Πρόκειται για μια σημαντική στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία φαίνεται να έχει διδαχθεί από την πικρή εμπειρία των πολέμων στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, που στοίχισαν τρισεκατομμύρια δολάρια χωρίς να πετύχουν το ποθούμενο αποτέλεσμα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι ο αμερικανός πρόεδρος στήριξε την προεκλογική εκστρατεία του στην υπόσχεση απαγκίστρωσης από το Ιράκ και το Αφγανιστάν και θα ήταν τώρα εξαιρετικά δύσκολο να τεθεί επικεφαλής σε έναν τρίτο πόλεμο.
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που στην περίπτωση της Λιβύης η Ουάσιγκτον φάνηκε από την πρώτη στιγμή διστακτική, αφήνοντας έτσι το πεδίο ελεύθερο στους Αγγλογάλλους να δράσουν. Και ο μεν Νικολά Σαρκοζί βρήκε την ευκαιρία να μπαλώσει το φιάσκο της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής με τη στάση που είχε τηρήσει κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων της Τυνησίας και της Αιγύπτου, αλλά και για να ανεβάσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις, ενώ ο Ντέιβιντ Κάμερον θέλησε να αναβιώσει παλαιές δόξες της χώρας του, όταν η Βρετανία «κυβερνούσε τα κύματα».
Το αποτέλεσμα ήταν ο πλήρης αποσυντονισμός των επιχειρήσεων και μόνο όταν, έπειτα από πολλές δυσκολίες, συμφωνήθηκε να αναλάβει τον συντονισμό το ΝΑΤΟ άρχισαν να υπάρχουν θετικά αποτελέσματα. Χωρίς όμως και πάλι να έχει διαγραφεί ο τρόπος με τον οποίο θα τελειώσει όλη αυτή η ιστορία. Αυτό που, αντίθετα, κατέστη απολύτως σαφές ήταν ότι για πρώτη φορά οι Αμερικανοί όχι μόνο δεν ηγήθηκαν της νατοϊκής επιχείρησης αλλά και ανακοίνωσαν ότι αποσύρουν τις αεροπορικές δυνάμεις τους από τους βομβαρδισμούς.
Με τη στάση του αυτή ο πρόεδρος Ομπάμα ανταποκρίθηκε στην πίεση της εσωτερικής κοινής γνώμης, η οποία ήταν αντίθετη σε έναν τρίτο πόλεμο και στο κόστος που θα συνεπάγετο. Οπως άλλωστε εξήγησε κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Πανεπιστήμιο Εθνικής Αμυνας της Ουάσιγκτον: «Είμαστε πολύ επιφυλακτικοί στην προσφυγή στη βία για την αντιμετώπιση των πολλών προβλημάτων του πλανήτη μας» και πάντως «η άσκηση του ηγετικού μας ρόλου δεν συνίσταται στο να αναλαμβάνουμε δράση μόνοι μας αλλά στο να πιέζουμε τους άλλους να αναλάβουν το μερίδιο της ευθύνης που τους ανήκει».
Ιδού λοιπόν η επίκληση της πολυμερούς διπλωματίας που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις μονομερείς ενέργειες του προέδρου Μπους. Ιδού επίσης πεδίον δόξης λαμπρόν για την Ευρώπη να αναλάβει επιτέλους τον ρόλο που θα έπρεπε να της ανήκει στη διεθνή σκηνή. Μόνο που για ακόμη μία φορά η Ευρωπαϊκή Ενωση, ως ευρωπαϊκός θεσμός, παρέμεινε ανενεργή αφήνοντας τα ηνία της δράσης στο Παρίσι και στο Λονδίνο, με το Βερολίνο να αποστασιοποιείται. Πώς όμως θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά όταν τα μεγαλύτερα εμπόδια παρουσιάζονται στην άσκηση μιας κοινής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής;
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ