρόλο. Θα του συνιστούσα μόνο να προσέξει την άρθρωσή του.
salome@tovima.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ